Δημήτρης Μαυρίδης

Αναμφισβήτητα, οι έννοιες του «φασισμού» και του «εκφασισμού», δηλαδή της διαδικασίας ευθυγράμμισης ή ταύτισης της κοινωνίας με τα φασιστικά ιδεώδη, εμφανίζονται σε κείμενα του αριστερού ή του αναρχικού χώρου με τη μορφή μιας μομφής απέναντι σε τρόπους και μεθόδους της μεμονωμένης ή της συλλογικής δράσης στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου μας. Συνήθως, η αναφορά των παραπάνω εννοιών αφορά στη χρήση εμβόλιμων λαϊκιστικών μεθόδων στο πλαίσιο μιας πολιτικής που απομιμείται τη δήθεν εκσυγχρονιστική και σοβαρή ευρωπαϊκή πολιτική, στη συχνή εφαρμογή μιας νομιμοφανούς κρατικής βίας με σκοπό την επιβολή μιας νομοθεσίας – απότοκο της κοινωνικά μειοψηφούσας άρχουσας τάξης, στη ρατσιστική αντιμετώπιση του αλλόδοξου και του Διαφορετικού, στην επικρατούσα κτητική αντίληψη για τη γυναίκα και την πατριαρχία, στον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και, τέλος, στη φίμωση των μέσων ενημέρωσης ή στην οικονομική ενίσχυσή τους για τους σκοπούς της προπαγάνδας. Ωστόσο, τι μπορεί να συμβαίνει σε μια κοινωνία στην οποία ακόμα και ο δεξιός Τύπος αρχίζει να μιλά για εκφασισμό του δημόσιου βίου και μάλιστα σε άρθρο εμφανιζόμενο στο κέντρο του πρωτοσέλιδου της μακροβιότερης δεξιάς ελληνικής εφημερίδας;

Χωρίς αμφιβολία, συμβαίνει κάτι σοβαρό. Γιατί εδώ, βεβαίως, δεν τίθεται ζήτημα μιας εξ αριστερών – σύμφωνα με τους δεξιούς – μόνιμης κινδυνολογίας, αλλά πρόκειται για την παραδοχή μιας άποψης που αφορά την ελληνική πολιτική ζωή και κοινωνία στο σύνολό της. Κι εδώ δε γίνεται τόσο λόγος για τον νεοφασισμό και τις «προοπτικές» του – θέμα με το οποίο δυστυχώς ακόμα δεν έχει ασχοληθεί η αριστερή διανόηση -, αλλά για το βαθμό στον οποίο αυτός έχει ήδη συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία, στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, και κυρίως για το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται και τη δυναμική που διαθέτει σήμερα η διαβρωτική διαδικασία του εκφασισμού.

Ως αφορμή του παραπάνω προβληματισμού αποτέλεσε το κύριο άρθρο της ΕΣΤΙΑΣ στις 30 Ιουλίου υπό τον τίτλο «Ὁ ἐκφασισμός τοῦ δημοσίου βίου», το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο διευθυντής της εφημερίδας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμιά περίπτωση δεν ενστερνιζόμαστε τις απόψεις και τις χλιαρές και συγκαταβατικές έως έναν βαθμό αντιδράσεις – θέσεις του γράφοντος απέναντι στα αναφερόμενα στο εν λόγω άρθρο περιστατικά ρατσισμού. Επίσης, είναι ουσιώδες να τονιστεί εκ των προτέρων ότι εν προκειμένω ενδιαφέρουν μόνο τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο συντάκτης του άρθρου από μια διαφορετική – αλλά σε καμιά περίπτωση αποδεκτή από μέρους του γράφοντος – οδό. Μετά τις απαραίτητες διευκρινήσεις, προχωρούμε στις εντυπωσιακές διαπιστώσεις του διευθυντή της ΕΣΤΙΑΣ που οδηγούν ως συνιστώσες στο γενικό συμπέρασμα που διατυπώνεται στον τίτλο του άρθρου, ότι δηλαδή, μάλλον, βρισκόμαστε σε διαδικασία εκφασισμού της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Καταρχάς, ο αρθρογράφος κάνει λόγο για τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την επίδρασή τους σε αποφάσεις ζητημάτων δημοσίου βίου. Ο δημοσιογράφος με το ρατσιστικό του σχόλιο για τους Κορεάτες αθλητές μπορεί να μην απολύθηκε «κατ’ ἀπαίτησιν μιᾶς στρατιᾶς ἀνωνύμων τοῦ Twitter», αλλά, οπωσδήποτε, τα επικριτικά τουιταρίσματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δυσμενή γι’ αυτόν απόφαση. Και αυτός είναι ο πρώτος κίνδυνος εκφασισμού που επισημαίνεται. Το ότι δηλαδή, οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση τα πραγματικά δεδομένα και από τους κατ’ εξοχήν υπεύθυνους κι όχι το πλήθος των ποσταρισμάτων ενός ετερόκλητου και συνήθως ανώνυμου πλήθους του οποίου τα κίνητρα και την ψυχοσύνθεση κανείς δε γνωρίζει. Πρόκειται, μάλλον, για αυτούσια μεταφορά της μαζικής γηπεδικής συμπεριφοράς στην αρένα των κοινωνικών δικτύων. Γιατί ελάχιστοι θα έβριζαν τη μάνα του διαιτητή μεμονωμένα, αλλά όλοι μαζί τη βρίζουν πολύ πιο εύκολα. Και η ομοιομορφία στη στάση, στις επιλογές και, εν γένει, σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του φασισμού. Στη συνέχεια, εξακολουθώντας να έχει κατά νου το προαναφερθέν φασιστικό χαρακτηριστικό της ομοιομορφίας, ο αρθρογράφος εκφράζει το φόβο ότι «διανύουμε μιά ἐποχή πού καταργεῖται ἡ ἐλευθερία ἔκφρασης στό ὄνομα τῆς δῆθεν προστασίας τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου» και «ὅτι διανύουμε μιά ἐποχή στήν ὁποία φιλοξενεῖται στά ΜΜΕ ἡ μία καί μοναδική σκέψη καί ἐξαφανίζεται κάθε διαφορετική». Και δεν έχει άδικο. Παρόλο που

καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό μέσω ενός συλλογισμού συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας – και ευρισκόμενου στον ιδεολογικό αντίποδα του συντάκτη του παρόντος άρθρου -, είναι εντυπωσιακό ότι ο αρθρογράφος της ΕΣΤΙΑΣ τάσσεται ενάντια σε κάθε απόπειρα κατάλυσης της ελευθερίας έκφρασης, πειθάρχησης και υπακοής των πολιτών απέναντι σε οτιδήποτε δεν αντανακλά τη βούληση της πλειοψηφίας του λαού και επισημαίνει το φόβο που προκαλεί η κρατική καταστολή σε περίπτωση διαφωνίας του πολίτη με τις βουλές των κέντρων εξουσίας («Ὅποιος δέν πειθαρχεῖ, μαῦρο φίδι πού τόν ἔφαγε!»). Τέλος, σε συνέχεια του προηγούμενου, αποφαίνεται ότι «Ἀστυνομία σκέψης στήν χώρα πού γέννησε τήν δημοκρατία δέν χωρεῖ. Θά ξεπεραστεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων.» αποκαλύπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον αυταρχισμό τον οποίο μετήλθε και συνεχίζει να χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος, κάθε φορά που επιδιώκει να υλοποιήσει αποφάσεις που το σύνολο των πολιτών αναγνωρίζει ως παράλογες.

Αν, λοιπόν, στις θέσεις των αριστερών και των αναρχικών σχετικά με τον συνεχιζόμενο εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας προσθέσουμε και την διαπίστωση του κόσμου της Δεξιάς ως προς το δημοκρατικό έλλειμμα στην ασκούμενη πολιτική, κατανοούμε ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρότερη απ’ όσο φαινόταν πριν από σχεδόν έναν χρόνο, όταν οι φωνές της αριστερής διανόησης ενάντια στην αστυνομική βία, τη γενικευμένη προπαγάνδα, την πολιτική των διακρίσεων και της υποταγής στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ηχούσαν στα αυτιά των νοικοκυραίων μικροαστών ως συνηθισμένη κινδυνολογία. Αναμφίβολα, η ευκαιριακή και σε πολλές περιπτώσεις παιδαριώδης πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα κυρίως της πανδημίας, των εργασιακών και της υγείας ανέδειξε πτυχές ενός γενικευμένου σχεδίου πειθάρχησης των κυβερνωμένων, καθυπόταξής τους στα συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών παραγόντων της χώρας και εξαθλίωσης των πολιτών χρησιμοποιωντας μέσα που προσιδιάζουν σε καθεστώτα ανελεύθερα και ολοκληρωτικά. Δυστυχώς, έπρεπε να ακουστεί από επίσημα κυβερνητικά χείλη η απειλή «εμβολιασμός ή απόλυση», ώστε να ξυπνήσει κάτι ελάχιστο από την αποχαυνωμένη πολιτική συνείδηση του μικροαστού που μέχρι πρότινος απέδιδε όλα τα κακά της χώρας του σε κομμουνιστές, ομοφυλόφιλους και αλλοδαπούς.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η προφανέστατη βιασύνη των κυβερνώντων για θέσπιση νόμων και εφαρμογή διαταγμάτων των οποίων το περιεχόμενο κινείται στα όρια της αντισυνταγματικότητας και, συνεπώς, της επιβολής τους οδήγησε μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών στη συνειδητοποίηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο κοινωνικός και πολιτικός βίος της χώρας. Καθημερινά περιστατικά που σχετίζονται με περιπτώσεις χρήσης αστυνομικής βίας και αναίτιων προστίμων, οικονομικών εξυπηρετήσεων των ισχυρών παραγόντων και εκδουλεύσεων, αβέβαιων εργασιακών συνθηκών, αυταρχικότητας στο χώρο της εκπαίδευσης, εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με την υποχρέωση επίδειξης από τους πολίτες κάθε είδους πιστοποιητικού υγειονομικής νομιμοφροσύνης και, τέλος περιστατικά δολοφονίας γυναικών, που τείνουν πλέον να ξαναγίνουν μια από τις ρουτίνες της ελληνικής κοινωνίας, αποδεικνύουν ότι η διαδικασία του εκφασισμού της έχει φτάσει σχεδόν στο τέρμα της και ότι αυτός πλέον αποτελεί κοινό παρονομαστή στις θέσεις αριστερών και σκεπτόμενων δεξιών σ’ ό, τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας της πολιτείας και της κοινωνίας. Μένει, λοιπόν, από το Σεπτέμβρη και μετά να βιώσουμε στο πετσί μας την εφαρμογή όλων των νόμων που θεσπίστηκαν βεβιασμένα και με οριακή πλειοψηφία εδώ κι έναν χρόνο, για να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι για την αναγκαιότητα ενός κοινού αγώνα και εξεύρεσης τρόπων για την ανατροπή της κατάστασης αυτής. Αλλιώς, είναι πολύ πιθανόν οι ιστορικοί του κοντινού μέλλοντος να κάνουν λόγο για έναν δεύτερο, «εξευγενισμένο» αυτή τη φορά, ευρωπαϊκό φασισμό που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Ελλάδα, γνωστού πεδίου πειραματισμού του διεθνούς κεφαλαιοκρατικού διευθυντηρίου την τελευταία δεκαπενταετία.

Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το