Ο Βασίλης Τσιτσάνης «έφυγε» από τη ζωή στα 69α γενέθλιά του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984. Μέχρι τότε ο… «νεαρός από τα Τρίκαλα» είχε καταφέρει να αναγεννήσει ένα ολόκληρο μουσικό είδος, εμπλέκοντας δυτικές μουσικές επιρροές στο ρεμπέτικο της Μικράς Ασίας.
Μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίας της «παντοκρατορίας» του, αλλά και σε εκείνες που ακολούθησαν τον θάνατό του, ο Τσιτσάνης μετατράπηκε σε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας, με τα τραγούδια του να γίνονται αναπόσπαστα τμήματα της συλλογικής μας μνήμης.
Βέβαια, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε γνήσιο «παιδί» της εποχής του και επηρεάστηκε έντονα από τις σημαντικότατες εξελίξεις που έγιναν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των πιο δημιουργικών του χρόνων. Έτσι, εκτός από τη σημαντικότατη συμβολή του στη μουσική, είναι ίσως λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό η σχέση του Τσιτσάνη με τα κινήματα της εποχής του, με την αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς. Ποιος ήταν λοιπόν ο αριστερός Βασίλης Τσιτσάνης;
Ο Τσιτσάνης «στιχουργός» του ΕΑΜ
«Τραγούδια, όπως λένε «αντιστασιακά » έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω», αφηγείται ο Τσιτσάνης.
Ο… κατά Τσιτσάνη ύμνος του ΕΑΜ ήταν ο εξής:
«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ. Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά το ντουφέκι πάντα συντροφιά πολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας. Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς»
Το άλλο τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης για την Αντίσταση την περίοδο που διέμεινε στην Επανομή κατέληγε τις τελευταίες του στροφές:
«Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας, Στραγγαλιστές του λαού, Καταφρόνια και σκλαβιά, Μαστιγώματα, κελιά, Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.
Σίδερα σπάστε κι αφήστε Το αίμα να ξεχυθεί. Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη Κι όλους μας ας οδηγεί»
Το Μπλόκο της Καλαμαριάς «γέννησε» το Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια»
«Την 13-8-44 και από της 4ης πρωινής ώρας και μέχρι της μεσημβρίας περίπου απεκλείσθη άπασα η περιφέρεια του ενταύθα ΙΑ’ Αστυνομικού Τμήματος Συνοικισμού Καλαμαριάς υπό Γερμανών στρατιωτών… τμήματα δε των ενταύθα Εθνικιστικών Ομάδων ενήργησαν κατ ’οίκον ερεύνας και εξετέλεσαν τους κάτωθι…».
Αυτή είναι η έκθεση της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, που συντάχθηκε τρεις μέρες μετά το θρυλικό Μπλόκο της Καλαμαριάς.
Τα αναφερόμενα «τμήματα Εθνικιστικών Μονάδων» που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς δεν ήταν άλλοι από το διαβόητο Τάγμα του Αντώνη Δάγκουλα που με εντολή των γερμανικών κατοχικών αρχών είχαν επιφορτισθεί με αστυνομικά καθήκοντα. Η νεκροκεφαλή στο περιβραχιόνιο φανέρωνε πως η πραγματική αποστολή τους ήταν αυτή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Γερμανοί έμεναν απαθείς στις κάθε είδους ληστρικές επιδρομές και βιαιοπραγίες του Τάγματος.
Την περίοδο εκείνη, ο Τσιτσάνης είχε ήδη δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη το περίφημο Ουζερί Τσιτσάνης. Επηρεασμένος από την τραγωδία του Μπλόκου της Καλαμαριάς, γράφει το τραγούδι «Ο Μπλόκος», το οποίο παρέμεινε ανέκδοτο για αρκετές δεκαετίες εξαιτίας της λογοκρισίας. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944, μετά το φοβερό Μπλόκο της Καλαμαριάς, ενώ υπάρχει ένα μοναδικό ντοκουμέντο με το συνθέτη να το προβάρει με το μπουζούκι του και να τραγουδά ο ίδιος.
«Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια, βγήκανε και τα μαχαίρια
για να μας καρφώσουν –Ωχ! μανούλα μου
έφτασαν τα καραβάνια με σπαθιά και με γκιορντάνια
για να μας σταυρώσουν –Ωχ! καρδούλα μου
Εμείς το ξέραμε μια μέρα πως θα γίνει μπλόκος
Ωχ! Μανούλα μου
κι είναι πολλοί αυτοί που χρόνια μας σταυρώνουν χρόνια
Ωχ! καρδούλα μου
κράτησε σφιχτά τα χέρια- την καρδιά σου κάνε πέτρα μην πονάς
Μία χούφτα παλικάρια πολεμάν σαν τα λιοντάρια
μέσα στην αντάρα, μέσα στη σκλαβιά
το θεριό στα δυο να κόψουν και τον τύραννο να διώξουν
όλα θα τα δώσουν για τη λευτεριά»
Αν και ανέκδοτος όμως, ο Μπλόκος κατάφερε να επιβιώσει με έναν λίγο πιο «καμουφλαρισμένο» τίτλο, το «Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια».
ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πέρασαν άμεσα ή έμμεσα σε αρκετά τραγούδια του Τσιτσάνη. Το εμβατήριο Αιώνες πέρασαν είναι ακόμα ένα δείγμα. Γράφτηκε κι αυτό στη Θεσσαλονίκη το 1944 αλλά ηχογραφήθηκε το 2003, από τη Χορωδία του Δήμου Μοσχάτου στο δίσκο Γεια Σου Ζωή Μου Όμορφη. Και δεν είναι μόνο αυτά… Της Γερακίνας γιος, με στίχους Κώστα Βίρβου, Κάποια μάνα αναστενάζει, (συνδημιουργία με τον Μπάμπη Μπακάλη), Για μια κόρη ξελογιάστρα (Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα), Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι, Κάνε λιγάκι υπομονή, Της κοινωνίας η διαφορά, Ο τραυματίας, Σαν απόκληρος γυρίζω, Απ’ τη μάνα μου διωγμένος, Το γράμμα είναι κάποια τραγούδια τα οποία γράφει ο Τσιτσάνης επηρεασμένος από κείνη την περίοδο. Και φυσικά, κορωνίδα όλων αυτών, η Συννεφιασμένη Κυριακή την οποία ο δημιουργός, σύμφωνα με μαρτυρία του, εμπνεύσθηκε από τις θλιβερές εικόνες της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη…
Οι αντιστασιακές αλληγορίες του Τσιτσάνη στα χείλη μας
Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ανάμεσα στο ογκώδες συνθετικό και στιχουργικό έργο του Τσιτσάνη, περιλαμβάνονται και τραγούδια που εύγλωττα αλληγορούν.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης στην αυτοβιογραφία του λέει για ένα από τα εμβληματικότερα τραγούδια του, το «Κάνε λιγάκι υπομονή (Μην απελπίζεσαι)».
«Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά: Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει / κοντά σου θ ’ρθει μια χαραυγή / καινούργια αγάπη να σου ζητήσει / κάνε λιγάκι υπομονή».
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το «Συννεφιασμένη Κυριακή», που, μαζί με τη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη, έχουν δικαιολογημένα χαρακτηριστεί εναλλακτικοί «εθνικοί ύμνοι» της σύγχρονης Ελλάδας.
«Τη Συννεφιασμένη Κυριακή την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το υλικό που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», είχε πει μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του ο Βασίλης Τσιτσάνης αναφερόμενος στο τραγούδι.
Αλληγορίες θεωρούνται επίσης το «Το ρημαγμένο σπίτι» του 1948, και το «Για μια κόρη ξελογιάστρα», της ίδιας χρονιάς.
e-prologos.gr