Καθώς πολλαπλασιάζονται οι καταγγελίες για βιασμούς, η έγκλειστη πανδημική μας κοινωνία βρήκε θέμα, εκτός από τη αγιότητα του Τσιόδρα και την brutal διαχείριση του Χαρδαλιά, για να περνά με μικρά επιφωνήματα απαρέσκειας τον πολύ και πολύ νωθρό χρόνο της έγκλειστης τηλεθέασης.
Μοιάζει σαν η ελληνική κοινωνία να αποτελείται μόνο από βιαστές και βιασμένους και στη μέση τηλεθεατές στο μεγάλο μπανιστήρι. Κι ενώ το πανδημικό απόσπασμα κάθε μέρα εκτελεί ό,τι είχε απομείνει από την αστική δημοκρατία, την ελευθερία, την εργασιακή αξιοπρέπεια, τη μικρομεσαία επιχείρηση, τη δημόσια περιουσία, τη δημόσια υγεία, το δημόσιο σχολείο, την κοινή λογική, εκείνο που απασχολεί όση φαιά ουσία δεν έκαψε η τηλεόραση και ο εγκλεισμός, είναι οι επώνυμοι ασυγκράτητοι της λαγνείας.
Και μέσα σ’ αυτή τη ‘βιασμολογία’, μέσα σε όλη αυτή την παρακμή που θυμίζει το Μεγάλο Φαγοπότι του Φερέρι, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη, ίσως ούτε καν η υποψία για το μεγάλο βιασμό. Η ελληνική κοινωνία, οι γυναίκες, οι άντρες της, τα παιδιά και οι γέροι της, όλοι μας, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία είναι μια βιασμένη γυναίκα, με επανειλημμένους, σκληρούς και ατιμώρητους βιασμούς.
Κάθε μέρα και σε δημόσια θέα, ασελγούν πάνω μας οι διαχειριστές μιας ανάλγητης εξουσίας που εμείς τους παραδώσαμε. Είναι τόση η διαστροφική μανία με την οποία μεταχειρίζεται την ελληνική κοινωνία όλο το πλέγμα των εξουσιών, που το σώμα της έχει καταντήσει κουρέλι. Μοιάζει να ‘ναι, σχεδόν πια μόνιμα, κακοποιημένη και ακινητοποιημένη σ’ ένα κρεβάτι και να περιμένει, με ανοιχτά ποδιά τον επόμενο βιασμό γιατί, κρατώντας σφιχτά το μικροαστισμό της, κάθε τέσσερα χρόνια αφήνεται να πειστεί απ’ την υπόσχεση για ‘γάμο και αποκατάσταση’, μπροστά στο βωμό της κάλπης. Κι έτσι, ο ειδεχθής βιασμός νομιμοποιείται. Εξασφαλίζεται το άλλοθι της «συναίνεσης» που λένε και οι νομικάτζες στις δίκες των βιασμών. Ειδικά η περίοδος της πανδημίας κατέγραψε τους πιο αποτρόπαιους ομαδικούς βιασμούς – με παράλογους εγκλεισμούς, άγρια καταστολή και θανατολογία – στο σώμα μιας κοινωνίας βιασμένης πολλαπλά πριν, από χρεοκοπίες, κατασχέσεις, λουκέτα και αυτοκτονίες.
Κοντεύουν πέντε αιώνες από τότε που ο Étienne de la Boétie έγραφε στο Ε γ χ ε ι ρ ί δ ι ο Π ε ρ ί Ε θ ε λ ο δ ο υ λ ε ί α ς , “Εκείνος, που έτσι σας καταδυναστεύει, έχει μόνο δυο μάτια, δυο χέρια, μόνο ένα σώμα, τίποτα παραπάνω για να σας καταστρέψει, από την εξουσία που εσείς του απονείματε. Πού βρήκε αρκετά μάτια για να σας κατασκοπεύει, εάν δεν του τα δώσατε οι ίδιοι; Πώς μπορεί να έχει τόσα πολλά χέρια για να σας χτυπά, εάν δεν τα δανείστηκε από σας; Τι θα μπορούσε να σας κάνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν συνεργούσατε με τον κλέφτη που σας ρημάζει, εάν δεν ήσασταν συνένοχοι με τον εγκληματία που σας σκοτώνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν προδίδατε τους εαυτούς σας; Σπέρνετε τα χωράφια σας ώστε να μπορεί να τα ρημάζει. Ανατρέφετε τις κόρες σας ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη λαγνεία του, μεγαλώνετε τα παιδιά σας προκειμένου να οδηγηθούν στις μάχες του, να πάνε στο σφαγείο, να γίνουν υπηρέτες της απληστίας του. Παραδίνεται τα κορμιά σας στη σκληρή εργασία προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις απολαύσεις του. Τέτοιες ταπεινώσεις, που ούτε τα κτήνη του αγρού δεν θα υπέμεναν. Και όλα με την έγκρισή σας».
Στο “εξώφυλλο”: Ελαιογραφία του Γερμανού σουρρεαλιστή Siegfried Zademack
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr