Όπως γίνεται κατανοητό η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.
Και αυτό ακριβώς γίνεται και στη χώρα μας. Από τους διαμορφωτές της πολιτικής, από τα μέσα ενημέρωσης και από παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη τα αποτελέσματα της Έκθεσης PISA χρησιμοποιούνται ως η επαρκής απόδειξη της αποτυχίας των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κάθε φορά που ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα του PISA ξεσκόνιζαν τα ρεφρέν τους για τους «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και για «τους μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις». Ανάμεσά τους ο γνωστός Ι.Κ. Πρετεντέρης δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και στο ΒΗΜΑ της 8/12/2013 έριξε ευθέως τα βόλια του στους εκπαιδευτικούς θεωρώντας τους υπεύθυνους για το «σχολείο που όπως φαίνεται ειδικεύεται στο να παράγει πολλούς αγανακτισμένους, αναστατωμένους, αδικημένους, απογοητευμένους…».
ΓΝΩΣΤΗ Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Και εδώ εμφιλοχωρεί αβίαστα ένα κεντρικό ερώτημα: Κι αν δεν τα έχουν πάει καλά οι επιδόσεις των μαθητών μας στο συγκεκριμένο «διαγωνισμό» τι πρέπει να κάνουμε; Ο ΟΟΣΑ έχει έτοιμη τη «θεραπευτική αγωγή» και μας την θυμίζει ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Τσουκάλης: Να αυξήσουμε τις ώρες των εκπαιδευτικών, να αυξήσουμε τα όρια συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών, να συγχωνεύσουμε τα σχολεία, να αυξήσουμε τον αριθμό μαθητών στα τμήματα, να εντάξουμε, αβοήθητους, τους μαθητές με αναπηρία στα κανονικά σχολεία, να βάλουμε τα σχολεία σ` έναν ανελέητο ανταγωνισμό, να δημιουργήσουμε σχολεία για την ελίτ και κυρίως να αξιολογήσουμε τους εκπαιδευτικούς!
Είναι αθώο το PISA;
Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν η Σιγκαπούρη, η Κίνα, ή το Μακάο, που πρωτεύουν στον εν λόγω διαγωνισμό είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Ή μήπως είναι τελικά;
Που είναι η Αμερική με τα «Χάρβαρντ»;
Που είναι η Μ. Βρετανία με τα «Κέιμπριτζ»;
Εύλογα ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Τσουκάλης αναρωτιέται: Πώς είναι δυνατόν, άραγε, να συγκρίνονται οι επιδόσεις 15χρονων μαθητών και να κατατάσσονται σε σειρά επιτυχίας, με εργαλείο ένα «εξεταστικό παράδειγμα» παγκόσμιας εμβέλειας, που παρακάμπτει τα σχολικά τους προγράμματα και αγνοεί τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες των επιμέρους χωρών-μελών;
Αλλά ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά
Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.
Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Που στοχεύει τελικά το PISA;
Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA.
Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση.
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Χρήστος Κάτσικας, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου – αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
e-prologos.gr