Ο υπουργός διαβεβαιώνει στη συνέντευξή του πως οι καθηγητές «έχουν απλώς ένα συμπλήρωμα μισθού και όχι περιουσίες» αλλά ταυτόχρονα καλεί τις οικογένειες να «αυτοπροστατευτούν από κάτι που δεν είναι ηθικά σωστό», να πληρώνουν δηλαδή «μαύρα» καθηγητές για ιδιαίτερα.

Φαίνεται πως τον υπουργό δεν τον ενοχλεί «ηθικά» ότι οι καθηγητές παίρνουν τόσο χαμηλό μισθό που αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά. Δεν θεωρεί «ηθικό» πρόβλημα πως υπάρχουν τόσοι άνεργοι καθηγητές για τους οποίους τα ιδιαίτερα είναι η μόνη λύση. Δεν έχει να πει τίποτα για το αν είναι «ηθικοί» οι άθλιοι μισθοί που δίνουν τα φροντιστήρια και ωθούν τους καθηγητές να κάνουν ιδιαίτερα. Ούτε λέει κάτι για το κατά πόσο «ηθικό» είναι να διοικεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο οι μαθητές πρέπει να ψάξουν για εξωσχολική εκπαίδευση προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.

Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένες αθέατες πλευρές του θέματος που έμειναν και αυτή τη φορά στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης που αφορά τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα.

Είναι αλήθεια ότι το θέμα των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων κατέχει, χρόνια τώρα, περίοπτη θέση στο δημόσιο και ιδιωτικό «διάλογο» διαρκείας για την εκπαίδευση, καθώς απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, εκπαιδευτικούς, φροντιστές και την «κρέμα», βεβαίως, των οικογενειακών προϋπολογισμών η οποία «ξαφρίζεται».

Επειδή ιδιαίτερα το θέμα αυτό κινητοποιεί τις συνήθεις κοινοτοπίες της κοινής γνώμης, προσφέρεται για εκμετάλλευση «παντός καιρού» και εύκολη εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων στην κατεύθυνση της δυσφήμισης και συκοφάντησης των εκπαιδευτικών και του δημόσιου σχολείου, επιχειρούμε σήμερα να φωτίσουμε ορισμένες βασικές του πλευρές.

Να το πούμε καθαρά: τα «καύσιμα» της κίνησης της φροντιστηριακής δραστηριότητας (φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα) πριμοδοτούνται από το ανταγωνιστικό σύστημα επιλογής για τα ΑΕΙ – ΤΕΙ, το οποίο στηρίζεται σε μεθόδους που προσφέρονται για εμπορική εκμετάλλευση.

Ιδιαίτερα τα πολλά τελευταία χρόνια, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα ως «εργολάβοι των εξετάσεων», καθώς τρέφονται, περισσότερο ίσως από ποτέ, από τη δημιουργία ενός σχολείου που βασίζεται στον έντονο εξεταστικό ανταγωνισμό, έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν τις «υπηρεσίες» τους σαν το μοναδικό και ασφαλέστερο στέγαστρο σχολικής «προστασίας», να «πλασάρονται» σαν τον ασφαλέστερο δρόμο για την εξασφάλιση καλής «σειράς προτεραιότητας» και να κόβουν και να ράβουν το «μεθυσμένο καράβι» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στα δικά τους πατρόν.

Κάθε τρεις και λίγο, σε μια κίνηση φαρισαϊκού εντυπωσιασμού, οι ιδιοκτήτες φροντιστηρίων καταγγέλλουν ότι έχουν στα χέρια τους συγκεκριμένα στοιχεία για χιλιάδες εκπαιδευτικούς του δημόσιου σχολείου οι οποίοι παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα.

Χρειάστηκαν ιδιωτικοί ντετέκτιβ, βιντεοκασέτες και μηνυτήριες αναφορές, μια δαπανηρή και καλοστημένη επιχείρηση τύπου ΣΔΟΕ, όχι, βεβαίως, για να παρουσιάσουν και να κατακρίνουν ένα εξεταστικό σύστημα που ωθεί τους μαθητές μαζικά στην προσφυγή στην «παιδεία του παρά» αλλά για να αποκαλύψουν ότι στην «πίτα» παιδεία – εμπόρευμα θέλουν να τρώνε μόνοι.

«Νονοί» οι ίδιοι ενός διεστραμμένου ξαναβαφτίσματος των λέξεων και των εννοιών, ενώ δεν γνωρίζουν να πουν ούτε μία λέξη για την πρακτική των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων που ενθαρρύνουν και συστηματοποιούν μια απογυμνωμένη εκδοχή της σχολικής εργασίας, που τροφοδοτούν μια καταναλωτική συμπεριφορά απέναντι στη σχολική ζωή, που ροκανίζουν την εφηβεία με «γερμανικά» ωράρια, γνωρίζουν «χίλιες λέξεις» για την υπεράσπιση της «πίτας».

Από την άλλη τα ιδιαίτερα μαθήματα, πράγματι, έχουν πάρει διαστάσεις μάστιγας όχι μόνο για τους μαθητές και για τον οικογενειακό προϋπολογισμό αλλά και για το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως για ένα τμήμα των ίδιων των εκπαιδευτικών που προσπαθούν να «σπάσουν τα δεσμά» ενός πανάθλιου μισθού όχι διεκδικώντας ό,τι τους ανήκει, αλλά επαιτώντας «πόρτα-πόρτα» οι περισσότεροι την επιβίωσή τους, κάποιοι τον πλουτισμό τους.

Όμως αν θέλουμε να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτός που λιπαίνει το έδαφος της είναι το ίδιο το κράτος-επιχειρηματίας που αντιμετωπίζει τα σχολεία σαν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, τους μαθητές σαν πρώτες ύλες, τους γονείς σαν καταναλωτές και τους καθηγητές σαν κακοπληρωμένους τεχνικούς.

Πριν από 2.500 χιλιάδες χρόνια, στην «Τέχνη του Πολέμου», ένας μεγάλος Κινέζος στρατηγός, ο Σουν Τζου, έγραφε: «Όταν περικυκλώνεις τον αντίπαλο, άφηνε του πάντα μια διέξοδο.

Αυτό δε σημαίνει ότι θα τον αφήσεις να διαφύγει. Ο σκοπός είναι να τον κάνεις να πιστέψει ότι υπάρχει κάποια οδός σωτηρίας. Έτσι ώστε να μην πολεμήσει, για το δίκιο του, με το θάρρος που δίνει η απελπισία». Αυτό κάνουν και οι κυβερνήσεις χρόνια τώρα.

Έχουν τους εκπαιδευτικούς με «τρεις και εξήντα», αφήνοντάς παράλληλα ανοιχτό το «παράθυρο» των ιδιαίτερων μαθημάτων. Είναι, κοντολογίς, το κράτος-επιχειρηματίας που «βολεύεται» και «κλείνει το μάτι» στον εκπαιδευτικό για να έχει «το κεφάλι του ήσυχο» όσο αυτός δεν απαιτεί αξιοπρεπή δημόσιο μισθό ή για να μπορεί να «πετάει τη λάσπη» των «ιδιαίτερων» αδυναμιών του κάθε φορά που απαιτεί: «Μπορείς να εξασφαλίσεις την επιβίωσή σου έξω από το σχολείο, κ. Καθηγητά! Πρόσεξε όμως!

Αν ζητήσεις ποτέ να μπορείς να ζεις μόνο από το “δημόσιο” μισθό σου εγώ θα σε καταγγείλω, «ιδιαιτεράκια»!

Χρήστος Κάτσικας, μελος του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το