Γερβάσιος Καψάλας
Οι Richard D. Wolff & Michael Hudson συζητούν
Στις 3 Οκτωβρίου, μια σημαντική συζήτηση έλαβε χώρα ανάμεσα στους Richard D. Wolff (Ρίταρντ Ντ. Γουλφ) και Michael Hudson (Μάικλ Χάντσον) για τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, και για τον αμερικανικό παράγοντα. Για όσους δε γνωρίζουν, ο Michael Hudson είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου για τη Μελέτη των Μακροπρόθεσμων Οικονομικών Τάσεων (ISLET, Institute for the Study of Long-Term Economic Trends), οικονομικός αναλυτής της Γουόλ Στριτ, διακεκριμένος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, Κάνσας Σίτι, ενώ ο Richard D. Wolff είναι ομότιμος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμερστ, όπου δίδαξε οικονομικά από το 1973 έως το 2008, σήμερα είναι επισκέπτης καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου New School της Νέας Υόρκης, και παλαιότερα δίδασκε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Yale (1967-1969) και στο City College του Πανεπιστημίου Σίτι της Νέας Υόρκης (1969-1973). Αξίζει μια σύνοψη της συζήτησης για το ελληνόφωνο κοινό. Η συζήτηση των δύο οικονομολόγων ρίχνει φως στα κίνητρα, τις στρατηγικές και τις ιστορικές ρίζες των εξελίξεων, αποκαλύπτοντας έναν συνδυασμό στρατιωτικών, οικονομικών και ιδεολογικών παραγόντων που καθοδηγούν τις ενέργειες των ΗΠΑ.
Η στρατηγική των ΗΠΑ: Ιστορικές ρίζες και σύγχρονα αδιέξοδα
Η προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία μπορεί να αναχθεί σε στρατηγικές αποφάσεις που ελήφθησαν τη δεκαετία του 1970. Σύμφωνα με τον Hudson, οι ΗΠΑ επινόησαν ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για γεωπολιτική κυριαρχία στην περιοχή, χρησιμοποιώντας το Ισραήλ ως αντιπρόσωπο (proxy*) για την προώθηση των στόχων τους. Αυτή η στρατηγική, που είχε τις ρίζες της στη στρατιωτική σκέψη και στο νεοφιλελεύθερο ρεύμα, διαμορφώθηκε από τη συνειδητοποίηση ότι οι δημοκρατίες δεν μπορούσαν πλέον να στηρίξουν στρατιωτικές κατοχές μεγάλης κλίμακας λόγω της εγχώριας αντίστασης, όπως αυτή που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ στράφηκαν σε εναλλακτικές τακτικές, εστιάζοντας σε βομβαρδιστικές εκστρατείες και πολέμους δι’ αντιπροσώπων (proxy) αντί για άμεσες στρατιωτικές καταλήψεις.
Τα ταγκαλάκια (proxy)*, συμπεριλαμβανομένων τζιχαντιστικών ομάδων όπως η Αλ Κάιντα και κρατικών φορέων όπως το Ισραήλ, έγιναν τα μέσα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο Hudson περιγράφει πώς οι ΗΠΑ υποστήριξαν τζιχαντιστικά κινήματα στο Αφγανιστάν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 για να αντιμετωπίσουν τη σοβιετική επιρροή. Αυτό το μοντέλο χρησιμοποίησης εξτρεμιστικών ομάδων για την αποσταθεροποίηση των αντιπάλων συνεχίστηκε, με τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν διάφορες ένοπλες φατρίες στη Μέση Ανατολή και να στηρίζουν τις στρατιωτικές προσπάθειες της Ουκρανίας κατά της Ρωσίας. Αυτές οι τακτικές επιτρέπουν στις ΗΠΑ να επεκτείνουν την επιρροή τους χωρίς να αναπτύσσουν μεγάλο αριθμό δικών τους στρατευμάτων, ελαχιστοποιώντας έτσι την εγχώρια αντίδραση εντός των ΗΠΑ.
Οι πόλεμοι με ταγκαλάκια και τα όρια της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος
Οι τρέχουσες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία αντικατοπτρίζουν τους περιορισμούς της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος στην επίτευξη των στόχων των ΗΠΑ. Όπως σημειώνει ο Hudson, οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν την πολιτική βούληση για εισβολές μεγάλης κλίμακας και παρατεταμένες στρατιωτικές εμπλοκές. Αυτή η πραγματικότητα έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ στην υιοθέτηση στρατηγικών που δίνουν προτεραιότητα στις αεροπορικές επιδρομές και στον πόλεμο με τα ταγκαλάκια*, αξιοποιώντας ξένους στρατούς για να πολεμήσουν για λογαριασμό τους. Για παράδειγμα, το Ισραήλ έχει χρησιμοποιηθεί ως πολιορκητικός κριός για την άσκηση πίεσης σε γειτονικά κράτη και τη διατήρηση της περιφερειακής κυριαρχίας. Ομοίως, η Ουκρανία χρησιμεύει ως μέσο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας, αν και με περιορισμένη επιτυχία.
Τόσο το Ισραήλ όσο και η Ουκρανία έχουν χρησιμοποιήσει φρικώδεις τακτικές, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων σε άμαχους πληθυσμούς. Ο Hudson υποστηρίζει ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι τυχαίες, αλλά μάλλον συνυφασμένες με την ευρύτερη στρατηγική της αποσταθεροποίησης. Με την πρόκληση σημαντικών απωλειών μεταξύ των αμάχων, οι ΗΠΑ και τα ταγκαλάκια* τους στοχεύουν να κάμψουν τη θέληση των αντιπάλων εθνών, εξαναγκάζοντάς τα σε υποταγή. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή ενέχει σημαντικούς ηθικούς και στρατηγικούς κινδύνους, καθώς ευθυγραμμίζει την πολιτική των ΗΠΑ με τακτικές που πολλοί θεωρούν ότι αποτελούν μορφές τρομοκρατίας.
Οικονομικός πόλεμος: Ο ρόλος του πετρελαίου και των σιτηρών
Πέρα από τις στρατιωτικές στρατηγικές, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει επίσης βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στον οικονομικό εξαναγκασμό για την επίτευξη των στόχων της. Η χειραγώγηση των αγορών πετρελαίου και σιτηρών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής στρατηγικής από τη δεκαετία του 1970. Η συμφωνία ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας για το πετρέλαιο, για παράδειγμα, επέτρεψε στις ΗΠΑ να διασφαλίσουν την οικονομική τους κυριαρχία εξασφαλίζοντας ότι τα πετροδολαρίων παρέμεναν εντός των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτή η οικονομική συμφωνία όχι μόνο σταθεροποίησε την αμερικανική οικονομία, αλλά δημιούργησε επίσης ένα εργαλείο για την άσκηση πίεσης σε άλλα έθνη.
Σύμφωνα με τον Hudson, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τον έλεγχό τους επί των παγκόσμιων προμηθειών τροφίμων και ενέργειας για να υποτάξουν τις χώρες που αντιστέκονταν στις πολιτικές τους. Αποκόπτοντας την πρόσβαση σε βασικούς πόρους, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξαναγκάσουν τα έθνη σε συμμόρφωση, αποφεύγοντας έτσι τις άμεσες στρατιωτικές συγκρούσεις. Αυτή η οικονομική διάσταση είναι βαθιά συνυφασμένη με τις στρατιωτικές τακτικές που εφαρμόζονται σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, όπου ο έλεγχος της παραγωγής πετρελαίου και των οδών μεταφοράς παραμένει κεντρικός στόχος.
Κούρσες εξοπλισμών, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί
Η εμπλοκή των ΗΠΑ τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ουκρανία έχει εντείνει την κούρσα των εξοπλισμών στις περιοχές αυτές, συμβάλλοντας στην παγκόσμια αστάθεια. Ο Wolff αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ προσπάθησαν να φέρουν αντιμέτωπες διάφορες φατρίες, όπως σουνιτικές και σιιτικές ομάδες στη Μέση Ανατολή, για να αποδυναμώσουν όλες τις πλευρές και να διατηρήσουν τη δική τους επιρροή. Αυτή η στρατηγική θυμίζει την κούρσα εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου, η οποία είχε ως στόχο να χρεοκοπήσει η Σοβιετική Ένωση, υποχρεώνοντάς την να συμμετάσχει σε μη βιώσιμες στρατιωτικές δαπάνες.
Ωστόσο, ο Wolff υποστηρίζει ότι η σημερινή κατάσταση διαφέρει σημαντικά από τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Ρωσία, για παράδειγμα, έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και έχει βελτιώσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, καθιστώντας την πιο ανθεκτική στην οικονομική και στρατιωτική πίεση. Στη Μέση Ανατολή, η αμερικανική πολιτική δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συμμαχίες και στις αναδυόμενες δυνάμεις, όπως το Ιράν, που αμφισβητούν όλο και περισσότερο την αμερικανική κυριαρχία.
Ο στρατηγικός ρόλος του Ισραήλ, η εξάρτηση από την υποστήριξη των ΗΠΑ, και το ενδεχόμενο «αραβικής στροφής» των τελευταίων
Η θέση του Ισραήλ στη στρατηγική των ΗΠΑ είναι πολύπλοκη και γεμάτη αντιφάσεις. Ενώ χρησιμεύει ως ζωτικής σημασίας ταγκαλάκι* των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, το Ισραήλ αντιμετωπίζει επίσης σημαντικούς περιορισμούς. Ο σχετικά μικρός πληθυσμός του και οι οικονομικές αδυναμίες του το καθιστούν εξαρτημένο από τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ. Οι Hudson και Wolff τονίζουν ότι η στρατηγική επιβίωσης του Ισραήλ περιλαμβάνει επανειλημμένες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις για να διατηρήσει την υποστήριξη των ΗΠΑ και να επιβεβαιώσει την περιφερειακή του θέση. Οι συχνές συγκρούσεις, ωστόσο, έχουν μόνο επιδεινώσει τις εντάσεις και έχουν παρασύρει το Ισραήλ σε έναν κλιμακούμενο κύκλο βίας.
Ο Wolff επισημαίνει ότι η εξάρτηση του Ισραήλ από την υποστήριξη των ΗΠΑ μπορεί τελικά να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι. Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία στους κύκλους της αμερικανικής πολιτικής ότι οι ΗΠΑ μπορεί να ποντάρουν σε λάθος άλογο στη Μέση Ανατολή, ιδίως καθώς η οικονομική και δημογραφική ισορροπία μετατοπίζεται υπέρ του αραβικού κόσμου. Η πιθανότητα μιας στρατηγικής αναπροσαρμογής, όπου οι ΗΠΑ δίνουν προτεραιότητα στις σχέσεις με τα αραβικά έθνη έναντι του Ισραήλ, παραμένει ένας λανθάνων αλλά σημαντικός κίνδυνος για την ισραηλινή κυβέρνηση.
Ιδεολογικό υπόβαθρο: Από τον γεωπολιτικό ρεαλισμό στον προτεσταντοσιωνιστικό θρησκευτικό φανατισμό
Τόσο ο Hudson όσο και ο Wolff υπογραμμίζουν τους ιδεολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ένα μείγμα γεωπολιτικού ρεαλισμού και ιδεολογικού ζήλου έχει διαμορφώσει την αμερικανική προσέγγιση, ιδίως μεταξύ των νεοσυντηρητικών που υποστηρίζουν μια μόνιμη παγκόσμια επανάσταση υπέρ της αμερικανικής κυριαρχίας. Αυτός ο ιδεολογικός οίστρος, που παρομοιάζεται με μια «θρησκεία του μίσους» κατά των αντιληπτών αντιπάλων, ωθεί τις ΗΠΑ να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις συγκρούσεις παρά το προφανές κόστος.
Η μετατροπή του σιωνισμού σε οιονεί θρησκευτικό δόγμα στους κύκλους της αμερικανικής πολιτικής έχει περιπλέξει περαιτέρω τις προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τον Wolff, η υποστήριξη της ευαγγελικής χριστιανικής κοινότητας προς το Ισραήλ έχει τις ρίζες της σε θρησκευτικές αφηγήσεις που πλαισιώνουν τη σύγκρουση ως μέρος ενός ευρύτερου κοσμικού αγώνα. Αυτή η υποστήριξη έχει καταστήσει δυσχερές για τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν πιο ρεαλιστικές πολιτικές που θα μπορούσαν να συνεπάγονται συμβιβασμούς με τους περιφερειακούς αντιπάλους.
Τα όρια της αμερικανικής επιρροής και το εισέτι άδηλο μέλλον
Η συζήτηση ολοκληρώνεται με μια νηφάλια εκτίμηση των περιορισμών που αντιμετωπίζει η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η απροθυμία του αμερικανικού στρατού να εμπλακεί σε χερσαίους πολέμους, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αποτελεσματικότητα αντιπάλων όπως η Ρωσία και το Ιράν, υποδηλώνει ότι οι αμερικανικές στρατηγικές μπορεί να μην είναι πλέον βιώσιμες: τα ταγκαλάκια* δεν κομίζουν πλέον τις στοχευόμενες νίκες. Υπάρχουν σημάδια σταδιακής διαπίστωσης μεταξύ ορισμένων στρατηγιστών των ΗΠΑ, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι η τρέχουσα προσέγγιση ενδέχεται να οδηγεί σε αδιέξοδο.
Οι Hudson και Wolff τάσσονται υπέρ της επανεκτίμησης των αμερικανικών πολιτικών, προτείνοντας μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση που θα επιδιώκει τη συνεργασία και όχι τη διαρκή σύγκρουση. Αυτό θα περιελάμβανε την έντιμη δέσμευση με έθνη όπως το Ιράν και την προσπάθεια για περιφερειακή σταθερότητα στη Μέση Ανατολή αντί για την καλλιέργεια διαιρέσεων και απανωτά παιχνίδια με ταγκαλάκια*. Μια ρεαλιστική επανεκτίμηση θα μπορούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ να αποφύγουν περαιτέρω εμπλοκή σε συγκρούσεις που υπονομεύουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους.
Η προσέγγιση των ΗΠΑ στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία αντανακλά μια αλληλεπίδραση ιστορικών στρατηγικών, οικονομικών συμφερόντων και (εκ)τυφλωτικών ιδεολογικών δεσμεύσεων. Ενώ οι πολιτικές αυτές επέτρεψαν στις ΗΠΑ να ασκήσουν επιρροή χωρίς άμεση στρατιωτική εμπλοκή χάρη στα ταγκαλάκια*, συνέβαλαν επίσης στην παγκόσμια αστάθεια και σε ηθικές ανησυχίες. Το εξελισσόμενο γεωπολιτικό τοπίο απαιτεί μια κρίσιμη επαναξιολόγηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δίνοντας προτεραιότητα στη διπλωματία και την οικονομική συνεργασία έναντι του στρατιωτικού και του πολέμου μέσω αντιπροσώπων. Οι συνομιλητές κλείνουν με μια νότα αισιοδοξίας; Όχι.
– – – – – –
*Υστερόγραφο, σημείωση επί της διαδικασίας: επειδή η συζήτηση επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην έννοια του proxy, καλούμαστε να την αποδώσουμε εδώ με έναν ακριβή τρόπο στα ελληνικά. Στην ελληνική τηλεόραση ακούγεται πρωτίστως η ιλαροτραγική παραμετάφραση «πληρεξούσιος», από το συγκεκριμένο τεχνικό περιεχόμενο που έχει στον νομικό κόσμο, που εν προκειμένω είτε δε σημαίνει απολύτως τίποτα είτε σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από το proxy. Ούτε η μετάφραση «αντιπρόσωπος» είναι ικανοποιητική, διότι ο proxy δεν αντιπροσωπεύει τον-, αλλά ελέγχεται από-. Συνεπώς προτείνουμε εδώ την σαφώς ακριβέστερη νεοελληνική απόδοση «ταγκαλάκι» (π.χ. U.S. proxies: «ταγκαλάκια των Αμερικανών»), η οποία εντοπίζεται με παρόμοιο στρατιωτικό νόημα και στον Κολοκοτρώνη: «Δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸν Καπετάμπεη, διότι ἐφοβεῖτο. Ὁ Καπετάμπεης ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μύλους, ἐπῆρεν 6.000 ταγκαλάκια, καὶ τοὺς κλέφτες 3.000 καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Δολιανά, Τριπολιτσὰ καὶ ἔρριξεν τὸ ὀρδί», ενώ προχωρώντας σε γεωπολιτικούς αναλυτές σημειώνουμε πως τη λέξη χρησιμοποιούσε συχνά ο Άγιος Παΐσιος, για να αποδώσει τους proxies του διαβόλου (με σπάνιας διεισδυτικότητας διεθνολογικές συμβουλές, όπως «να μην ανοίγουμε συζήτηση με το ταγκαλάκι»). Είναι συζητήσιμη και η εναλλακτική απόδοση «αυτοφωράκηδες», προταθείσα υπό του Καθηγητή Α. Μπαλασόπουλου, ειδικού σε μεταφραστικά ζητήματα αγγλικής-ελληνικής, αν και αποτελεί περισσότερο σχόλιο στο φαινόμενο παρά ακριβή περιγραφή, ενώ τα «ταγκαλάκια» έχουν ένα σχετικά αντίστοιχο του proxy γλωσσικό φορτίο ιστορικά. Ταγκαλάκια οι proxies, λοιπόν.
πηγή: kosmodromio.gr
e-prologos.gr