Οξύνονται όλες οι βασικές αντιθέσεις του σημερινού κόσμου, κλιμακώνονται απότομα οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και σκοτεινιάζει ο διεθνής ορίζοντας
1. Αυτό που χαρακτηρίζει τη διεθνή κατάσταση δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης στις ΗΠΑ, το 2008, και την αναιμική και ασταθή ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, που εξακολουθεί να αγκομαχά στο έδαφος της κρίσης, είναι η όξυνση όλων των βασικών αντιθέσεων του σημερινού κόσμου, οι διαιρέσεις και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων και στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσά τους, που προκαλούν απότομη κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, και σκοτεινιάζουν το διεθνή ορίζοντα, επαναφέροντας την απειλή για παγκόσμιο πόλεμο και πυρηνικό αλληλοεκβιασμό.
Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των κρίσιμων διεργασιών της τελευταίας δεκαετίας είχαμε μία σειρά πολιτικές εξελίξεις, με πιο σημαντικές την άνοδο του Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ και την απόφαση για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, μετά την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990-91, σε συνθήκες που ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε αποφασιστικά προς όφελος των ΗΠΑ, η στρατηγική που διακήρυξαν και εφάρμοσαν οι ηγέτες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συμπυκνώθηκε στο δόγμα: “δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα αντίπαλο κράτος να αμφισβητήσει την παγκόσμια θέση που κατακτήσαμε”.
Το δόγμα αυτό στο επίπεδο της διεθνούς οικονομικής πολιτικής τους, σε συνθήκες μιας ενιαίας παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, εκφράστηκε με την περιβόητη παγκοσμιοποίηση, που αποσκοπούσε, μέσα από την κατάργηση των όποιων προστατευτικών μέτρων και φραγμών είχαν στη διάθεσή τους διάφορα κράτη για να στηρίξουν την οικονομία τους, το μονοπωλιακό κεφάλαιο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, πιο ανεξέλεγκτο και ασύδοτο, να διασχίζει εθνικά σύνορα, να μπαίνει και να βγαίνει γρήγορα σε οικονομίες, να τις εκμεταλλεύεται και να τις καταληστεύει.
Ωστόσο, οι πολυδάπανοι και μακρόχρονοι κατακτητικοί πόλεμοι που εξαπέλυσαν σε Αφγανιστάν και Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και τα μεγάλα αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται σήμερα, ύστερα από 15 χρόνια πολέμων και επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση που
ξέσπασε στο εσωτερικό του το 2008, η ταχεία ισχυροποίηση των ανταγωνιστών του στο διάστημα αυτό, υπέσκαψαν και εξασθένησαν την παγκόσμια ηγεμονική του θέση και έκαναν να ξεθωριάσει γρήγορα το αλαζονικό του όνειρο για έναν ” αμερικανικό 21ο αιώνα”.
Και επιπλέον η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο δεν έφερε τη σταθερότητα στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο και δεν εξασφάλισε την αδιατάρακτη οικονομική πρωτοκαθεδρία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης επιταχύνθηκαν οι οικονομικές ανακατατάξεις στη δύναμη των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών σε βάρος της θέσης των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία.
Το μερίδιο των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ έφτασε το 2015 στο 53%, από 38% που ήταν το 1990. Ειδικά, Κίνα και Ινδία αύξησαν το βάρος τους από 6,8% σε 24,3% αντίστοιχα, με μόνη την Κίνα να παράγει σήμερα το 17 % του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στο διάστημα αυτής της 25ετίας οι ΗΠΑ είδαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ να μειώνεται από το 34% στο 20,5%.
Παρά τις αλλαγές αυτές και τις ανακατατάξεις που έχουν σημειωθεί, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν ακόμη η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη, σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, πλην όμως οι δυνατότητές τους εξασθενούν, η παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία συναντά μεγάλα εμπόδια, αρχίζει να φθίνει, ενώ η στρατηγική τους δοκιμάζεται και βρίσκεται σε κρίση.
Αν οι τάσεις αυτές και οι πολύμορφες διεργασίες που συντελούνται, εδραιωθούν και κυριαρχήσουν στη διεθνή σκηνή, τότε οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να εξοστρακιστούν από την πρώτη θέση και μεγάλες ανατροπές θα σημειωθούν στα πλαίσια του αδιάκοπου ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στη βάση των νέων παγκόσμιων συσχετισμών δυνάμεων που διαμορφώνονται.
2. Αυτές ακριβώς τις εξελίξεις επεδίωξε να προλάβει, να ανακόψει και να αποτρέψει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός με την πολιτική που εφάρμοσε την τελευταία δεκαπενταετία και που τώρα με την ηγεσία του Τραμπ αυτή η πολιτική αποκτά μια ακόμα πιο επιθετική διάσταση και παίρνει έναν απροκάλυπτο και βίαιο χαρακτήρα, στο βαθμό που οι παγκόσμιες αντιθέσεις οξύνονται εκρηκτικά και αμφισβητείται ευθέως ο κυρίαρχος ρόλος του στην παγκόσμια σκηνή.
Αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση και απειλή απώλειας της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, έφεραν στο προσκήνιο τις δυνάμεις που εκπροσωπεί ο Τραμπ και κάνουν την αμερικανική υπερδύναμη πιο επικίνδυνη και τυχοδιωκτική, πηγή πολέμου και επίθεσης.
Η κυβέρνηση Τραμπ, αποτελούμενη από μεγιστάνες του πλούτου και πολεμοκάπηλους στρατηγούς, εκφράζει τους πιο τρομοκρατικούς και επιθετικούς κύκλους του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ΗΠΑ, που προωθεί στο εσωτερικό τον εκφασισμό του αμερικανικού κράτους, την πιο στυγνή καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, διεγείροντας εθνικιστικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις και υποδαυλίζοντας την ξενοφοβία, ενώ στο εξωτερικό προωθεί μία ιμπεριαλιστική πολεμοχαρή πολιτική και προετοιμάζεται για παγκόσμιους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, απειλώντας με ολοκληρωτική καταστροφή και αφανισμό χώρες και λαούς.
Στον ένα χρόνο διακυβέρνησης Τραμπ οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάργηση, παραβίαση και επαναδιαπραγμάτευση κρίσιμων συνθηκών και οικονομικών συμφωνιών, που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οικονομική συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού, Ασίας- ΗΠΑ (TPP), η συμφωνία Ευρώπης- ΗΠΑ (TTIP), με τελευταία την απόφαση για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, καταπατώντας προκλητικά τη διεθνή νομιμότητα, και όλα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα την επιβολή των συμφερόντων των ΗΠΑ σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
Σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία Ομπάμα, αλλά και των προκατόχων του, επεδίωκαν, προωθώντας τα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα, ταυτόχρονα να συγκρατούν και να συγκαλύπτουν τις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και να εξισορροπούν τις δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη σταθερότητά του και την παγκόσμια ηγεμονική τους θέση. Τώρα με την άνοδο του Τραμπ, χωρίς να σπάει η συνέχεια των στρατηγικών επιδιώξεων των ΗΠΑ, που είναι η διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας τους, σημειώνεται μία τομή στην εξέλιξη της αμερικανικής πολιτικής για την επίτευξη αυτών των στόχων. Μία εξέλιξη που προέκυψε και μέσα από βαθιές αντιπαραθέσεις, στο εσωτερικό των κυρίαρχων δυνάμεων στις ΗΠΑ, για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η εσωτερική και ιδιαίτερα η διεθνής πολιτική τους, που συνεχίστηκε όλη τη χρονιά και κλιμακώνεται διαρκώς μέχρι σήμερα, με αβέβαιη κατάληξη.
3. Μία τομή που αποτυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τον Δεκέμβρη του 2017 στη “Νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας” που διακήρυξε ο Τραμπ. Παραληρώντας για το μεγαλείο της “μεγάλης Αμερικής”, αφού ενταφίασε τα “αγαθά της παγκοσμιοποίησης”, επαναφέροντας σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα του κάθε ξεχωριστού ιμπεριαλιστικού κράτους, ο Τραμπ, παρουσιάζοντας τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ, ξεκαθάρισε: “Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη στον κόσμο”. Αυτό τον ανταγωνισμό προσδιορίζει ως εξής η νέα στρατηγική των ΗΠΑ:
“Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που είναι αντίθετος στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα θέλει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή, να επεκτείνει το οικονομικό της μοντέλο που έχει κινητήρια δύναμη το κράτος και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελός της. Η Ρωσία επιδιώκει να ανακτήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης και να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της”.
Άλλα βασικά στοιχεία της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ είναι:
♦ Η κατάργηση του ορίου στις αμυντικές δαπάνες που είχαν θέσει οι ΗΠΑ το 2013 και η απόφαση για ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και του αριθμού του στρατεύματος σε όλα τα όπλα.
♦ Η στοχοποίηση της Βόρειας Κορέας και του Ιράν και οι πολεμοκάπηλες απειλές του Τραμπ για ολοκληρωτική καταστροφή και πυρηνικό ολοκαύτωμά τους.
♦ Η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή συνοριογραμμή και στα «σημεία επαφής» (Ατλαντικός, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία) με τη Ρωσία, στο πλαίσιο και της Νέας Δομής και της Στρατιωτικής Κινητικότητας του ΝΑΤΟ.
♦ Η προτεραιότητα που δίνεται στην περιοχή του “Ινδο-Ειρηνικού” και η μεταφορά με επιταχυνόμενο ρυθμό του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών της δυνάμεων στην περιοχή της Ασίας – Ειρηνικού.
Συμπυκνώνοντας το περιεχόμενο της νέας στρατηγικής, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, στρατηγός Μακ Μάστερ, που θεωρείται και συντάκτης της, ανέφερε: “Η γεωπολιτική επέστρεψε, και επέστρεψε εκδικητικά μετά από διακοπές που κάναμε από την ιστορία, στην αποκαλούμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο”.
Ένα μήνα μετά την εξαγγελία της νέας «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» από τον Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μάτις, την εξειδίκευσε στο στρατιωτικό επίπεδο με τη νέα «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» τον Γενάρη του 2018, ξεκαθαρίζοντας πως οι αμερικάνικες ένοπλες δυνάμεις θέτουν στην καρδιά του νέου στρατιωτικού δόγματος την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας, ένα δόγμα που τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια ήταν επικεντρωμένο, φραστικά τουλάχιστον, στην αντιμετώπιση «της τρομοκρατικής απειλής των τζιχαντιστών». Αναλύοντας το στρατιωτικό δόγμα, ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Κόλμπι, προχώρησε σε απροκάλυπτες πολεμικές απειλές: «Κίνα και Ρωσία εργάζονται επί σειρά ετών για να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες για να αμφισβητήσουν τα στρατιωτικά μας πλεονεκτήματα… θα εστιάσουμε στην προετοιμασία για πόλεμο και συγκεκριμένα για πόλεμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων».
Στο βαθμό που ο Τραμπ και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί κυριαρχήσουν στις ΗΠΑ, δεδομένου ότι συναντά σφοδρές αντιδράσεις από άλλα τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και βρίσκεται η προεδρία του σε μία ιδιότυπη ομηρία, τότε θα επιταχυνθούν οι παγκόσμιες εξελίξεις και μνημειώδεις συγκρούσεις θα σημειωθούν ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την παγκόσμια ηγεμονία και το ξαναμοίρασμα των ζωνών επιρροής και των παγκόσμιων αγορών, για την πιο στυγνή εκμετάλλευση και εθνική καταπίεση των λαών και καταλήστευση του πλούτου των εξαρτημένων χωρών, για την κλιμάκωση των στρατιωτικών επεμβάσεων και κατακτητικών πολέμων, με σκοπό να καταπνίξουν τους ασίγαστους αγώνες των λαών για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
4. Στρατηγικός σκοπός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι να ανατρέψει τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους και, με την εξαπόλυση απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία για πόλεμο, να εξαναγκάσει ταυτόχρονα όλες τις άλλες δυνάμεις, στην Ευρώπη και την Ασία, να ευθυγραμμιστούν μαζί του σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις και ρήγματα που διαφαίνονται.
Δαπανώντας σε ετήσια βάση, και συγκεκριμένα το 2016, το ιλιγγιώδες ποσό των 610 δις δολαρίων για στρατιωτικές δαπάνες -η Κίνα που ήταν δεύτερη δαπάνησε αντίστοιχα 215 δις δολάρια και η τρίτη, η Ρωσία, 70 δις δολάρια- και καταργώντας τώρα το όριο των στρατιωτικών δαπανών, ο Τραμπ προχωρεί σε μία ραγδαία αύξησή τους και σε μία τεράστια κούρσα εξοπλισμών, προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροπλία τους, να εξουθενώσουν και να γονατίσουν οικονομικά τους ανταγωνιστές τους, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1980 με την κούρσα εξοπλισμών και τον “πόλεμο των άστρων” του Ρήγκαν, που επιτάχυνε την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και επέφερε μία μεγάλη ανατροπή στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, καθιστώντας τις ΗΠΑ τη μοναδική ιμπεριαλιστική υπερδύναμη.
Μόνο που από τότε μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων, οι τάσεις φαίνονται αναπότρεπτες, και ο χρόνος δουλεύει αδυσώπητα σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και υπέρ των ανταγωνιστών του.
Στη θέση μιας εσωτερικά σαπισμένης, ιδεολογικά χρεοκοπημένης, οικονομικά κατεστραμμένης και ετοιμόρροπης Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου Γκορμπατσόφ, βρίσκεται σήμερα μία Ρωσία σε φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ισχυροποίησης, που επανακάμπτει και επανέρχεται με νέους όρους και δυνατότητες στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στη θέση μιας Κίνας με μικρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική δύναμη τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα μία ανερχόμενη παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη, που η ιμπεριαλιστική της πολιτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στις διεθνείς υποθέσεις.
Εκατό χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, ενός πολέμου που αιματοκύλισε την Ευρώπη και οδήγησε στο ξέσπασμα και τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, νέες πολεμικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απειλούν ξανά την ανθρωπότητα, και ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει μεγάλες ανακατατάξεις και επαναστατικές ανατροπές για την εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου.
Η ΕΕ κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας αντιμετωπίζει την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της, εξασθενεί η ιμπεριαλιστική της συνοχή και απειλείται με διάσπαση
5. Με τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής της ΕΕ, σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που ξέσπασε ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, επιταχύνθηκε ο ρυθμός κατεδάφισης όλων των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεων, επιβλήθηκε μια αιματηρή εξοντωτική λιτότητα στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης, προκειμένου το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του και να εξασφαλίσει καλύτερους όρους ανταγωνισμού απέναντι στα άλλα διεθνή οικονομικά κέντρα.
Μέσα από την οικονομική κρίση, ιδιαίτερα ενισχυμένος βγήκε ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Το Βερολίνο επιτάχυνε τις κινήσεις του για την προώθηση και επιβολή της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας του στην ΕΕ, αξιοποιώντας, κατάλληλα, την οικονομική κρίση και τη δεινή θέση που βρέθηκαν οι αδύναμες εξαρτημένες χώρες, αλλά και η Γαλλία. Επεμβαίνει άμεσα στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις των χωρών του Νότου και επιβάλλει κυβερνήσεις πρόθυμες να εφαρμόσουν απαρέγκλιτα την πολιτική πού εκπορεύεται από το Βερολίνο.
Η επιβολή νέων Συνθηκών, ακόμη πιο αντιδραστικών για τους λαούς και επωφελών για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη, όπως το περιβόητο “Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας”, αντανακλά τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων που έχουν διαμορφωθεί ανάμεσά τους, καθώς και ανάμεσα στο ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο συνολικά, από τη μία πλευρά, και την εργατική τάξη και τους λαούς από την άλλη.
Αυτό αποτυπώθηκε και στη “Λευκή Βίβλο για τη γερμανική ασφάλεια” το 2016, ένα κείμενο “θεμέλιο”, όπως χαρακτηρίστηκε, για την αναθεώρηση ύστερα από 10 χρόνια της “πολιτικής ασφάλειας” της Γερμανίας. Στον πρόλογο του κειμένου ξεκαθαρίζεται ευθύς εξαρχής από την Α. Μέρκελ: “Στις παρούσες κρίσεις η Γερμανία έδειξε ότι έχει τη θέληση να αναλάβει ευθύνες στην πολιτική ασφάλειας. Δείξαμε επίσης πως είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ηγεσία”, ενώ προειδοποίησε ότι “η Ειρήνη και η σταθερότητα δεν είναι κάτι δεδομένο ακόμα και για την Ευρώπη”.
Έχοντας επίγνωση της κλίμακας μεγέθους και του βάρους της Γερμανίας στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, η “Λευκή Βίβλος” υπογραμμίζει: “Μακροπρόθεσμα, είναι απίθανο η Γερμανία να διατηρήσει τη θέση της ως η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Οι οικονομίες των αναδυόμενων δυνάμεων στην Ασία και τη Λατινική Αμερική κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσουν τη γερμανική”. Επισημαίνοντας έτσι πως δεν μπορεί να γίνει η Γερμανία παράγοντας διαμόρφωσης της παγκόσμιας σκηνής από μόνη της, έξω από τα πλαίσια μιας ενιαίας ΕΕ και ενός γερμανογαλλικού άξονα στον οποίον θα ηγείται.
Αν αυτά είναι τα ηγεμονικά, επεκτατικά σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού αυτό δεν σημαίνει ότι θα προχωρήσουν απρόσκοπτα ή θα υλοποιηθούν, και πολύ περισσότερο ότι θα εξασφαλίσουν τη σταθερότητα στο ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ που κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Οι αντιπαραθέσεις τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, ξέσπασαν με τη μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία δύο χρόνια ύστερα από το Brexit και την άνοδο του Τραμπ, πάνω στη βάση του ασίγαστου οικονομικού πολέμου και των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, οξύνοντας παραπέρα τις πληγές του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και ιδιαίτερα των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης.
Η Γαλλία, η οποία χτυπήθηκε με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, μετά την εκλογή Μακρόν και την επιβολή μια σειράς μέτρων προς όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, κάνει κινήσεις ισχυροποίησης της θέσης της στο πλαίσιο του γερμανογαλλικού άξονα. Κάνει πιο ενεργητική την παρουσία της στη Μέση Ανατολή, τη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική, παρεμβαίνει πολιτικά στην ΕΕ (προτάσεις Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης), εκμεταλλευόμενη την πολιτική δυστοκία στη Γερμανία και το Brexit, για να προωθήσει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα, ενώ προωθεί και την αναθέρμανση των σχέσεών της με τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόφαση για αποχώρηση της Βρετανίας, το οικοδόμημα της ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ, ύστερα από 60 χρόνια, βρίσκεται αντιμέτωπο με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, κλονίζεται και εξασθενεί η ιμπεριαλιστική του συνοχή και απειλείται με διάσπαση.
Απομένει επίσης να διαπιστωθεί τι θα προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές του Μάρτη στην Ιταλία, αφού υπάρχει ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση που θα θέσει ζήτημα αποχώρησης της Ιταλίας από το ευρώ και επαναφοράς του εθνικού της νομίσματος.
Αυτό που εμφανίστηκε από τους θιασώτες και προπαγανδιστές του ιμπεριαλισμού, στη χώρα μας και την Ευρώπη, σαν κάτι σταθερό και αδιατάρακτο, ο περίφημος “ευρωμονόδρομος”, η περιβόητη “Ευρωπαϊκή ενοποίηση και ολοκλήρωση”, στην οποία όφειλαν οι ευρωπαϊκοί λαοί να υποταχθούν σαν μία διαμορφωμένη αδήριτη πραγματικότητα, αποκαλύπτεται και καταρρίπτεται με πάταγο από τις εξελίξεις, σαν κάτι σάπιο, ασταθές και προσωρινό.
Το βρετανικό δημοψήφισμα ήρθε να καταδείξει πως ασυμβίβαστες αντιθέσεις φέρνουν σε αντιπαράθεση τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ για το ποιος θα κυριαρχήσει πάνω στον άλλο και ότι οι μεταξύ τους συμφωνίες και συμβιβασμοί είναι προσωρινοί, υπόκεινται σε συνεχείς τροποποιήσεις και γίνονται στα πλαίσια ενός μόνιμου και σκληρού ανταγωνισμού.
Την ίδια στιγμή το Προσφυγικό πυροδότησε νέες εσωτερικές συγκρούσεις και αποσυνθετικές διεργασίες στην ΕΕ, όπως συνέβη με τις μονομερείς αποφάσεις της λεγόμενης ομάδας χωρών Βίζεγκραντ και Αυστρίας. Τόσο τα αντιμεταναστευτικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά μέτρα στην Ευρώπη εναντίον των προσφύγων που μπόρεσαν να φτάσουν εκεί, όσο και η στρατοκρατική θωράκιση στις “πύλες εισόδου” και η προσφυγή στη νατοϊκή περιφρούρηση της Μεσογείου και του Αιγαίου, σηματοδοτούν την ένταση της πολιτικής αντίδρασης και του εκφασισμού στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Η οποία πηγαίνει χέρι-χέρι με τον ακρωτηριασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και τα απανωτά κατασταλτικά μέτρα για την κατάπνιξη των εργατικών και λαϊκών αγώνων, που κορυφώθηκαν απότομα μετά τα εγκληματικά, προβοκατόρικα χτυπήματα του αποκαλούμενου “Ισλαμικού Κράτους” σε ευρωπαϊκές χώρες. Στο όνομα της ασφάλειας, επιβλήθηκε στην καρδιά της Ευρώπης στρατιωτικός νόμος, η Γαλλία κηρύχθηκε σε κατάσταση “πολέμου” και παρόμοια μέτρα πάρθηκαν και σε άλλα κράτη της ΕΕ.
Βγάζοντας το στρατό και τα τεθωρακισμένα στους δρόμους, καθηλώνοντας και επιδιώκοντας να εκφοβίσουν με τρομοσενάρια τους λαούς, διεγείροντας τις εθνικιστικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις και υποδαυλίζοντας την ξενοφοβία, στρώνουν έτσι στην πράξη το δρόμο στην άνοδο των φασιστικών δυνάμεων και της ακροδεξιάς, που συμμετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις συνασπισμού των ευρωπαϊκών αντιδραστικών δυνάμεων σε πολλές χώρες της ΕΕ.
Την ίδια στιγμή τα επιτελεία της ΕΕ συντάσσονται και στηρίζουν την αντιδραστική κυβέρνηση του Ραχόι στην Ισπανία, το αιματηρό κύμα βίας και τρομοκρατίας, συλλήψεων και φυλακίσεων που εξαπέλυσε, με σκοπό να καταπνίξει το δημοκρατικό κίνημα του λαού της Καταλωνίας, που αποφάσισε να ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του για αυτοδιάθεση και να παλέψει ενάντια στην εθνική καταπίεση.
6. Η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ συνοδεύτηκε, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο, με την εξαπόλυση μιας σφοδρής επίθεσης ενάντια στην ΕΕ και τη Γερμανία, καλώντας σε διάλυση της ΕΕ, αφού “μετατράπηκε σε όχημα του Βερολίνου” και εξυμνούσε τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας για την απόφαση αποχώρησής της. Το ρήγμα που προκλήθηκε στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο αποτυπώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, το Μάη του 2017, και στο ναυάγιο της Συνόδου των G7 που επακολούθησε.
Εκφράζοντας τη θέση της Γερμανίας μπροστά στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε, η Μέρκελ δήλωνε αμέσως μετά: “Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται πλήρως στους συμμάχους της. Το έζησα αυτό τις τελευταίες μέρες. Και για αυτό μπορώ μόνο να πω ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι πρέπει να αγωνιστούμε μόνοι μας για το μέλλον μας, για τη μοίρα μας ως Ευρωπαίοι”.
Επρόκειτο για μία συνολική τοποθέτηση – κατεύθυνση της γερμανικής πολιτικής που γίνονταν για πρώτη φορά τόσο καθαρά, σκιαγραφώντας μια διαφορετική τροχιά από την πολιτική των ΗΠΑ, και τοποθετώντας τη Γερμανία σε θέση οδηγού της Ευρώπης που χαράζει τη δική της πορεία για να καθορίσει “το μέλλον και τη μοίρα των Ευρωπαίων”, δηλαδή την παγκόσμια πολιτική και τα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού σε όλους τους τομείς, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό.
Αν και τους τελευταίους μήνες επεδίωξαν και οι δύο πλευρές να συγκαλύψουν τις αντιθέσεις, να ρίξουν τους τόνους και να εμφανιστούν ΗΠΑ-ΕΕ-Γερμανία ότι βαδίζουν ενιαία στα πλαίσια της “δυτικής συμμαχίας”, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα βγάζουν στην επιφάνεια τους πολιτικούς, οικονομικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς τους, που εκδηλώνονται διαρκώς, σε πολλούς τομείς και περιοχές του κόσμου.
Στα πλαίσια αυτά ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Γκάμπριελ, διαθέτοντας τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων, εξήγγειλε το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας στις αρχές Δεκέμβρη του 2017, που συνίσταται στην απεξάρτηση από τις ΗΠΑ και στον στρατηγικό επαναπροσδιορισμό της γερμανικής πολιτικής, με τη διαμόρφωση μιας “στιβαρής” ευρωπαϊκής πολιτικής, ιδιαίτερα στους τομείς της Ασφάλειας και της κοινής Εξωτερικής Πολιτικής, που θα καθιστούν την ΕΕ -και μέσω αυτής τη Γερμανία- «παράγοντα διαμόρφωσης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής», σε έναν κόσμο όπου “η παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία γίνεται σιγά-σιγά παρελθόν” και “παντού όπου οι ΗΠΑ αποσύρονται -είτε πραγματικά είτε φαινομενικά- δεν τις διαδέχεται η Ευρώπη, αλλά άλλα κράτη”.
Προσδιορίζοντας στη βαρυσήμαντη ομιλία του ο Γκάμπριελ, μέσα από μία “ψύχραιμη ανάλυση σε ποια σημεία θα συγκρουστούμε με τις ΗΠΑ, είτε περιστασιακά είτε μόνιμα”, ανέφερε τα παρακάτω:
♦ Την απόφαση των ΗΠΑ για τις κυρώσεις στη Ρωσία που “επηρεάζουν υπάρχοντες γερμανικούς αγωγούς φυσικού αερίου στη Ρωσία” και “θέτουν μία υπαρξιακή απειλή για τα δικά μας οικονομικά συμφέροντα”. Ταυτόχρονα επιχείρησε έναν γενικότερο επαναπροσδιορισμό της γερμανικής πολιτικής απέναντι στη “γειτονική” Ρωσία, «όπου η ασφάλεια και σταθερότητα στην Ευρώπη διασφαλίζονται μέσω της συνεργασίας με αυτόν το γείτονα και όχι εναντίον του».
♦ Την καταγγελία από τις ΗΠΑ της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που υπέγραψαν ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία με το Ιράν, η οποία δημιουργεί μία επικίνδυνη κατάσταση στη Μέση Ανατολή και πλήττει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα των γερμανικών μονοπωλίων. Επίσης η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, κάνει εκρηκτική την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και βλάπτει τα γενικότερα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
♦ Την απόφαση του Τραμπ να επαναδιαπραγματευθεί την ισχύουσα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στη Βόρεια Αμερική (NAFTA) ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Μεξικό και τον Καναδά, με σκοπό να βάλει υπέρογκους δασμούς (40%) στα γερμανικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται σε γερμανικά εργοστάσια στο Μεξικό και εισάγονται κατά χιλιάδες στις ΗΠΑ, απειλώντας έτσι να καταφέρει βαρύ πλήγμα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι οι συνομιλίες για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου (ΤΤΙΡ), που θα δημιουργούσε μια τεράστια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, τον τελευταίο χρόνο μπήκαν στον πάγο και βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Κίνα, μια πανίσχυρη ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη που προκαλεί μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα
7. Η Κίνα προχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τώρα και τέσσερις δεκαετίες, με μία ταχύτητα, διάρκεια και κλίμακα ανόδου τέτοιας έκτασης, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ η ιστορία των καπιταλιστικών κρατών.
Έχοντας εξασφαλίσει στο διάστημα αυτό ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από 10% ετησίως μέχρι και το 2012, το ΑΕΠ της εκτοξεύτηκε σε μία 25ετία από 350 δις δολάρια το 1990 σε 12 τρις δολάρια το 2015, μία αύξηση δηλαδή 35 φορές πάνω, όταν την αντίστοιχη περίοδο το ΑΕΠ των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας) αυξήθηκε κατά μιάμιση έως δυόμιση φορές το πολύ.
Στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας και ενόσω ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος και η Ιαπωνία βυθίζονταν στην οικονομική κρίση, η Κίνα υπερσκέλισε σε οικονομική δύναμη τη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία και αναδείχθηκε δεύτερη οικονομική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτω από την κυριαρχία ενός αντιδραστικού πολιτικού καθεστώτος άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης του κινέζικου λαού.
Παρ’ ότι την τελευταία πενταετία ο ρυθμός ανάπτυξής της έχει πέσει κάτω από το 10%, και το 2016-17 βρέθηκε στο 7%, αυτός ο ρυθμός είναι τριπλάσιος και τετραπλάσιος από αυτούς των ανταγωνιστών της, ενώ το ποσοστό της Κίνας στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2016 ανήλθε στο 47%, μεγαλύτερο από ότι ήταν το αντίστοιχο ποσοστό των ΗΠΑ και της Ευρώπης μαζί.
Αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς, στο ορατό μέλλον το ΑΕΠ της θα φτάσει και θα ξεπεράσει αυτό των ΗΠΑ, και θα αναδειχθεί πρώτη οικονομική δύναμη, μεταβάλλοντας τους παγκόσμιους οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, προκαλώντας τεκτονικές ανατροπές και ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό και καπιταλιστικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούσε αποκλειστικά η Δύση τους δύο – τρεις τελευταίους αιώνες.
Ήδη, μάλιστα, αν υπολογιστεί το ΑΕΠ όχι ονομαστικά σε ένα νόμισμα, αλλά σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης (ΡΡΡ), που αρκετοί διεθνείς οικονομικοί παράγοντες θεωρούν πιο αξιόπιστο τρόπο υπολογισμού, αφού κάνει συγκρίσιμο το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες και απεικονίζει συγκριτικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τότε με βάση την παγκόσμια κατάταξη του ΔΝΤ για το 2016, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν πρώτο με 21 τρις δολάρια, της ΕΕ δεύτερο με 20 τρις δολάρια και των ΗΠΑ τρίτο με18,5 τρις δολάρια.
Έχοντας εξασφαλίσει μια τεράστια συσσώρευση αποθεματικών κεφαλαίων με τις συνθήκες καπιταλιστικού κάτεργου που έχει επιβάλει στην εργατική τάξη και το λαό της, ο κινεζικός καπιταλισμός διεισδύει οικονομικά και επεκτείνει τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ασκώντας ιμπεριαλιστική πολιτική, και αποτελεί τη μόνη κρατική δύναμη που μπορεί να ανταγωνιστεί σε παγκόσμια κλίμακα τις ΗΠΑ στο οικονομικό επίπεδο, ενισχύοντας διαρκώς την οικονομική και πολιτική του επιρροή.
Επενδύει τρισεκατομμύρια δολάρια στο κολοσσιαίο σχέδιο που αποκαλεί “Μία ζώνη – ένας δρόμος”, μία ζώνη ελεύθερου εμπορίου, σε ένα τεράστιο διηπειρωτικό δίκτυο που θα ενώνει με προνομιακές οικονομικές συμφωνίες την Κίνα με την υπόλοιπη Ασία, Αφρική, Ευρώπη. Δημιούργησε τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS, την Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα υποδομών με τη συμμετοχή Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και συνολικά 57 κρατών, εκτός ΗΠΑ, παρέχοντας τεράστια κεφάλαια χρηματοδοτήσεων, επιδιώκοντας να εμφανιστεί σαν μία νέα, άφθαρτη και “ήρεμη δύναμη”, φορέας “ήπιας” παγκόσμιας ισχύος, διαφορετικής φύσης από τον αποικιοκρατικό και νεοαποικιοκρατικό χαρακτήρα των δυτικών ανταγωνιστών της. Την ίδια στιγμή βέβαια δαπανά τεράστια ποσά για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των στρατιωτικών της δυνάμεων, στη βάση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, και επιδίδεται σε μια κούρσα εξοπλισμών, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη της δύναμης του πολεμικού της ναυτικού, για να προστατεύσει τις τεράστιες θαλάσσιες μεταφορές των προϊόντων που εξάγει και των πρώτων υλών, ιδιαίτερα πετρέλαιο και αέριο, που εισάγει. Ήδη το 2017 εγκαινίασε την πρώτη στρατιωτική της βάση στο εξωτερικό, στο Τζιμπουτί, που βρίσκεται στις πύλες εισόδου της Ερυθράς Θάλασσας και προετοιμάζει τη δεύτερη βάση της στο λιμάνι του Γκουαντάρ στο Πακιστάν, για να μπορεί να ελέγχει την κατάσταση στα στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο.
Στο πρόσφατο 19ο Συνέδριο του ΚΚΚίνας εκφράστηκαν οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες της ηγεσίας της για την ανάδειξή της στις επόμενες δυο-τρεις δεκαετίες σε παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη με “ένα στρατό παγκόσμιας κλάσης”.
Την ίδια στιγμή που το αντιδραστικό καθεστώς έχει ρίξει τον κινεζικό λαό στα καπιταλιστικά τάρταρα και διευρύνεται συνεχώς το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο μιας χούφτας δισεκατομμυριούχων καπιταλιστών και τη φτώχεια της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της, επιδίδεται σε μία τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία διαστρέβλωσης, παραχάραξης και καπηλείας της επαναστατικής ιδεολογίας, εμφανίζεται σαν σοσιαλιστικό καθεστώς που καθοδηγείται από τον μαρξισμό – λενινισμό και συνεχίζει το έργο του Μάο Τσετούνγκ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα. Αξιοποιεί έτσι τη ρεβιζιονιστική ιδεολογία σαν όπλο για τη χειραγώγηση και ενσωμάτωση του κινεζικού λαού, πιστοποιώντας ταυτόχρονα πως τέσσερις δεκαετίες μετά την ανατροπή της επαναστατικής εξουσίας, δεν κατάφερε να εξαλείψει από τη συνείδηση του λαού όλα εκείνα που πρόσφερε το κομμουνιστικό κίνημα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, και επιβεβαιώνοντας την ισχυρή απήχηση που εξακολουθεί να διατηρεί το επαναστατικό έργο του Μάο.
Το κέντρο βάρους της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης μεταφέρεται στην Ασία, η οποία ήδη έχει γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμια παραγωγός, αλλά και καταναλωτής προϊόντων και υπηρεσιών, ασκώντας τεράστιες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο.
Ο ορισμός του στρατηγικού κινδύνου για τις ΗΠΑ, που είναι η ανάδειξη μιας δύναμης ή συνδυασμού δυνάμεων που θα κυριαρχήσουν στην Ευρασία, εμφανίζεται απειλητικά στον ορίζοντα.
Και καθώς η προοπτική να εκθρονίσει τα επόμενα χρόνια η Κίνα τις ΗΠΑ από την κορυφή φαντάζει σαν κάτι αδιανόητο, που δεν μπορεί να χωνέψει η αμερικανική ηγεσία, αυτή κηρύσσει φανερά και απροσχημάτιστα τον οικονομικό και πολιτικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα. Στη βάση αυτή προχωρεί σε κλιμάκωση των πιέσεων, των εκβιασμών και των απειλών σε όλα τα επίπεδα -οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό- ενάντια στην Κίνα, επιταχύνει τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών της δυνάμεων από άλλα μέρη στη ζώνη της Ασίας-Ειρηνικού, και πραγματοποιεί γιγαντιαίων διαστάσεων αεροναυτικές ασκήσεις πολέμου συνεχώς στις θάλασσες της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, ενώ οξύνει εκρηκτικά την κρίση στην Κορεατική Χερσόνησο και προκαλεί στρατιωτικά επεισόδια για τα διαφιλονικούμενα νησιά στις θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας, με σκοπό να πλευροκοπήσει την Κίνα από παντού, να την περιορίσει, καθυστερώντας όσο μπορεί την παγκόσμια οικονομική και πολιτική της επέκταση και επιρροή.
Με νέους όρους και δυνατότητες επανέρχεται η Ρωσία στην κεντρική αρένα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού
8. Ύστερα από μία μακρά περίοδο εσωτερικής διάλυσης και εθνικιστικής αποσύνθεσης, απόσχισης εδαφών και εμφύλιων πολέμων, η αστική τάξη της Ρωσίας βρίσκεται σε μία φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, ισχυροποίησης και επανάκαμψης, κάτω από την αντιδραστική πολιτική κυριαρχία του Πούτιν. Με μια πολιτική ενεργητικής ανάσχεσης και διεκδίκησης της επιρροής και των ζωτικών συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού πάνω στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατάφερε να αναχαιτίσει την επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, προχωρώντας τα τελευταία χρόνια σε δυναμικές κινήσεις που δημιούργησαν νέα δεδομένα στη διεθνή σκηνή.
Η πρώτη ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας, και η ενσωμάτωσή της στη Ρωσία, ύστερα από το φασιστικό πραξικόπημα του Μεϊντάν στην Ουκρανία, που εγκαθίδρυσε στην εξουσία τα ανδρείκελα της Δύσης, και στη συνέχεια η δημιουργία ρωσικών προγεφυρωμάτων στην Ανατολική Ουκρανία από τα ρωσικά αποσχιστικά κινήματα. Ήταν η απάντηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στις επιθετικές κινήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά κατά μήκος όλων των δυτικών συνόρων της Ρωσίας, από τις Βαλτικές Χώρες και την Πολωνία μέχρι την Ουκρανία, την Κριμαία και τον Καύκασο, όπου αυξάνονται τα νατοϊκά στρατεύματα και η δύναμη πυρός τους. Παρά τις κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας, για τις οποίες πιέζει και πρωτοστατεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, προκαλώντας μάλιστα μεγάλες προστριβές και αντιθέσεις ανάμεσα στους συμμάχους του, η Ρωσία, με την κίνησή της αυτή στην Κριμαία, άλλαξε στην κυριολεξία τον χάρτη, δημιούργησε “τετελεσμένα” και νέα δεδομένα στον σφοδρό αμερικανο-ρωσικό ανταγωνισμό που ξεδιπλώνεται τόσο στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, όσο και στη Μέση Ανατολή και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η δεύτερη κίνηση της Ρωσίας ήταν η στρατιωτική επέμβαση στον πόλεμο της Συρίας, τον Οκτώβρη του 2015, που είχε ακόμα πιο βαρύνουσα διεθνή σημασία, αφού σηματοδότησε την επάνοδο του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην κεντρική αρένα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, σε μία περιοχή μακριά από τα σύνορά της, όπως είναι η Μέση Ανατολή, που φλέγεται τώρα και μία δεκαπενταετία και εθεωρείτο “προνομιακό” πεδίο επέμβασης, ελέγχου και κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Αυτό το επιθετικό βήμα, ήταν κρίσιμο και αποφασιστικό, αποτέλεσε ορόσημο για τις εξελίξεις στον πόλεμο της Συρίας και καμπή για την κατάσταση γενικότερα στη Μέση Ανατολή, αφού η ρωσική επέμβαση ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων, έγειρε την πλάστιγγα του πολέμου και καθόρισε την έκβασή του υπέρ των δυνάμεων του Άσαντ, προκαλώντας μεγάλο πλήγμα στα σχέδια, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, και πάνω από όλα στο διεθνές γόητρό του.
Έχοντας εξασφαλίσει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός με το αντιδραστικό καθεστώς Πούτιν πολιτική σταθερότητα και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης -αν και η οικονομία του βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με το ΑΕΠ του να αντιπροσωπεύει το 1/10 του ΑΕΠ των ΗΠΑ- και διαθέτοντας τεράστια γεωστρατηγικά εδάφη και ανεξάντλητα ενεργειακά αποθέματα, με ένα πανίσχυρο στρατιωτικό-πυρηνικό οπλοστάσιο που τον καθιστά παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, επανακτά το ζωτικό του χώρο και ενισχύει την επιρροή του στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, επανέρχεται με νέους όρους στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και αποκαθιστά τα συμφέροντά του σε διάφορες περιοχές, προκαλώντας ανακατατάξεις στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και όξυνση του ανταγωνισμού για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής.
Εξασθενούν οι θέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και ενισχύονται οι θέσεις του ρώσικου ιμπεριαλισμού
9. Πριν δεκαπέντε χρόνια, το 2003, οι ΗΠΑ επεξεργάστηκαν και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της “Μεγάλης Μέσης Ανατολής”. Το σχέδιο αυτό περιελάμβανε δεκάδες χώρες, συνολικά 32, από την Αλγερία και Τυνησία στη Β. Αφρική, μέχρι το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν στη Ν.Δ Ασία και αποσκοπούσε να θέσει κάτω από τον έλεγχο και την κυριαρχία των ΗΠΑ όλη αυτή την τεράστια περιοχή. Απαιτούσε την ευθυγράμμιση όλων αυτών των χωρών στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, διαφορετικά απειλούσε με την εξαπόλυση πολέμων και κάθε είδους επεμβάσεων ενάντια στις χώρες και τους λαούς που αρνούνταν να υποταχθούν σε αυτά τα σχέδια. Από τότε, η Μέση Ανατολή, που ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί εστία έντασης και πεδίο αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, έχει γίνει βασικό θέατρο πολέμων και επεμβάσεων, καταστρέφοντας χώρες και λαούς, οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά.
Η πρώτη φάση του ιμπεριαλιστικού σχεδίου ξεκίνησε με τη στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ, το 2003, που εξελίχθηκε σε μακρόχρονο, αιματηρό κατακτητικό πόλεμο, συναντώντας τη γενναία αντίσταση του ιρακινού λαού και προκαλώντας μεγάλα πλήγματα, πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει ο κατακτητικός πόλεμος στο Αφγανιστάν με τα ίδια χαρακτηριστικά και συνέπειες για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Η δεύτερη φάση του σχεδίου της “Μεγάλης Μέσης Ανατολής” μπήκε σε εφαρμογή το 2010, με την αξιοποίηση της κατάστασης που δημιούργησε η “Αραβική Άνοιξη”. Στη φάση αυτή κλιμακώθηκε η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ανάμειξη σε μια σειρά χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με την επιβολή στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος στην Αίγυπτο, ύστερα από το διάλειμμα Μόρσι, την εξαπόλυση αεροπορικών βομβαρδισμών, την ισοπέδωση και κατάληψη της Λιβύης και στη συνέχεια την επέμβαση στη Συρία, που εξελίχθηκε σε έναν ανελέητο πόλεμο για την ανατροπή του Άσαντ και την κατάκτησή της, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο θέατρο πολέμου και εσωτερικών αιματηρών συγκρούσεων από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία, μέχρι την Υεμένη, το Σινά, την Παλαιστίνη, το Λίβανο και τη Λιβύη, βυθίζοντας στην ερήμωση και την καταστροφή όλη την περιοχή.
Δεκαπέντε χρόνια μετά ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μπορεί να αιματοκύλισε την περιοχή, όμως ο βασικός σκοπός του να τη θέσει κάτω από την κυριαρχία του όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά αντίθετα, όπως έδειξε η έκβαση του πολέμου στη Συρία και οι εξελίξεις στην Τουρκία, τα ερείσματα και η επιρροή του στην περιοχή μειώνονται, οι δυνάμεις και οι θέσεις του εξασθενούν, ενώ αντίθετα βγαίνει ιδιαίτερα ενισχυμένος ο ρώσικος ιμπεριαλισμός, που συγκροτώντας ένα μέτωπο με το Ιράν, τη Συρία και εν μέρει την Τουρκία, διαδραματίζει βασικό ρόλο για την πορεία των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ μπορεί να απέκτησαν ένα νέο έρεισμα στην περιοχή, τον κουρδικό παράγοντα, και να τον αξιοποιούν στην πολεμική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, πλην όμως διακινδυνεύουν να χάσουν έναν πολύ σημαντικότερο παράγοντα, αυτόν της Τουρκίας, που μπροστά στο σχέδιο δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους δεν θα διστάσει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Ήδη η εξαπόλυση στρατιωτικής επίθεσης της Τουρκίας ενάντια στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας κλιμακώνει την αντιπαράθεση της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και διευρύνει το ρήγμα στις σχέσεις τους.
Δεν πρόκειται βέβαια οι ΗΠΑ να αποδεχτούν αυτή την κατάσταση. Η απόφαση του Τραμπ να ενισχύσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας, να καταγγείλει τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και να θέσει αυτήν τη χώρα στο στόχαστρο πολεμικής επίθεσης, στα πλαίσια της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ, δείχνει πως προετοιμάζεται με συμμάχους το σιωνιστικό Ισραήλ και τις πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία -που βρίσκεται στα πρόθυρα πολέμου με το Ιράν- να συνεχίσει το αιματοκύλισμα της περιοχής για να ανακτήσει τον έλεγχο και να προωθήσει τα συμφέροντά του.
Πολεμικές απειλές των ΗΠΑ για ολοκληρωτική καταστροφή της Λ.Δ.Κορέας, προσπάθειες περικύκλωσης της Κίνας και ανάδειξη της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού σε επίκεντρο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων
10. Δεύτερη μεγάλη εστία έντασης, που κλιμακώνεται διαρκώς από την πλευρά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού με πολεμικές απειλές και στρατιωτικά γυμνάσια, είναι αυτή στην Κορεατική Χερσόνησο. Οι ΗΠΑ, θέτοντας στο πολεμικό τους στόχαστρο την Λ. Δ.Κορέας, εξυπηρετούν πολλαπλούς επιθετικούς σκοπούς. Γι’ αυτό κλιμακώνουν την κρίση και την αξιοποιούν σαν μοχλό για να προωθήσουν τα παγκόσμια επιθετικά τους σχέδια.
Στα πλαίσια αυτά ξεσηκώνουν μία παγκόσμια προπαγανδιστική εκστρατεία κατασυκοφάντησης και δαιμονοποίησης της Βόρειας Κορέας, μετατρέποντας το θύμα σε θύτη, και προετοιμάζουν την παγκόσμια κοινή γνώμη για την ανάγκη ολοκληρωτικής καταστροφής της, ενισχύοντας το απάνθρωπο, εξοντωτικό εμπάργκο για τον οικονομικό στραγγαλισμό της, όπως έκαναν με όλες τις χώρες πριν τις υποδουλώσουν και καταστρέψουν.
Εμφανίζουν τη Βόρεια Κορέα σαν “παγκόσμια απειλή”, όταν είναι γνωστό πως μάχεται για την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου και την ειρηνική επανένωσή της, ενώ οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα που εξαπέλυσε ατομική επίθεση σε βάρος άλλης χώρας και διαθέτει ένα τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο, το πιο ισχυρό στον πλανήτη, με το οποίο εκβιάζει και ασκεί πυρηνική τρομοκρατία, σημαδεύοντας ολόκληρες δεκαετίες τη Βόρεια Κορέα.
Πρώτος διακηρυγμένος σκοπός των ΗΠΑ είναι η ανατροπή του καθεστώτος της Λ.Δ. Κορέας, η κατάκτηση της χώρας μέσα από έναν πόλεμο ολοκληρωτικής καταστροφής, όπως διαρκώς απειλεί, και η εγκαθίδρυση μιας κλίκας ανδρεικέλων στην Πιονγκ Γιανγκ, που θα ευθυγραμμίζονταν με τους λακέδες τους της Ν. Κορέας και θα έθετε όλη την Κορεατική Χερσόνησο κάτω από την κυριαρχία των ΗΠΑ.
Η Λ.Δ.Κορέας βρίσκεται σε μία περιοχή (Ανατολική Ασία – Ειρηνικός) που αποτελεί το επίκεντρο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ – Κίνα – Ρωσία – Ιαπωνία), μια περιοχή που μετατρέπεται σε ένα τεράστιο θέατρο αντιπαραθέσεων και απειλών πυρηνικού ολοκαυτώματος, στρατιωτικών προστριβών και πολεμικών ασκήσεων γιγαντιαίων διαστάσεων.
Υποδαυλίζοντας οι ΗΠΑ συνεχώς την κρίση στην Κορεατική Χερσόνησο, πλευροκοπούν την Κίνα και τη Ρωσία, φέρνοντας στην αυλή τους το πρόβλημα, και μεταφέρουν τον κύριο όγκο των στρατιωτικών τους δυνάμεων στην περιοχή, κάνοντας επίδειξη δύναμης αφού πρωταρχικός τους στόχος είναι να πιέσουν, να εκβιάσουν και να αναχαιτίσουν την Κίνα.
Ταυτόχρονα μέσα από την κλιμάκωση της κρίσης στην Κορεατική Χερσόνησο κρατούν στο φιλοπόλεμο άρμα τους σφιχτά δεμένους τους συμμάχους και λακέδες τους στην περιοχή, την Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν, κλπ, προωθώντας την εγκατάσταση υπερσύγχρονων αντιπυραυλικών συστημάτων στα εδάφη τους και αποτρέποντας κάθε διαφοροποίησή τους για αναζήτηση μιας άλλης διεξόδου.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα κλιμακώνει διαρκώς την ένταση στην Κορεατική Χερσόνησο το επόμενο διάστημα και θα κρατά πάντα ανοιχτή την απειλή για την εξαπόλυση στρατιωτικής επίθεσης ενάντια στη Λ.Δ.Κορέας, για έναν, δηλαδή, πολεμικό τυχοδιωκτισμό παγκόσμιας διάστασης, που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει.
Όταν κλιμακώνεται η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα με τη συνέχιση των στρατιωτικών επεμβάσεων και πολέμων στη Μέση Ανατολή και ηχούν τα τύμπανα του πολέμου στην Κορέα, που απειλούν να οδηγήσουν σε παγκόσμια ανάφλεξη, πρέπει σταθερά και επίμονα να θέσουμε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της αντιπολεμικής – αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Να ξεσκεπάσουμε την ιμπεριαλιστική υποκρισία και να καταδείξουμε τους πραγματικούς σκοπούς των πολέμων τους. Να σταθούμε στο πλευρό των λαών και των χωρών που γίνονται θύματα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας.
Η αδιάκοπη πάλη των λαών και τα μεγάλα προβλήματα που υψώνονται μπροστά τους
11. Ενώ η Μέση Ανατολή και η Κορεατική Χερσόνησος αποτελούν τις περιοχές που εκδηλώνεται με τον πιο σφοδρό τρόπο η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και έχουμε ανοιχτά πολεμικά μέτωπα και τρομοκρατικές απειλές πολέμου για ολοκληρωτική καταστροφή της Βόρειας Κορέας, υπάρχουν και μία σειρά άλλες εστίες έντασης που σιγοκαίνε και ανάλογα με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναζωπυρωθούν, από την Ουκρανία και τα Βαλκάνια στην Ευρώπη, τη Σομαλία, το Σουδάν, το Μάλι, το Νίγηρα και τη Νιγηρία στην Αφρική, μέχρι τη Βολιβία, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα στη Νότιο Αμερική.
Με ιδιαίτερη οξύτητα εκφράστηκε η ιμπεριαλιστική ανάμειξη και επέμβαση των ΗΠΑ στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα στη Βενεζουέλα, όπου τους τελευταίους μήνες, στηρίζοντας απροκάλυπτα τους ντόπιους λακέδες τους, υποκίνησαν ένα αντιδραστικό κίνημα ανατροπής της κυβέρνησης και απείλησαν με στρατιωτική επέμβαση, προκειμένου να επιβάλουν στην εξουσία τα φερέφωνά τους και να βάλουν τέρμα στις όποιες προοδευτικού χαρακτήρα αλλαγές έχουν γίνει.
Η ιμπεριαλιστική ανάμειξη και επέμβαση για την προώθηση των επιθετικών σχεδίων των ιμπεριαλιστών, για τη ληστρική εκμετάλλευση, την αρπαγή του πλούτου ή τη νομή της πολεμικής λείας αναπτύσσεται και εκτείνεται παντού, σε βάρος των λαών και των εθνών, που μάχονται για την εθνική και κοινωνική τους απελευθέρωση.
Καμία “τάξη” και σταθερότητα δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στα ερείπια των κατακτητικών πολέμων και την υποδούλωση των λαών, στην πιο άγρια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και εξοντωτικής λιτότητας που προωθούν οι κυρίαρχες δυνάμεις του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος, πάνω στον ακρωτηριασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα κατασταλτικά μέτρα, τα σιδερόφρακτα τείχη που υψώνονται για τη βίαιη αναχαίτιση των προσφύγων.
Οι λαοί, παρά τα αναρίθμητα εμπόδια που υψώνονται μπροστά τους, αντιστέκονται στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επιθέσεις, στα αντεργατικά μέτρα των εκμεταλλευτριών τάξεων και σημαντικοί αγώνες αναπτύχθηκαν σε πολλές χώρες, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχαν στις συνθήκες αυτές οι εκδηλώσεις αποδοκιμασίας των αντιμεταναστευτικών κηρυγμάτων και τα κινήματα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Από γενική άποψη οι επαναστατικοί, αντιιμπεριαλιστικοί και εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων εθνών και λαών, παρότι δεν σίγησαν ποτέ, συναντούν μεγάλα προβλήματα και δυσκολίες, εξελίσσονται κάτω από δυσμενείς διεθνείς προϋποθέσεις, λόγω του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων, της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος και της διαλυτικής επίδρασης του ρεβιζιονισμού και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Αυτό έχει σαν συνέπεια οι αγώνες να βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο, να είναι αναντίστοιχοι και να υπολείπονται σοβαρά ως προς το μέγεθος της επίθεσης των αντιδραστικών δυνάμεων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες και για μία ολόκληρη περίοδο, κρίσιμης και καθοριστικής σημασίας ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, είναι η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος πάνω στα επαναστατικά βάθρα του μαρξισμού-λενινισμού.
Η πάλη των λαών για την απολύτρωση από τα δεσμά της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μπορεί να προχωρήσει, μόνο, αν στην πορεία του μακρόχρονου αγώνα αντίστασης αναδειχθούν γνήσιες, λαϊκές κομμουνιστικές δυνάμεις, που καταπολεμώντας εχθρικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και προσδιορίζοντας το πραγματικό περιεχόμενο του αγώνα, θα τον μετασχηματίσουν σε προοδευτικές και επαναστατικές κατευθύνσεις, ενάντια στους ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές και καταπιεστές, σε αγώνα αντίστασης και ανατροπής της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας για την κατάκτηση της Λευτεριάς, της Δημοκρατίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού.
e-prologos.gr