Έχει γραφτεί πολλές φορές στον Λ.Δ. πως, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, η ελληνική οικονομία (υπέρμετρη αύξηση του τριτογενή, σε μεγάλο βαθμό παρασιτικού, τομέα κατά περίπου 85% του ΑΕΠ) κολυμπά μέσα σε ένα πέλαγος μικρομεσαίων επιχειρήσεων βουλιαγμένων μέχρι τον λαιμό στις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Τα Μνημόνια, η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, οι ανατιμήσεις, η πανδημία έκλεισαν ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτές πετώντας στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ οι υπόλοιπες αντιμετωπίζουν ήδη το φάσμα του λουκέτου. Ήταν, λοιπόν, βέβαιο πως σε κάποια στιγμή το μεγάλο κεφάλαιο θα απαιτούσε τη συγχώνευση και απορρόφηση των μεγαλύτερων και αποδοτικότερων απ’ αυτές, δηλαδή τη συγκεντροποίησή του σε ένα ψηλότερο επίπεδο. Με δυο λόγια, οι συγχωνεύσεις-εξαγορές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων -που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας- ήταν θέμα χρόνου. Ό,τι δηλαδή συνέβηκε -και συνεχίζεται ακόμα- με τη συγκέντρωση της γης των φτωχομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών στα χέρια των τραπεζών, γεωργικών εταιρειών και μεγαλοαγροτών, το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Φυσικά, ένας μεγαλοαγρότης (με 1.000 στρέμματα καλλιέργειας βαμβακιού Χ 350 κιλά/στρ.Χ 0,67 €/κιλό σύσπορο παραδοτέο στο χωράφι, έχει μία πρόσοδο 234.500 €. Μείον το 50-60% που είναι τα έξοδα καλλιέργειας, φόροι κλπ, του μένουν 93.800 €:12 μήνες=7.816 €/μήνα) δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγαλοαστική τάξη.
Πριν όμως αναφερθούμε στις πολιτικές εξελίξεις και τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, είναι σκόπιμο να αναλύσουμε το φαινόμενο από την πλευρά της Πολιτικής Οικονομίας και να δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις. Γιατί οι συγχωνεύσεις και εξαγορές στο πλαίσιο της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου έχουν βαθύτερα αίτια και σπάνια επιβάλλονται από τους μικρομεσαίους, αλλά αποτελούν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί αναπόφευκτα στην αντικατάσταση των εργατικών χεριών με νέες τεχνικές και μηχανήματα, ευρεσιτεχνίες και τεχνολογίες. Η σχέση της μάζας των μέσων παραγωγής προς τη ζωντανή εργατική δύναμη (=οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) ανατρέπεται υπέρ των πρώτων. Με δύο λόγια η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μεγαλώνει διαρκώς και ραγδαία, βάζοντας καθημερινά νέα άψυχα μέσα παραγωγής στη ζωή των ανθρώπων. «Η οργανική σύνθεση δεν είναι ίδια στους διάφορους κλάδους και επιχειρήσεις. Είναι ψηλότερη εκεί όπου στον κάθε εργάτη αναλογούν περισσότερες πολύπλοκες και ακριβές μηχανές και περισσότερες επεξεργασμένες πρώτες ύλες. Είναι χαμηλότερη εκεί όπου επικρατεί η ζωντανή εργασία, ενώ οι μηχανές και οι πρώτες ύλες που αναλογούν στον κάθε εργάτη είναι λιγότερες και στοιχίζουν σχετικά ακριβά». (Πολιτική Οικονομία Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, εκδ. 1952, σελ. 175).
Με τη συσσώρευση (συγκέντρωση και συγκεντροποίηση) του κεφαλαίου, μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών, ενσωματώσεων, συμπράξεων κλπ, δίνεται η δυνατότητα στις μεγάλες επιχειρήσεις να αυξήσουν την οργανική σύνθεσή τους, επενδύοντας και αγοράζοντας νέες τεχνολογίες και μηχανήματα, συμπεριλαμβανομένης και της τεχνητής νοημοσύνης. Τεράστιος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων προσώπων, ενώ με τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων ανοίγονται ορίζοντες μεγάλων πλεονεκτημάτων (φτηνότερος τραπεζικός δανεισμός, διεθνείς επαφές και σχέσεις, τεχνικές τελειοποιήσεις, καταμερισμός εργασίας, μικρότερο κόστος παραγωγής, καλύτερη αξιοποίηση πρώτων υλών κ.ά.), γεγονός που δημιουργεί ασύγκριτα καλύτερους όρους ανταγωνισμού με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας.
***
Οι δηλώσεις του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, ότι από την 1η Γενάρη του 2022 μέχρι και το 2025, στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα παρέχονται μεγάλες φορολογικές διευκολύνσεις με την προϋπόθεση ότι θα συγχωνευτούν σε νέο ή ήδη υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, παρερμηνεύτηκαν σαν κάτι θετικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πρόκειται για μισή αλήθεια. Ο κυβερνητικός στόχος, για να μην χαθεί ούτε ένα ευρώ από τα χαμηλότοκα δάνεια του «Ταμείου Ανάκαμψης», υπονομεύει το μέλλον των εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων, μικρομάγαζων, λιανοπωλητών και των εργαζομένων τους. Και εξηγούμαστε. Με βάση την Έκθεση ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ 2019, το 2008 υπήρχαν 942.671μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το 2016 είχαν μειωθεί σε 855.346. Σήμερα, λόγω των πολλαπλών κρίσεων, έχουν απομείνει λίγο περισσότερες από τις μισές. Σημειώνουμε επίσης ότι με βάση την -αυθαίρετη- κατηγοριοποίηση της ΓΣΕΒΕΕ, πολύ μικρές θεωρούνται αυτές που έχουν τζίρο μέχρι 2 εκατ. € και απασχολούν μέχρι 10 άτομα προσωπικό, μικρές αυτές που έχουν τζίρο μέχρι 10 εκατ. € και απασχολούν μέχρι 50 άτομα και μεσαίες αυτές που έχουν τζίρο μέχρι 50 εκατ. € και απασχολούν μέχρι 250 άτομα. Αυτή η κατηγοριοποίηση ανταποκρίνεται στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ, αλλά δεν έχει σχέση με την Ελλάδα. Εδώ, μια εταιρεία με 50 εκατ. τζίρο και 250 άτομα προσωπικό δεν είναι μεσαία εταιρεία αλλά μεγάλη, που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη. Εδώ, θα πρέπει να εστιάσουμε στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν το 48,9% του συνόλου και τις οποίες κυβέρνηση και ΕΕ εξαιρούν του δανεισμού των χαμηλότοκων δανείων από το «Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανανέωσης». Να τονίσουμε, επίσης, πως οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (μέχρι 10 άτομα προσωπικό και κυρίως οι με 2-3) ναι μεν έχουν μέσα παραγωγής στα χέρια τους και εκμεταλλεύονται υπεραξία, αλλά από την άλλη πλευρά έχουν απέναντί τους το ξένο και ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, που προτιμούν τη συγχώνευση με τις μεσαίες επιχειρήσεις, λόγω φυσικά της πολυαριθμότερης πελατείας. Επομένως στη συγκεκριμένη συγκυρία οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν χρεώνονται οπωσδήποτε στην αστική τάξη, αλλά κινούνται μέσα στην ευρύτερη έννοια των λαϊκών στρωμάτων. Επιπλέον, μέσα σ’ αυτές υπάρχουν οι αυτοαπασχολούμενοι, οι λιανοπωλητές, τα μικρομάγαζα κ.ά., ένας κόσμος που στη σημερινή συγκυρία οδηγείται στη φτώχεια ή και την εξαθλίωση. Προφανώς επιχειρηματίας με 50 ή 250 άτομα προσωπικό, εκ των πραγμάτων δεν θεωρείται «λαός».
Η πρωθυπουργική πρόταση θέτει εκβιαστικά το ζήτημα των συγχωνεύσεων με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλοιώνοντας ή και αφανίζοντας ουσιαστικά το προφίλ του «μικρομεσαίου» προς όφελος της μεγάλης επιχείρησης-κορμού που θα έχει και τον κύριο λόγο στις αποφάσεις. Ένα μικρό παράδειγμα δίνει και τον χαρακτήρα της συγχώνευσης. Μία μεσαία επιχείρηση (πχ καφετέρια) αποφασίζει να συγχωνευτεί με ένα μονοπώλιο του είδους (πχ Starbucks) σε ένα νέο νομικό καθεστώς. Η συμμετοχή τους είναι 50%-50%. Την επόμενη χρονιά, λόγω της αύξησης της πελατείας και της ανάγκης μηχανημάτων νέας τεχνολογίας, το μονοπώλιο ζητά αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά πχ ένα 20 εκατ. €. Η μεσαία επιχείρηση δεν το έχει και άρα μειώνει τη συμμετοχή της. Μετά 2-3 χρόνια η μεσαία επιχείρηση έχει εξαφανιστεί.
Παράλληλα, δεν ξεκαθαρίζεται το εργασιακό καθεστώς των εργαζόμενων στις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Οικονόμου, έδωσε ανάγλυφα την αντίφαση, δηλώνοντας ότι: «Κατεξοχήν η πολιτική μας στηρίζει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και για το λόγο αυτό δίνει κίνητρα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ώστε μέσα από τις συγχωνεύσεις να διευρύνουν την εμβέλεια της πελατείας τους και της στόχευσής τους, να μπορούν να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία και να σταθούν απέναντι σε έναν ανταγωνισμό που δεν είναι πλέον τοπικός, ούτε καν εθνικός, αλλά ξεπερνά και τα όρια των εθνικών κρατών». Τι ακριβώς λέει; «Στηρίζουμε μεν τις μεσαίες, διαλύουμε δε τις μικρές!». Με αυτή την πολιτική μονοκονδυλιά, επαγγελματοβιοτέχνες, λιανέμποροι, αυτοαπασχολούμενοι, μικρομάγαζα, μικρές αγροτικές επιχειρήσεις, μαζί με τους εργαζόμενούς τους, χάνονται από τον χάρτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιες απ’ αυτές εξακολουθούν να φυτοζωούν μέσα σε ένα τελείως ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Εξάλλου, οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης, Α. Γεωργιάδη, επιβεβαίωσαν τη ζοφερή προοπτική: «…μόνο η συνένωση των πολύ μικρών επιχειρήσεων με ομοειδείς μεγαλύτερες θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα που θα είναι περισσότερο ανταγωνιστικά, θα έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και προνομιακή πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης, θα έχουν φοροαπαλλαγές και θα μπορέσουν με αυτόν τον τρόπο να βγουν έξω και να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. (…) Επιχειρήσεις με έναν, δύο, τρεις εργαζόμενους στην ΕΕ δεν έχουν πρόσβαση στις τράπεζες…». Παράλληλα, ξεκαθαρίζεται όχι μόνον η κατεύθυνση των κονδυλίων του «Ταμείου Ανάκαμψης», αλλά και η μοίρα των μικρών επιχειρήσεων, των φορτωμένων με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, αλλά και ο δρόμος της ανεργίας για τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους.
Την ίδια στιγμή, με πρόσχημα τα μέτρα κατά της πανδημίας, βεβαιώνονται από την αστυνομία εκατοντάδες «παραβάσεις» καταστημάτων (απαγόρευση λειτουργίας, μη χρήση μάσκας, ποσοστό τ.μ. επιφανείας ανά άτομο κ.ά.) και συλλήψεις καταστηματαρχών που συνοδεύονται με τσουχτερά πρόστιμα. Το αποτέλεσμα είναι να φορτώνονται οι μικρομεσαίοι με συνεχή χρέη που αναγκαστικά τους οδηγούν στην παράδοση άνευ όρων.
Ήδη η κυβέρνηση ετοιμάζει σχετικό Ν/σχ για τις συγχωνεύσεις των επιχειρήσεων, που θα κατατεθεί στη Βουλή κατά τα τέλη Φθινοπώρου. Το νέο Ν/σχ προβλέπει: χαμηλότοκα δάνεια από το «Ταμείο Ανάκαμψης», άμεσες αδειοδοτήσεις και μεταβιβάσεις αδειών, μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά 50% (από το 22% που είναι σήμερα) για τα 3 ή 5 πρώτα χρόνια της επιχείρησης, αύξηση των υπεραποσβέσεων, μείωση της φορολόγησης των αποθεματικών, επιδότηση υποδομών της νέας εταιρείας, μείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.ά. Θα υπάρξει λεπτομερής έλεγχος των συγχωνεύσεων και αυστηρά κριτήρια επιλογής των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων. Στο μεταξύ καμία πρόνοια δεν λαμβάνεται για τους εργαζόμενους που θα πεταχτούν στους δρόμους, πέρα από τα επιδοματικά ξεροκόμματα.
Αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες των εργαζομένων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συγχωνεύονται, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους, τους λιανοπωλητές, τους μικρομαγαζάτορες κλπ θα δεχθούν, μαζί με τον υπόλοιπο λαό, μία επίθεση διαρκείας κατά των εισοδημάτων των εργατολαϊκών στρωμάτων από την κυβέρνηση της Δεξιάς, με βάση το νέο Μνημόνιο του «Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανανέωσης». Οι βαρύτατες επιπτώσεις στα εισοδήματά τους θα προέλθουν από την αύξηση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών, των καυσίμων, του πετρελαίου θέρμανσης, την αύξηση της φορολογίας, τη σταδιακή εισαγωγή «πράσινου φόρου» στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τη μη χορήγηση τιμαριθμικής προσαρμογής στις συντάξεις, την αύξηση των τιμολογίων των πρώην ΔΕΚΟ, τις αλλαγές στο καθεστώς των επικουρικών συντάξεων κ.ά.
Την ώρα που η κυβέρνηση ξεπουλά ό,τι έχει απομείνει από τις δημόσιες υποδομές της χώρας, αφήνοντας το δημόσιο σύστημα Υγείας και την Παιδεία στο έλεος της ιδιωτικοποίησης, ο Μητσοτάκης αγοράζει γαλλικές φρεγάτες και κορβέτες πολλών δισ. €, υπακούοντας δουλικά στο NAΤΟαμερικανικό νεύμα, ώστε να καλυφθεί μέρος από την ακύρωση της γαλλοαυστραλιανής συμφωνίας.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι τα εργατολαϊκά στρώματα καλούνται να πληρώσουν την κρίση, με το υστέρημά τους και ακόμα με το χάσιμο της δουλειάς τους. Μπροστά στον λαό βρίσκεται το δίλημμα είτε της υποταγής, είτε του αγώνα.
Χρειάζεται να εκφραστεί μαζική λαϊκή αντίδραση με αγωνιστικές κινητοποιήσεις κατά της ακρίβειας, των φορολογικών μέτρων, που οδηγούν στη φτώχεια τις λαϊκές οικογένειες. Ο λαός να αρνηθεί να πληρώσει τα βάρη της κρίσης για την οποία δεν έχει καμία ευθύνη.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr