Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το 1941-1942, όπου κυριαρχούν απόλυτα οι δυνάμεις του Άξονα σε όλη την Ευρώπη, στην Αθήνα έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ δίκτυο Ελλήνων συνεργατών του κατακτητή που έχει κυρίως οικονομικό υπόβαθρο.
Μην ξεχνάμε ότι μεσολαβεί ο φονικός κατοχικός λιμός, οπότε έχουμε πολλούς εμπόρους, βιομηχάνους και ανθρώπους που κινούνται γύρω από την αγορά γενικότερα, τη μαύρη αγορά αφού η επίσημη αγορά έχει καταρρεύσει.
Στα δίκτυα της μαύρης αγοράς ξεχωρίζουν κάποιοι μεγαλομαυραγορίτες, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με τους Γερμανούς.
Είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν μεγάλες περιουσίες από αυτή τη συνεργασία, είναι οι άνθρωποι που κρύβουν τρόφιμα σε παράνομες αποθήκες για να δημιουργήσουν τεχνητή άνοδο της τιμής και να αποκομίσουν παράνομα κέρδη παρά το γεγονός ότι συνάνθρωποί τους πεθαίνουν από την πείνα, αυτό δεν τους απασχολεί καθόλου.
Αυτό το ευρύ δίκτυο προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα του όταν πλέον το 1943 και κυρίως το 1944 φαίνεται ότι η αντίσταση και κυρίως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ενισχύεται διαρκώς και υπάρχει περίπτωση να παίξει ρόλο στη μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς φαίνεται πλέον καθαρά ότι οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο.
Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν προσπαθούν να στρατευθούν πίσω από τον μπαμπούλα του αντικομουνισμού για να αντιμετωπίσουν το ΕΑΜ, καθώς γνωρίζουν παρά πολύ καλά ότι αν μετά τη λήξη του πολέμου κυριαρχήσει πολιτικά το ΕΑΜ στην Ελλάδα, θα χάσουν τις περιουσίες τους και θα λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη.
Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν χρηματοδοτούν μέσα από τα παράνομα κέρδη τους τις ποικίλες αντικομουνιστικές ομάδες που εμφανίζονται στην Ελλάδα και βέβαια τους πράκτορες των γερμανικών αρχών ασφαλείας και της γερμανικής αντικατασκοπείας, οι οποίοι πληρώνονται σε μεγάλο βαθμό όχι από το Βερολίνο αλλά από τις παράνομες δράσεις της μαύρης αγοράς.
Συνεπώς από το ’43 και μετά αυτό που αρχικά ήταν οικονομική κυρίως συνεργασία λαμβάνει και τη μορφή της πολιτικής και της ένοπλης συνεργασίας.
Οι ρουλέτες της Κατοχής
Παράνομα καζίνο – τόποι συνάντησης οικονομικού και ο ένοπλου δωσιλογισμού
Η σύνδεση της κερδοσκοπίας των μαυραγοριτών με την εξόντωση των μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναδεικνύεται μέσα από τη λειτουργία των κατοχικών ρουλετών. Αυτά τα μικρά καζίνο ήταν τόποι συνάντησης των «επιχειρηματιών» της μαύρης αγοράς και των συνεργατών των κατακτητών, ενώ με τα έσοδά τους οι κατακτητές χρηματοδοτούσαν Έλληνες και Γερμανούς πράκτορες των ναζιστικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Το μεγαλύτερο παράνομο καζίνο της Αθήνας με 12 ρουλέτες και 3 τραπέζια σεμέν ντε φερ, ήταν η ρουλέτα του «Μαυροκέφαλου». Απασχολούσε περίπου 100 άτομα προσωπικό και τα κέρδη κάθε βραδιάς ξεπερνούσαν το ιλιγγιώδες ποσό των 100 χρυσών λιρών. Συνολικά στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής λειτούργησαν 21 τέτοιες ρουλέτες. Γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση στα τέλη του 1943, όταν ο πληθωρισμός, τα έσοδα από τα οχυρωματικά έργα των κατακτητών και η μαύρη αγορά, είχαν δημιουργήσει τεράστιο πλούτο στα χέρια εργολάβων και μαυραγοριτών, οι οποίοι «επένδυαν» τα παράνομα κέρδη τους στις ρουλέτες.
Οι κατακτητές χρησιμοποιούσαν τις ρουλέτες για να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες τους, καθώς πουλούσαν πανάκριβα τις άδειες στους Έλληνες «επιχειρηματίες» και είχαν ποσοστά στα κέρδη.
Η μεγαλύτερη ρουλέτα υπό τον έλεγχο των Γερμανών ήταν το Femina στην οδό Βουκουρεστίου, όπου λειτουργούσε και ακριβό εστιατόριο. Παράλληλα στους χώρους αυτούς οι Γερμανοί στρατολογούσαν Έλληνες πληροφοριοδότες που σύχναζαν εκεί ως πελάτες, συγκεντρώνοντας πολύτιμες πληροφορίες.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του δικηγόρου Γ. Εμμανουήλ. Αφού πρώτα απέκτησε ένα σημαντικό χρηματικό κεφάλαιο κερδοσκοπώντας στο χρηματιστήριο Αθηνών, επένδυσε τα κέρδη του στη μαύρη αγορά τροφίμων. Μέσα από τα δίκτυα της μαύρης αγοράς ήρθε σε επαφή με τους καπνέμπορους αδερφούς Νικολαΐδη από τη Θεσσαλονίκη που ήταν υπεύθυνοι σε δύο από τα καζίνο που έλεγχαν τα S.D., η υπηρεσία ασφαλείας των Ες-Ες.
Δουλεύοντας λοιπόν στην υποδοχή του καζίνο Femina γνωρίστηκε με αξιωματικούς των Ες-Ες και στρατολογήθηκε σε αυτά. Ακολούθησε μετάβασή του στο Βερολίνο όπου εκπαιδεύτηκε για μία εβδομάδα σε ειδικό σχολείο πρακτόρων και η επιστροφή του στην Αθήνα για την ανάληψη δράσης.
Δεκάδες άλλοι Έλληνες πράκτορες των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας συγκρότησαν ομάδες εφόδου με στόχο την εξόντωση των μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι ομάδες αυτές που συνελάμβαναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν αντιστασιακούς πληρώνονταν από τα κέρδη των ελληνικών καζίνο. Συνδέοντας έτσι με έναν ακόμα τρόπο την κερδοσκοπία των μαυραγοριτών με την εξόντωση των μελών της αντίστασης.
Το Φεβρουάριο του ’46 έγινε η μεγάλη δίκη των πρακτόρων που εργάζονταν στις κατοχικές ρουλέτες. Δικάστηκαν 46 άτομα οι 35 αθωώθηκαν, από τους 11 που καταδικάστηκαν παρόντες ήταν οι 5 οι οποίοι έλαβαν ποινές από 10 μήνες έως 6 χρόνια φυλάκιση.
e-prologos.gr