Καθως περπατουσαμε, σκυφτοι και θλιμενοι, στην ερημη προβλητα της παραλιακης επαρχιας, χωμενοι στις πατατουκες γιατι το κρυο περονιαζε και ο καιρος κατεβαζε ψιλοβροχα δακρυα, ειπα μεσα μου, ας ηταν μονο αυτο που μοιαζει.
Μια σκηνη του Αγγελοπουλου. Σκηνη ηττας.
Καθε αδικος χαμος ειναι ηττα.
Κιτρινα σπιτια, σκασμενοι σοβαδες, η θαλασσα στο χρωμα του μολυβιου κι ενα ψαρομαγαζο με τη φωνη του Καζαντζιδη.
Να ειχε τουλαχιστον και κοκκινες σημαιες. Οπως της ταιριαζε. Να μην ειναι αλλος ενας αμετακλητος και αταιριαστος αποχαιρετισμος.
Η Ασπασια, νομιζω πως ηταν μια βαρκα, οχι μονο γιατι ηταν κορη ψαραδων μα και γιατι κουβαλησε δεκαδες παιδια των θρανιων, σε ασφαλη προορισμο.
Ασφαλης; Τροπος του λεγειν. Σ ενα τοπο που τα παιδια πεινανε για να τα ειρωνευεται το σαπιο στομα του Πορτοσαλτιμπαγκου, δεν υπαρχει πια ασφαλης προορισμος.
Η Ασπασια εμεινε, για παντα, δεμενη στο λιμανι της επαρχιακης κωμοπολης.
Μια βαρκα με κοκκινη σημαια.
Οι αλλοι, ηττημενοι και ξεπαγιασμενοι, μπηκαμε ξανα στο λεωφορειο και φυγαμε.
Πισω εμειναν, για λιγο ακομα μαζι της, οι δυο που αγαπουσε περισσοτερο και που δεν προκειται πια ν αγαπηθουν τοσο πολυ.
Μετα απο καποιο καιρο, θα νικησει παλι η ζωη. Κι οι δυο που εμειναν πισω θα συνεχισουν να περπατουν στους δρομους, πανω στα βηματα των πολλων ανθρωπων. Γιατι αυτο εκαναν παντα. Γιατι αυτο θα ηθελε κι εκεινη να κανουν.
Μονο η βαρκα με το κοκκινο πανι θα μενει αταξιδευτη.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr