Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Η Ν. Κεραμέως παρέθεσε σήμερα σε διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).τις πέντε «βασικές προκλήσεις» που αντιμετωπίζει η Παιδεία σήμερα, καθώς και τις «μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες» που έχουν δρομολογηθεί και δρομολογούνται από το Υπουργείο, παρά την πανδημία. Επιγραμματικά:

Πρόκληση πρώτη: αναβάθμιση των δεξιοτήτων

Πρόκληση δεύτερη: διασύνδεση με την αγορά εργασίας

Πρόκληση τρίτη: συμπεριληπτικότητα και πρόσβαση για όλους

Πρόκληση τέταρτη: αυτονομία και αξιολόγηση

Πρόκληση πέμπτη: εξωστρέφεια (θεσμοθέτηση ενός ευέλικτου θεσμικού πλαισίου για δυνατότητα κοινών, διπλών πτυχίων και προγραμμάτων σπουδών με ξένα ή ημεδαπά Πανεπιστήμια)

Πίσω από τις εύηχες διακηρύξεις και τις ωραιολογίες η υπουργός Παιδείας συνεχίζει τον δρόμο των «μεταρρυθμίσεων» που ακολούθησαν όλοι οι μέχρι τώρα υπουργοί από τα μέσα της δεκαετία του 1990 με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ για το φτηνό, ευέλικτο και πειθαρχημένο σχολείο της αγοράς που συνδέεται με την αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης και νέες μορφές ιδιωτικοποίησης.  «Μεταρρυθμίσεις» που δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι τώρα λόγω των αντιστάσεων και των αγώνων της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Στην εποχή της ευαλσφάλειας, της συντριβής της μόνιμης εργασίας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, η γενική παιδεία ισοπεδώνεται και αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες»: ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του.

Η νέα δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τον νόμο Κεραμέως 4692/2020 συνιστά ένα αριστοκρατικό σύστημα, όπου θα κυριαρχεί η ταξική επιλογή, οι πολλαπλοί μηχανισμοί μορφωτικού αποκλεισμού των παιδιών των ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας και η ταξική διαφοροποίηση των σχολείων με βάση τους νόμους της αγοράς.  Οικοδομούν ένα σχολείο που θα παράγει εργατικό δυναμικό φτηνό, χωρίς δικαιώματα, αλλά καταρτισμένο με εκείνες τις χρηστικές δεξιότητες που απαιτεί η αγορά και το κεφάλαιο.

 Το αποκεντρωμένο σχολείο της αγοράς Βασικά στοιχεία αυτής  της νεοφιλελεύθερης πρότασης είναι: α) η επιλογή σχολείου από τους γονείς β) ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση  γ) το άνοιγμα του σχολείου στις  επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, ώστε τόσο τα αναλυτικά προγράμματα όσο και η εργασία των εκπαιδευτικών να μην έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν οι μαθητές κριτική σκέψη, αλλά να «πατρονάρονται» από δεξιότητες άμεσα χρηστικές στην αγορά εργασίας. δ)

αξιολόγηση των σχολείων με βάση την επίδοση των μαθητών σε περιφερειακές εξετάσεις.

Πρόκειται για βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής διαφοροποίησης των σχολείων, όπως έχουν σχεδιαστεί από ΕΕ και ΟΟΣΑ  και αναφέρονται στις προγραμματικές δηλώσεις πρώην Υπουργών Παιδείας, της Ά. Διαμαντοπούλου το 2009 και του Κ. Αρβανιτόπουλου το 2012, του Κ. Γαβρόγλου 2016.

Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης του καπιταλισμού. Πίσω από τις εύηχες διακηρύξεις περί «αποκέντρωσης» και «αυτονομίας» που συνδέεται με τη δυνατότητα της σχολικής μονάδας να διαμορφώνει το πρόγραμμά της, ξεπροβάλλει μια εκπαίδευση και ένα σχολείο αντίστοιχο με τις οικονομικές και κοινωνικο-ταξικές συνθήκες της περιοχής. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου στο 75% των σχολείων σύλλογοι γονέων, μαθητές και εκπαιδευτικοί, μετά τη λήξη των μαθημάτων, αναλαμβάνουν υπεργολαβίες από διάφορες επιχειρήσεις, όπως τήρηση ισολογισμών, συσκευασία τροφίμων κ.λπ. Στις ΗΠΑ η εκπαίδευση έχει υπαχθεί εξολοκλήρου στην Αυτοδιοίκηση κάθε Πολιτείας. Αποτέλεσμα, η μεγάλη ταξική διαφοροποίηση και η μορφωτική και υλική ένδεια

μεγάλου αριθμού σχολείων από τη μετατροπή τους σε εμπορικά υποκαταστήματα. Οι επιχειρήσεις μπαίνουν στα σχολεία και καθορίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία,  αξιώνουν διαφήμιση των προϊόντων τους όχι μόνο με ανάρτηση πινακίδων στους σχολικούς χώρους και με μπλουζάκια που φορούν οι μαθητές, αλλά και με παρέμβαση στη διδακτική πράξη (προσθαφαίρεση με πατατάκια, παρακολούθηση συγκεκριμένου τηλεοπτικού καναλιού στα σχολεία) ή ακόμη με διοργάνωση εθνικών διαγωνισμών στα σχολεία με θέμα τη διαφήμιση των προϊόντων τους. Στη Φινλανδία τα σχολεία χρηματοδοτούνται κατά 50% από κρατικά κονδύλια και κατά 50% από τις τοπικές επιχειρήσεις και τη φορολόγηση των δημοτών.

Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί. Από τη πλευρά του κόσμου της εργασίας χρειάζεται να οργανωθεί ένα ευρύ μορφωτικό κίνημα παιδείας με μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τα δικαιώματα και τις μορφωτικές ανάγκες της νέας γενιάς προβάλλοντας το στρατηγικό αίτημα «μόρφωση και  δουλειά για όλους» . Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.

*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το