Οι κλασικοί του μαρξισμού και η αρχαία ελληνική γραμματεία

Οι ανιστόρητοι, αγράμματοι, και κατά κανόνα συστηματικοί διαστρεβλωτές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, «ελληναράδες», των διάφορων φασιστικών μορφωμάτων, εμπορεύονται την αρχαία ελληνική ιστορία κακοποιώντας την βάναυσα για να διαδώσουν το ψωραλέο εθνικιστικό – σωβινιστικό – ρατσιστικό τους δηλητήριο.

Απέναντι στον ανιστόρητο φασισμό και τις σύγχρονες τερατογενέσεις του, η Αριστερά, οφείλει να αναδείξει τις πραγματικές ιστορικές κατακτήσεις των αρχαίων χρόνων, όχι για να υποτάξει το σήμερα (της μισθωτής καπιταλιστικής σκλαβιάς) στο χθες (της αρχαίας δουλοκτητικής κοινωνίας) αλλά για να επικυρώσει πάνω στη βάση της διαλεκτικής και του ιστορικού υλισμού τις αληθινά σπουδαίες συνεισφορές του αρχαίου ελληνικού στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό, όπως τις τόνισαν και τις πρόβαλαν οι κλασικοί του μαρξισμού.

Η «Πορεία», συμβάλλοντας σ’ αυτό το σκοπό, έχει ξεκινήσει από το τεύχος 57 σειρά σχετικών παρουσιάσεων.

Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Ο Μαρξ έχει πλήθος αναφορών στον Αριστοτέλη. Είτε απ’ ευθείας στο κείμενο του «Κεφαλαίου», είτε σε πολλές σημειώσεις σε διάφορα μέρη του (κυρίως στον τόμο Ι). Ο Μαρξ χαρακτηρίζει τον Αριστοτέλη «μεγαλοφυΐα» και «μεγαλύτερο στοχαστή της αρχαιότητας». Ο Φρίντριχ Ένγκελς εξάλλου θεωρεί τον Αριστοτέλη ως «το πιο καθολικό πνεύμα ανάμεσα στους φιλοσόφους της αρχαιότητας, που έχει ήδη μελετήσει τις κυριότερες μορφές της διαλεκτικής σκέψης».

Τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε παρακάτω, προέρχονται από το «Κεφάλαιο» (τόμος Ι) που η μετάφραση και έκδοσή του στα ελληνικά, έγινε με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής και της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΚΚΕ, που συνήλθε τον Οκτώβρη 1951. Ο Μαρξ, αναλύοντας «το εμπόρευμα», συνοψίζει τις ιδιομορφίες της ισοδύναμης μορφής του εμπορεύματος. Όπως γράφει: «Η πρώτη ιδιομορφία, που χτυπάει στο μάτι όταν εξετάζουμε την ισοδύναμη μορφή είναι ότι η αξία χρήσης γίνεται μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της, της αξίας… Η δεύτερη ιδιομορφία της ισοδύναμης μορφής είναι ότι η συγκεκριμένη εργασία γίνεται η μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της, της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας… Η τρίτη ιδιομορφία της ισοδύναμης μορφής είναι ότι η ατομική εργασία γίνεται μορφή του αντιθέτου της, εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή.

Οι δύο τελευταίες ιδιομορφίες της ισοδύναμης μορφής, γίνονται ακόμα πιο κατανοητές, αν ανατρέξουμε στον μεγάλο ερευνητή, που πρώτος ανάλυσε τη μορφή της αξίας, όπως και τόσες μορφές της νόησης, κοινωνικές και φυσικές μορφές. Πρόκειται για τον Αριστοτέλη».

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το «Κεφάλαιο», που αναφέρονται στον Αριστοτέλη. Αριθμώντας τις σελίδες της ελληνικής έκδοσης στις οποίες περιέχονται και επίσης αριθμώντας αντίστοιχα τις σημειώσεις που έγραψε και παραθέτει ο Μαρξ.

Ο Καρλ Μαρξ για τον Αριστοτέλη
(«ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» Τόμος Ι, σελ. 73-74)

Πρώτα-πρώτα ο Αριστοτέλης λέει ξεκάθαρα ότι η χρηματική μορφή του εμπορεύματος είναι απλώς η παραπέρα αναπτυγμένη μορφή της απλής μορφής της αξίας, δηλ. της έκφρασης της αξίας ενός εμπορεύματος με ένα οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, γιατί λέει:

«5 κρεββάτια = 1 σπίτι» ( «κλίναι πέντε αντί οικείας»)
«δεν διαφέρει» από
«5 κρεββάτια = τόσο χρήμα»
(«κλίναι πέντε αντί…όσου αι πέντε κλίναι»).

Βλέπει ακόμα ότι η αξιακή σχέση μέσα στην οποία περιέχεται αυτή η έκφραση της αξίας προϋποθέτει με τη σειρά της ότι το σπίτι εξομοιώνεται ποιοτικά με το κρεββάτι και ότι αυτά τα διαφορετικά αισθητώς πράγματα χωρίς μία τέτοια ομοιότητα της ουσίας τους δε θα μπορούσαν να συσχετιστούν σαν σύμμετρα μεγέθη. «Η ανταλλαγή -λέει- δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ισότητα, ούτε η ισότητα χωρίς τη συμμετρία» («ούτ’ ισότης μη ούσης συμμετρίας»). Εδώ όμως σταματάει και εγκαταλείπει την παραπέρα ανάλυση της μορφής της αξίας. «Και είναι στ’ αλήθεια αδύνατο (τη μεν ουν αληθεία αδύνατον») να είναι σύμμετρα τόσο διαφορετικά πράγματα, δηλ. να είναι ποιοτικά ίσα. Μία τέτοια εξίσωση μπορεί να είναι μόνο κάτι το ξένο προς την πραγματική φύση των πραγμάτων, δηλ. μόνο «έσχατο μέτρο για την κάλυψη μιας πραχτικής ανάγκης».

Έτσι ο Αριστοτέλης μας λέει μόνος του πού σκόνταψε κι απότυχε η παραπέρα ανάλυσή του, και συγκεκριμένα στην έλλειψη της έννοιας της αξίας. Τι είναι αυτό το όμοιο, δηλ. η κοινή ουσία που παρασταίνει το σπίτι για το κρεββάτι στην έκφραση της αξίας του κρεββατιού; Δεν μπορεί «στ’ αλήθεια να υπάρχει κάτι τέτοιο» λέει ο Αριστοτέλης. Γιατί; Το σπίτι παρασταίνει για το κρεββάτι κάτι το ίσο, εφόσον παρασταίνει αυτό που είναι πραγματικά όμοιο και στα δύο, στο κρεββάτι και στο σπίτι. Και αυτό είναι: η ανθρώπινη εργασία.

Το γεγονός όμως ότι στη μορφή των αξιών των εμπορευμάτων όλες οι εργασίες εκφράζονται σαν ίδια ανθρώπινη εργασία και επομένως σαν ισάξιες, δεν μπορούσε ο Αριστοτέλης να το μαντέψει από την ίδια τη μορφή της αξίας, γιατί η ελληνική κοινωνία στηριζόταν στην εργασία των δούλων και επομένως είχε σαν φυσική της βάση την ανισότητα των ανθρώπων και των εργατικών τους δυνάμεων. Το μυστικό της έκφρασης της αξίας, η ισότητα και το ισάξιο όλων των εργασιών -επειδή είναι και εφόσον είναι ανθρώπινη εργασία γενικά- μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί μόνο όταν η έννοια της ισότητας των ανθρώπων αποχτήσει πια τη σταθερότητα λαϊκής πρόληψης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο σε μια κοινωνία, όπου η μορφή του εμπορεύματος είναι η γενική μορφή του προϊόντος εργασίας, επομένως και η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους σαν κατόχων εμπορευμάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση. Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη λάμπει στο γεγονός ακριβώς ότι ανακάλυψε μια σχέση ισότητας στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων. Μονάχα οι ιστορικοί φραγμοί της κοινωνίας που ζούσε τον εμπόδισαν να βρει σε τι συνίσταται «στ’ αλήθεια» αυτή η σχέση ισότητας.

Σελ. 94, σημ.33. Κριτικάροντας τον οικονομολόγο Φ. Μπαστιά τον οποίο ο Μαρξ κατατάσσει στους commis voyageurs (περιοδεύοντες πράκτορες) του ελεύθερου εμπορίου, σημειώνει:

«Οι οικονομολόγοι έχουν το δικό τους ιδιόμορφο τρόπο να ενεργούν. Γι’ αυτούς υπάρχουν μόνο δύο είδη θεσμών, οι τεχνητοί και οι φυσικοί θεσμοί. Οι θεσμοί της φεουδαρχίας είναι τεχνητοί, ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί. Στο ζήτημα αυτό μοιάζουν με τους θεολόγους που ξεχωρίζουν επίσης δύο είδη θρησκειών. Κάθε θρησκεία που δεν είναι η δική τους είναι επινόηση των ανθρώπων, η δική τους όμως είναι αποκάλυψη του θεού. Έτσι λοιπόν υπήρχε κάποτε ιστορία, στο εξής όμως δε θα υπάρχει» (Karl Marx: «Misere de la Philosophie. Reponse a la Philosophie de la Misere par M. Proundon» (1847, σελ.113). Πραγματικά αστείος είναι ο κ. Μπαστιά που φαντάζεται ότι οι αρχαίοι έλληνες και ρωμαίοι ζούσαν μόνο από τη ληστεία… Ή μήπως ο Μπαστιά έχει τη γνώμη ότι ένας τρόπος παραγωγής που στηρίζεται στη εργασία των δούλων, στηρίζεται σ΄ ένα σύστημα ληστείας; Αν είναι έτσι, πατάει σε επικίνδυνο έδαφος. Αν ένας γίγαντας της σκέψης σαν τον Αριστοτέλη γελάστηκε στην εκτίμηση της εργασίας των δούλων, γιατί να έχει δίκιο ένας νάνος-οικονομολόγος όπως ο Μπαστιά στην εκτίμηση της μισθωτής εργασίας;

Στη σελ. 99 ο Μαρξ γράφει:

Το εμπόρευμα δεν έχει (για τον κάτoχό του) άμεση αξία χρήσης. Διαφορετικά δεν θα τόφερνε στην αγορά. Έχει αξία χρήσης για άλλους. Η μόνη αξία χρήσης που έχει για τον εαυτό του είναι ότι είναι φορέας ανταλλακτικής αξίας και επομένως μέσο ανταλλαγής. (Στο σημείο αυτό, σημ.39, ο Μαρξ παραπέμπει στον Αριστοτέλη):

«Εκάστου γάρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν.- Η μεν οικεία, η δ’ουκ οικεία του πράγματος, οίον υποδήματος ή τε υπόδεσις και η μεταβλητική· αμφότεροι γαρ υποδήματος χρήσεις· και γάρ ο αλλαττόμενος τω δεομένω υποδήματος αντί νομίσματος ή τροφής χρήται τω υποδήματι ή υπόδημα, αλλ’ού την οικείαν χρήσιν· ού γάρ αλλαγής ένεκεν γέγονε» (Αριστοτέλης: «Πολιτικά» Βιβλίο Ι, κεφ. 9). [« Γιατί διπλή είναι η χρήση κάθε πράγματος. – Η μια χαρακτηρίζει το πράγμα σαν τέτοιο, η άλλη όχι, όπως ένα σαντάλι από τη μία χρησιμεύει για την υπόδηση και από την άλλη για την ανταλλαγή. Και τα δύο είναι αξίες χρήσεις του σανταλιού, γιατί αυτός που ανταλλάσσει το σαντάλι μ΄ αυτόν που χρειάζεται σαντάλια και παίρνει σε αντάλλαγμα νόμισμα ή τροφή χρησιμοποιεί το σαντάλι σαν σαντάλι, όχι όμως με το φυσικό τρόπο χρήσης του γιατί το σαντάλι δε φτιάχτηκε για την ανταλλαγή»].

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, σελ. 164, 165.

Η απλή εμπορευματική κυκλοφορία -η πούληση για την αγορά- χρησιμεύει σαν μέσο για έναν τελικό σκοπό που βρίσκεται έξω από την κυκλοφορία, για την ιδιοποίηση αξιών χρήσης για την ικανοποίηση αναγκών. Αντίθετα η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται. Γι’ αυτό η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη. (Στο σημείο αυτό, σημ. 6, ο Μαρξ παραπέμπει στον Αριστοτέλη):

Ο Αριστοτέλης αντιπαρατάσσει τη χρηματιστική στην οικονομική. Εφ’ όσον πρόκειται για τέχνη προς πορισμόν περιορίζεται στην προμήθεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για τη ζωή και ωφέλιμα για το σπίτι ή το κράτος. «Ο αληθινός πλούτος» αποτελείται από τέτοιες αξίες χρήσης· γιατί το όριο αυτού του είδους της κτήσης που εξαρκεί για μια άνετη ζωή δεν είναι απεριόριστο. Υπάρχει όμως ένα δεύτερο είδος πορισμού, που κατά προτίμηση και δικαιολογημένα ονομάζεται χρηματιστική, για την οποία φαίνεται να μην υπάρχει κανένα όριο για τον πλούτο και την απόκτηση. Το εμπόριο («η καπηλική» θα πει επί λέξει «το λιανικό εμπόριο», ο Αριστοτέλης παίρνει αυτή τη μορφή, γιατί σ’ αυτήν κυριαρχεί η αξία χρήσης) από τη φύση του δεν ανήκει στη χρηματιστική, γιατί εδώ η ανταλλαγή περιορίζεται μόνο σ’ αυτό που είναι απαραίτητο γι’ αυτούς (για τον αγοραστή και τον πωλητή). Γι’ αυτό -εξηγεί παραπέρα ο Αριστοτέλης- η αρχική μορφή του εμπορίου ήταν το ανταλλαχτικό εμπόριο, με την επέκτασή του όμως γεννήθηκε με αναγκαιότητα το χρήμα. Με την εφεύρεση του χρήματος το ανταλλαχτικό εμπόριο εξελίχθηκε με αναγκαιότητα σε καπηλική, στο εμπόριο εμπορευμάτων και το εμπόριο αυτό, αντιφάσκοντας με την αρχική του τάση, εξελίχθηκε στη χρηματιστική, στην τέχνη να δημιουργεί χρήμα. Η χρηματιστική λοιπόν διακρίνεται από την οικονομική στο ότι γι’ αυτήν η κυκλοφορία είναι η πηγή πλούτου («ποιητική χρημάτων… διά χρημάτων μεταβολής»). Και φαίνεται σα να περιστρέφεται γύρω στο χρήμα, γιατί το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος αυτού του τρόπου ανταλλαγής («το γάρ νόμισμα στοιχείον και πέρας της αλλαγής εστίν»). Επομένως είναι απεριόριστος ο πλούτος που επιδιώκει η χρηματιστική. Ακριβώς όπως κάθε τέχνη, που ο σκοπός της δεν της χρησιμεύει σαν μέσο αλλά σαν τελικός σκοπός, είναι απεριόριστη στην επιδίωξή της, γιατί προσπαθεί πάντα να πλησιάσει όσο μπορεί περισσότερο σ’ αυτόν, ενώ οι τέχνες που επιδιώκουν τα μέσα για το σκοπό δεν είναι απεριόριστες, γιατί ο ίδιος ο σκοπός τους βάζει όριο, έτσι και γι’ αυτήν τη χρηματιστική δεν υπάρχουν όρια του σκοπού της, αλλά ο σκοπός της είναι ο απόλυτος πλουτισμός. Όριο έχει η οικονομική και όχι η χρηματιστική… η πρώτη επιδιώκει κάτι το διαφορετικό απ’ το ίδιο το χρήμα, η δεύτερη την αύξηση του χρήματος… Η σύγχυση των δύο μορφών που η μιά περνάει στην άλλη κάνει μερικούς να θεωρούν σαν «τελικό σκοπό της οικονομικής τη διατήρηση και τον πολλαπλασιασμό του χρήματος στο άπειρο».

(Αριστοτέλους: «Πολιτικά», εκδ. Bekker, βιβ. 3, κεφ. 8 και 9)

Σελ. 177

Στο τοκογλυφικό κεφάλαιο ο τύπος Χ – Ε – Χ΄ συντομεύεται και περιορίζεται στα δύο άκρα Χ – Χ΄ χωρίς καμία μεσολάβηση, στο χρήμα που ανταλλάσσεται με περισσότερο χρήμα, μια μορφή που αντιφάσκει με τη φύση του χρήματος και που γιαυτό είναι ανεξήγητη από την άποψη της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Γιαυτό ο Αριστοτέλης λέει: «Επειδή η χρηματιστική είναι διπλή, η μια που ανήκει στο εμπόριο και η άλλη στην οικονομική, η δεύτερη είναι αναγκαία και αξιέπαινη, ενώ η πρώτη στηρίζεται στην κυκλοφορία και κατακρίνεται δικαιολογημένα (γιατί δεν στηρίζεται στη φύση, μα στην αμοιβαία απάτη), γιαυτό απόλυτα δικαιολογημένα μισούν την τοκογλυφία, γιατί εδώ η πηγή του πορισμού είναι το χρήμα που δεν χρησιμοποιείται για τον σκοπό που εφευρέθηκε. Επειδή το χρήμα γεννήθηκε για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων, ενώ ο τόκος φτιάχνει από το χρήμα περισσότερο χρήμα. Από δω προέρχεται και το όνομά του (τόκος = διάφορο και τέκνο). Γιατί αυτοί που γεννιόνται μοιάζουν μ’ αυτούς που τους γεννούν. Ο τόκος όμως είναι χρήμα από χρήμα, έτσι που είναι ο πιο αφύσικος απ’ όλους τους κλάδους πορισμού».

Σελ. 423

Από ’δω το περίεργο φαινόμενο στην ιστορία της σύγχρονης βιομηχανίας, ότι η μηχανή ανατρέπει όλα τα ηθικά και φυσικά όρια της εργάσιμης ημέρας. Από ’δω το οικονομικά παράδοξο, ότι το πιο ισχυρό μέσο συντόμευσης του χρόνου εργασίας μετατρέπεται στο πιο αλάθευτο μέσο για τη μετατροπή όλου του χρόνου ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του σε διαθέσιμο χρόνο εργασίας για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. «Αν -ονειρευόταν ο Αριστοτέλης, ο μεγαλύτερος στοχαστής της αρχαιότητας- αν κάθε εργαλείο μπορούσε να εκτελεί το έργο του κατ’ επιταγήν, ή και από προαίσθηση, όπως κινούνταν μόνα τους τα τεχνουργήματα του Δαίδαλου, ή όπως άρχιζαν αυθόρμητα την ιερή εργασία τους οι τρίποδες του Ηφαίστου, αν οι σαΐτες των αργαλιών ύφαιναν έτσι μόνες τους, τότε δε θα χρειαζόταν ούτε ο μάστορας τους βοηθούς, ούτε ο αφέντης τους δούλους».

Ο Φρίντριχ Ένγκελς για τον Αριστοτέλη
(από το «ΑΝΤΙ-ΝΤΎΡΙΝΓΚ» – εκδόσεις Αναγνωστίδη)

Στη σελ. 43, ο Ένγκελς σημειώνει:

Ταυτόχρονα με τη γαλλική φιλοσοφία του 18ου αιώνα, μα και στη συνέχειά της γεννήθηκε η νεώτερη γερμανική φιλοσοφία που στο πρόσωπο του Χέγκελ βρήκε την ολοκλήρωσή της. Το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτής της φιλοσοφίας ήταν ότι ξαναγύρισε στη διαλεχτική, σαν την ανώτατη μορφή της νόησης. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν όλοι τους γεννημένοι από τη φύση τους διαλεχτικοί και το πιο καθολικό πνεύμα ανάμεσά τους, ο Αριστοτέλης, έχει ήδη μελετήσει τις κυριότερες μορφές της διαλεχτικής σκέψης.

Στη σελ. 338 – 339, ο Ένγκελς κριτικάρει τον Ντύρινγκ, ο οποίος έγραφε ότι:

«Ο ρόλος του χρήματος υπήρξε πάντοτε η πρώτη ώθηση για οικονομικές (!) σκέψεις. Τι ήξερε όμως ένας Αριστοτέλης γι’ αυτό το ρόλο; προφανώς τίποτα παραπάνω απ’ το ότι κατάλαβε ότι η ανταλλαγή, που τώρα γίνεται με τη μεσολάβηση του χρήματος, είχε διαδεχθεί την πρωτόγονη ανταλλαγή σε είδη».

Ο Ένγκελς σχολιάζει ως εξής:

Αν όμως «ένας» Αριστοτέλης τολμάει ν’ ανακαλύψει τις δύο διαφορετικές μορφές κυκλοφορίας του χρήματος, τη μια όταν το χρήμα γίνεται ένα απλό μέσο κυκλοφορίας και την άλλη όταν μεταβάλλεται σε χρηματικό κεφάλαιο, μ’ αυτό εκφράζει, κατά τον κύριο Ντύρινγκ, «μόνο μια ηθική αντιπάθεια». Αν ακόμη «ένας» Αριστοτέλης τολμάει ν’ αναλύσει τον «ρόλο» του χρήματος σαν μέτρου των αξιών και βάζει πραγματικά ορθά το πρόβλημα αυτό που είναι τόσο αποφασιστικό για τη θεωρία του χρήματος, «ένας» Ντύρινγκ προτιμά και μάλιστα για λόγους που αυτός μόνο γνωρίζει, να σιωπά εμπρός σ’ ένα τόσο τολμηρό ισχυρισμό. Τελικό συμπέρασμα: Στον πίνακα «υπ’ όψει μου», ο κ. Ντύρινγκ λέει για την ελληνική αρχαιότητα ότι δεν έχει, στην πραγματικότητα, παρά «μόνο… εντελώς συνηθισμένες απόψεις», αν μια τέτοιου είδους «βλακεία» είναι δυνατόν να έχει κάτι το κοινό με ιδέες συνηθισμένες ή ασυνήθιστες.

πηγή: περιοδικό «Πορεία», τ. 59, που κυκλοφορεί

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το