Μια λεπτομέρεια του τελεσιγράφου που επέδωσε ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι στο δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά δεν έχει αξιολογηθεί όσο θα έπρεπε γιατί-προφανώς-χαλάει τον μύθο που διδάσκει η επίσημη ιστορία. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, γνωστή σε πολλούς. Το τελεσίγραφο παραδόθηκε χέρι με χέρι στον Μεταξά στις τρεις τα ξημερώματα της 27ης προς 28ης Οκτωβρίου του 1940 και ανακοίνωνε ουσιαστικά την ιταλική επίθεση στις έξι τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, δηλαδή τρεις ώρες μετά.
Το κείμενο έλεγε τα εξής:
Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον.
Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.
Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκράτσι [1], ο Μεταξάς κοίταξε λυπημένος το ρολόι του, μετά έριξε το βλέμμα του στον πρέσβη και είπε στα γαλλικά, την επίσημη διπλωματική γλώσσα: Alors c’est la guerre (“έχουμε πόλεμο λοιπόν”). “Δεν είναι απαραίτητο”, απάντησε ο Γκράτσι και συμπλήρωσε: “Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της και θα επιτρέψετε να περάσει ο ιταλικός στρατός”. Με κάποια δόση μάλλον ειρωνείας, ο Μεταξάς τον ρώτησε στη συνέχεια πως μπορούσε να σκεφτεί ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Γκράτσι απάντησε ότι αρκούσε να ενημερωθεί ο αρχιστράτηγος και να καλέσει στον ασύρματο τις μεραρχίες της Ηπείρου να αφήσουν τα ιταλικά στρατεύματα να περάσουν. “Ποια είναι τουλάχιστον τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;”.”Δεν έχω την παραμικρή ιδέα”, απάντησε ο Γκράτσι.”Vous voyez bien que c’est impossible” (βλέπετε ότι είναι αδύνατον), επανέλαβε ο Μεταξάς. Ο Γκράτσι δήλωσε ότι ελπίζει πως θα λάβει υπόψη του τη διαβεβαίωση της Ιταλίας ότι δεν θα θίξει την κυριαρχία και ανεξαρτησία της Ελλάδος, και αποχώρησε συνοδευόμενος από τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος δεν απάντησε. Στην έξοδο τον άκουσε που του είπε:”Vous êtes les plus forts” (είστε οι πιο δυνατοί).
Στη συνέχεια ο Μεταξάς ενημέρωσε αμέσως τον Αγγλο πρέσβη και το βασιλιά και συντάχθηκε το πολεμικό διάγγελμα.
Το επίμαχο απόσπασμα
Για την συνάντηση των δυο αντρών δεν κρατήθηκε πρακτικό και η μόνη μαρτυρία είναι αυτή του Ιταλού πρέσβη, άλλωστε ο Μεταξάς μετά από τρεις μήνες πέθανε. Δείχνει όμως πέρα για πέρα αληθινή. Στις προηγούμενες σελίδες του ημερολογίου του αναφέρει ότι η Ιταλία δεν περίμενε ο Μεταξάς, έτσι και αλλιώς, να κάνει δεκτό το αίτημα της φασιστικής Ιταλίας. Ο Έλληνας βασιλιάς είχε λάβει εγγυήσεις από την Αγγλία για βοήθεια στην περίπτωση που κηρυχτεί πόλεμος με την Ιταλία. Το ίδιο το τελεσίγραφο συντάχτηκε επίτηδες με τρόπο που να μην αφήνει περιθώριο συζήτησης, με τρόπο που τυπικά να ενημερώνει την αντίπαλη πλευρά χωρίς όμως να της δίνει καν το περιθώριο να ετοιμαστεί ή να διαπραγματευτεί. Και πράγματι οι πρώτες επιθέσεις ξεκίνησαν στις πεντέμιση το πρωΐ, πριν καν εκπνεύσει το τελεσίγραφο.
Γιατί συντάχθηκε τελεσίγραφο, ενώ η Ιταλία θα μπορούσε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, όπως έγινε σε όλες τις άλλες εισβολές τόσο των Γερμανών όσο και των ίδιων; Ο Γκράτσι αναφέρει ότι μερικά στελέχη της ιταλικής κυβέρνησης-όχι ο ίδιος-μεταξύ των οποίων και ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, θεωρούσαν ότι η Ελλάδα θα έκανε την τελευταία στιγμή πίσω. Δεν αναφέρει αναλυτικά τους λόγους, αλλά είναι εύκολο να τους καταλάβει κανείς. Καταρχάς θεωρήθηκε ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν αξιόμαχος. Ότι είχε χαμηλό ηθικό και φτωχό εξοπλισμό. Αυτό ήταν περίπου αλήθεια. Στο πολεμικό συμβούλιο του Ντούτσε, σύμφωνα πάντα με την μαρτυρία του Γκράτσι, συζητήθηκε και αξιολογήθηκε η αντίθεση πολλών, κυρίως βενιζελικών, στελεχών του στρατού προς το καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β’, με αφορμή την περιθωριοποίηση και τις διώξεις τους. Τα γράμματα που στέλνανε από το μέτωπο αρχικά οι δεκάδες χιλιάδες επιστρατευμένοι φαντάροι στις οικογένειές τους, οι οποίοι βεβαίως δεν μπήκανε στους λογαριασμούς που έκανε ο Μουσολίνι, αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες της άθλιας κατάστασης που επικρατούσε τις πρώτες μέρες του πολέμου στο ελληνικό στράτευμα. Στο λογαριασμό όμως του Μουσολίνι μπήκε λάθος και το ηθικό του δικού του στρατού. Οι πρώτες ήττες φέρανε την κατάρρευσή του, οι πρώτες νίκες τον ενθουσιασμό στους Ελληνες φαντάρους. Όταν δε, αποφάσισε να ενισχύσει σοβαρά τα στρατεύματα εισβολής ήταν πια αργά. Το μέτωπο είχε προχωρήσει βαθιά στην Αλβανία και η κατάσταση ήταν μη αντιστρέψιμη: Οι Άγγλοι άρχισαν να στέλνουν και δικό τους στρατό στην Ελλάδα. Απόρροια αυτής της κακής εκτίμησης, που και το Λονδίνο έκανε αρχικά, ήταν και τα διάσημα ενθουσιώδη δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου. Τα τηλεγραφήματα από την βρετανική πρεσβεία της Αθήνας κάνανε τον Τσώρτσιλλ να αλλάξει άποψη. Γράφει στα απομνημονεύματά του [2]:
“Είχε φτάσει πλέον η στιγμή για να λάβουμε την αμετάκλητη απόφαση αν θα έπρεπε να στείλουμε τη Στρατιά του Νείλου στην Ελλάδα. Αυτό το πολύ σημαντικό βήμα ήταν αναγκαίο όχι μόνο όχι μόνο για να βοηθήσουμε την Ελλάδα μπροστά στον κίνδυνο και το μαρτύριο που υπέμενε, αλλά και για να σχηματίσουμε ένα Βαλκανικό Μέτωπο που θα περιελάμβανε τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Τουρκία εναντίον της επικείμενης γερμανικής επίθεσης.”
Μεταξάς-Γκαίμπελς
Υπάρχει όμως και πολιτικός λόγος. Μπορεί ο βασιλιάς Γεώργιος να ήταν ακραιφνώς αγγλόφιλος, όμως ο Μεταξάς και οι συν αυτώ αμφιταλαντευόταν. Ταγμένοι μεν στο πλευρό της Αγγλίας, διατηρούσαν, απ’ την άλλη, επαφές με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, μέχρι τουλάχιστον η τελευταία να κλιμακώσει τις προκλήσεις της το καλοκαίρι του 1940. Το ίδιο το στράτευμα περιείχε στις τάξεις του πολλούς οπαδούς του Άξονα, όπως άλλωστε αποδείχτηκε και με τους διάφορους Τσολάκογλου που ανέλαβαν τα σκήπτρα μετά την γερμανική επίθεση. Ενδεχομένως εξετάζανε την πιθανότητα να δημιουργηθεί μια κρίση στο εσωτερικό της κυβέρνησης με σκοπό να επικρατήσουν οι γερμανόφιλοι και να διωχτεί ο βασιλιάς. Μια χωρίς προειδοποίηση επίθεση θα λειτουργούσε αρχικά συσπειρωτικά, τα τετελεσμένα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια να ξεσπάσουν κινήσεις και πραξικοπήματα στο εσωτερικό μιας επίσης φασιστικής κυβέρνησης, σαν της Ελλάδας.
Βέβαια, στην πορεία, το παραπάνω ενδεχόμενο θα γινόταν πάλι πιθανό, αν το μέτωπο της Ηπείρου κατέρρεε εντός μικρού χρονικού διαστήματος και οι Ιταλοί καταλαμβάνανε τα περάσματα της Πίνδου, αποκόπτοντας τις δυο βασικές δυνάμεις του ελληνικού στρατού. Αυτό ακριβώς είχαν σχεδιάσει, αλλά λογάριαζαν χωρίς την απρόσμενη για όλους αντίσταση του ελληνικού λαού.
Η μαρτυρία του Γκράσι είναι μια πρωτογενής πηγή των γεγονότων και είναι αξιόπιστη διότι περιγράφει τις λογικές αντιδράσεις, στις τρεις τα ξημερώματα, ενός αρχηγού κράτους που του επιδόθηκε η κήρυξη πολέμου που όλοι περιμέναν. Το “όχι” χτίστηκε μετά, για προπαγανδιστικούς λόγους, αρχικά από τις εφημερίδες, και διατηρήθηκε για να τονιστεί ο ρόλος του-καταβεβλημένου-δικτάτορα, για να ξεπλυθεί ιστορικά από την σκληρή δικτατορία της οποίας αυτός ηγήθηκε. Ο ίδιος ο Μεταξάς άλλωστε δεν θα μπορούσε να διαπραγματευτεί οτιδήποτε πριν συνεννοηθεί τον βασιλιά και τους Εγγλέζους. Και όμως, η επίσημη ιστορία περιγράφει τα γεγονότα σαν να ήταν μια προσωπική απόφαση του Μεταξά το να γίνει άμυνα στην ιταλική επίθεση. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί μήνες πριν. Η κόντρα Ιταλίας-Αγγλίας θα μεταφερόταν και στην Ελλάδα και η αγγλική κυβέρνηση θα αναμιγνυόταν άμεσα εφόσον παρουσιαζόταν ανάγκη ή εφόσον παρουσιαζόταν σοβαρές πιθανότητες η Ελλάδα να αντέξει. Οι Ιταλοί δεν περίμεναν κάτι διαφορετικό, αυτή ήταν και η εκτίμηση του Γκράτσι.
Το “όχι” και η Wikipedia
Εντύπωση προκαλεί η wikipedia στο λήμμα για την επέτειο του “όχι” που για να στηρίξει την εκδοχή του “όχι” παραποιεί το ίδιο το κείμενο του Γκράσι που χρησιμοποιεί σαν πηγή:
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: “Αυτό σημαίνει πόλεμο”. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως»
Είναι γνωστό ότι η wikipedia αποτελεί πλέον τη βασική-αν όχι μοναδική-βιβλιογραφική πηγή για σχολικές εργασίες…
Σημειώσεις:[1]: Εμμανουέλε Γκράτσι: Η Αρχή του Τέλους σελ.284-286 εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας χ.1980 (και εδώ:https://www.scribd.com/doc/306784473/Εμανουέλε-Γκράτσι-η-Αρχή-Του-Τέλους-r)[2]: Ουίνστον Τσώρτσιλ: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τ.3 σελ.160 εκδ. Η Καθημερινή
Πηγή: giati-baba.blogspot.com
e-prologos.gr