Οι δύο κινητοποιήσεις στις 26 Ιανουαρίου και στις 28 Φεβρουαρίου επιβεβαιώνουν πρώτα από όλα την τρομερή δύναμη του λαϊκού παράγοντα που όταν μπαίνει στο προσκήνιο τροποποιεί όλο το σκηνικό και γίνεται ο καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων.
Η πρώτη κινητοποίηση, μετά από ένα κάλεσμα λίγων ημερών του συλλόγου των συγγενών των θυμάτων, έξω από τα κυρίαρχα κανάλια της ενημέρωσης, στην κυριολεξία κάτω από τα ραντάρ, έδειξε το ρόλο του αυθόρμητου στοιχείου. Το αυθόρμητο στοιχείο που πίσω του έχει όλα τα στοιχεία της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας και αγανάκτησης που σωρεύονται πάνω στα ογκούμενα κοινωνικά προβλήματα και που με αιχμή του δόρατος την υπόθεση των Τεμπών εκφράστηκε μαζικά, σκορπίζοντας στα τέσσερα σημεία τις θεωρίες για την απαθή κοινωνία, για την κοινωνία της αδιαφορίας και της «συντηρητικοποίησης».
Η δεύτερη κινητοποίηση, η απεργία της 28ης Φλεβάρη, κατέδειξε τη δύναμη του οργανωμένου συντονισμένου αγώνα που κλιμάκωσε την αυθόρμητη κινητοποίηση και της έδωσε πιο μαζικά, πιο οργανωμένα και πιο αποφασιστικά χαρακτηριστικά, που καταδεικνύουν τη σημασία και τον αναντικατάστατο ρόλο του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η μεγαλειώδης απεργία έγινε με τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος να βρίσκονται απέναντι, υπονομεύοντας το μαζικό κίνημα, και μόνο κάτω από την ισχυρή πίεση των εργαζομένων εξαναγκάστηκαν απρόθυμα να κηρύξουν απεργία που αποτέλεσε αναντικατάστατο όπλο και εργαλείο στα χέρια των εργαζομένων για τη μαζική κάθοδο στο δρόμο. Αν κάτω από αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκε μια τέτοια απεργία, μπορεί κανείς να φανταστεί την ασύγκριτα πολλαπλάσια δύναμη που μπορεί να έχει το συνδικαλιστικό κίνημα και οι συνδικαλιστικοί αγώνες όταν στην ηγεσία του βρίσκονται δυνάμεις αγωνιστικά προσανατολισμένες.
Οι κινητοποιήσεις αυτές κατέδειξαν τη δύναμη του μαζικού εξωκοινουβουλευτικού αγώνα, που αποτελεί το βασικό άξονα της ταξικής πάλης και που κάνει τα κοινοβουλευτικά φληναφήματα και τα κοινοβουλευτικά παιχνίδια, τις κοινοβουλευτικές κραυγές και τις κορώνες να χάνουν κάθε αξία, αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους πρόσωπο. Που δεν είναι άλλο από αυταπάτες και νανουρίσματα για την αποκοίμιση του λαού.
Επιβεβαιώνεται η δύναμη του μαζικού απεργιακού αγώνα που μπορεί να παραλύσει την οικονομία και την παραγωγή, που μπορεί να παραλύσει την εργοδοτική πίεση και τρομοκρατία και μπορεί με τη δύναμή του να αναγκάσει την εργοδοσία να τραπεί σε υποχωρήσεις, όπως έγινε σε εκτεταμένη κλίμακα στην απεργία της 28ης Φλεβάρη, που έκλεισαν μαγαζιά και επιχειρήσεις, το δημόσιο και οι τράπεζες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και που σχεδόν τίποτε δε λειτούργησε, διαμορφώνοντας κλίμα παν-κοινωνικής συμμετοχής.
Αποτέλεσε ταυτόχρονα μάθημα για χιλιάδες εργαζόμενους που για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με το όπλο της απεργίας.
Ταυτόχρονα ο απεργιακός αγώνας και η μαζική παρουσία σωματείων, εργαζομένων και συλλόγων νεολαίας, με πανό και συνθήματα έδωσε τον τόνο και περιόρισε την εξάπλωση ενός συντηρητικού κλίματος, του λεγόμενου ακομματισμού και της αποπολιτικοποίησης, της ατομικής προσέλευσης, της σιωπής και του πένθους, του νεκροταφείου διεκδικήσεων, που θέλησε να επιβάλει η κυβέρνηση και τα ακροδεξιά δεκανίκια της με τη στήριξη των κυρίαρχων μέσων.
Οι χωριστές κινητοποιήσεις τώρα έγιναν ενιαίες …
Από την άλλη μεριά, το λαϊκό ποτάμι που πλημμύρισε τους δρόμους της χώρας έσπασε τα φράγματα των χωριστικών κινητοποιήσεων, των διασπαστικών συγκεντρώσεων και έσπρωξε στο περιθώριο όλες τις απόψεις που προβάλλουν αυτή την πρακτική. Και στις ελάχιστες περιπτώσεις που επιχειρήθηκαν και εξαγγέλθηκαν χωριστές συγκεντρώσεις κάτω από την κατακραυγή του κόσμου υποχρεώθηκαν να πάνε σε ενιαία συγκέντρωση.
Τόσο στις 26 Γενάρη όσο και στις 28 Φλεβάρη η συγκέντρωση ήταν μια και ενιαία.
Η κάθοδος μαζών στο δρόμο υποχρέωσε τόσο το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ, όσο και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, να αφήσουν στην άκρη την πρακτική των ξεχωριστών κινητοποιήσεων και να συμμετέχουν στη μια και ενιαία συγκέντρωση στο Σύνταγμα στην Αθήνα όπως και σε όλες τις πόλεις της χώρας. Να συμμετέχουν εκεί που καλούσε ο σύλλογος των συγγενών, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ και οι φορείς του μαζικού κινήματος.
Από τις δυνάμεις αυτές του ΚΚΕ και εξωκοινουβουλευτικών οργανώσεων συστηματικά προβάλλονται οι επιζήμιες θέσεις που θεωρούν το συνδικαλιστικό κίνημα ως χρεοκοπημένο, σαν κάτι τελειωμένο και απονεκρωμένο, ταυτίζοντας το συνδικαλιστικό κίνημα με τις ηγεσίες του, και μιλούν για νέες νεφελώδεις μορφές οργάνωσης που πρέπει να αναζητηθούν ή να επινοηθούν. Προβάλλονται απόψεις και αντιλήψεις που θεωρούν πως το συνδικαλιστικό κίνημα είναι κομμάτι και εξάρτημα της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής και πως πρέπει στη θέση του να αναπτυχθούν άλλες νέες μορφές οργάνωσης συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και πάλης.
Και σε αυτά τα πλαίσια ανθούν όλες οι πρακτικές και οι απόψεις που προβάλλουν και υιοθετούν το διασπαστισμό και τη διαίρεση των δυνάμεων ή οι απόψεις που υποκαθιστούν το μαζικό κίνημα με τις συνεννοήσεις και το συντονισμό των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων, για όλα τα βασικά ζητήματα.
Στο ίδιο πλαίσιο ανθούν και οι θεωρίες και η πρακτική που θέτει ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή οποιουδήποτε αγώνα τα λεγόμενα πολιτικά πλαίσια και τις πολιτικές αναλύσεις και που ισχυρίζονται πως δίχως αυτά τίποτε θετικό δεν μπορεί να προχωρήσει και πως αυτά βρίσκονται μπροστά από κάθε αγώνα, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα που άλλα λέει.
Πέρσι, ακριβώς ένα χρόνο πριν, μέσα στο φοιτητικό αναβρασμό ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αυτές οι δυνάμεις πρόσφεραν αρνητικές υπηρεσίες θέτοντας σε όλη τη διάρκεια του φοιτητικού ξεσηκωμού τα ξεχωριστά πλαίσιά τους, σε κάθε φοιτητική συνέλευση, διαιρώντας τους συλλόγους και τις κινητοποιήσεις, υπονομεύοντας εν τέλει το φοιτητικό κίνημα. Την ίδια πρακτική των χωριστών πολιτικών πλαισίων εφαρμόζουν και σε σωματεία εργαζομένων, πρακτική που καταλήγει κάθε φορά στην αναζήτηση άλλης, χωριστής πλατείας.
Τώρα, οι ίδιες δυνάμεις, που θέτουν ως αδιαπραγμάτευτο όρο στο συνδικαλιστικό κίνημα την ψήφιση των πολιτικών πλαισίων και που στη βάση αυτή διασπούν συστηματικά τις κινητοποιήσεις, όχι μόνο κατέβηκαν στις ίδιες πλατείες που πλημμύρισε ο κόσμος, αλλά αποδέχτηκαν και το «πολιτικό πλαίσιο» που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα βασικό αίτημα, «όχι στη συγκάλυψη».
Αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα, κάτω από την πίεση, αυτό που αποτελεί την αδήριτη πραγματικότητα των μαζικών αγώνων. Ότι οι μαζικοί αγώνες ξεσπούν κάτω από συγκεκριμένα αιτήματα που συνενώνουν και όχι κάτω από πολιτικά πλαίσια που διαιρούν.
Το «όχι στη συγκάλυψη» ήταν το αίτημα που συνένωσε την κοινωνία που απέργησε και διαδήλωσε με τους πιο μαζικούς όρους που είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες, στην πιο μεγάλη αντικυβερνητική κινητοποίηση από το 2019 που ανέβηκε στην εξουσία η ΝΔ, τροποποιώντας το πολιτικό σκηνικό και απομονώνοντας την κυβέρνηση στο μεγαλύτερο μέχρι σήμερα βαθμό.
Το αίτημα αυτό ήταν που έκφρασε την κοινωνία δημιουργώντας πολιτικά γεγονότα και όχι κάποιο πολιτικό πλαίσιο, ούτε κάποια χωριστή πλατεία ούτε κάποιος συντονισμός οργανώσεων. Και αποδεικνύεται ξανά ότι μπροστά στο πραγματικό προχώρημα του μαζικού κινήματος ωχριούν όλα τα πολιτικά πλαίσια, όσο καλά και να είναι.
Το «όχι στη συγκάλυψη» του εγκλήματος, που βρίσκει απήχηση και στην τελευταία γωνιά της χώρας, μπορεί να αποτελέσει -όπως και αποτέλεσε- το αίτημα που συνενώνει και κινητοποιεί, με τον ιδιαίτερα θετικό ρόλο των συγγενών των θυμάτων που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του κινήματος των Τεμπών ξεπερνώντας αφόρητες πιέσεις, και με την άσκηση πιέσεων προς στις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος για την ανάληψη νέων απεργιακών πρωτοβουλιών.
Το «όχι στη συγκάλυψη» αποτελεί πολιτικό αίτημα και δημιουργεί πολιτικές αναταράξεις όταν εκπέμπεται μαζικά, όπως και έγινε. Πίσω του βρίσκεται και πρέπει να προβάλλεται και να αποκαλύπτεται η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η πολιτική των μνημονίων της ΕΕ και του ΔΝΤ, η πολιτική της διάλυσης των κοινωνικών κατακτήσεων που όλα τα αστικά κόμματα στήριξαν και στηρίζουν. Η πολιτική που γεννάει ξανά και ξανά μικρά και μεγάλα Τέμπη.
Και εδώ βρίσκεται η αξία των πολιτικών πλαισίων, των πολιτικών αναλύσεων και των πολιτικών συνθημάτων, πώς να ενισχύσουν την πολιτικοποίηση των εργαζομένων, αξιοποιώντας την πολλαπλασιαστική δύναμη του μαζικού κινήματος που εκδηλώνεται, συνδέοντας το αίτημα της τιμωρίας των ενόχων με την πολιτική του σάπιου συστήματος της εξάρτησης και της υποτέλειας που εκχωρεί τα πάντα στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων.
Αν η μαζικότητα των αγώνων αποτελεί αδιαμφισβήτητο όρο για την επιτυχία τους, ο πολιτικός προσανατολισμός των αγώνων, η αποκάλυψη της αστικής πολιτικής, το να μη μένουν τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις στα ρηχά και στα μισά του δρόμου, το να αποκτούν μεγαλύτερο πολιτικό βάθος και σύνδεση με τα βασικά προβλήματα και τις αιτίες τους, αυτό αποτελεί όρο για την προοπτική και τη συνέχιση των αγώνων.
Σε αντιπαράθεση με τις κούφιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες που με θέρμη αναλαμβάνουν τα κόμματα του κοινοβουλίου, που ενώ επί δύο χρόνια σιωπούσαν για τα Τέμπη, συνένοχα με την πελώρια κυβερνητική συγκάλυψη, τώρα διαγκωνίζονται μεταξύ τους για να αποσπάσουν αντιπολιτευτικά οφέλη. Παίρνοντας πρωτοβουλίες στα πλαίσια του κοινοβουλίου με στόχο να αποπροσανατολίσουν και να εγκλωβίσουν το κίνημα των Τεμπών σε ανώδυνα μονοπάτια και σε εκλογικούς σχεδιασμούς.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr