Στην προεκλογική του εκστρατεία, άλλωστε ο Μπολσονάρου είχε μεταξύ άλλων αναφέρει: “Ένας από τους στόχους μας για να απομακρύνουμε τη Βραζιλία από τις τελευταίες θέσεις των ακαδημαϊκών κατατάξεων θα είναι να πολεμήσουμε τα μαρξιστικά σκουπίδια που διαδίδονται στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα”, όπως επίσης: “Θα μπω στο υπουργείο Παιδείας με ένα φλογοβόλο για να διώξω τον Πάουλο Φρέιρε”.
Ο Πάουλο Φρέιρε γεννήθηκε το 1921 στο Ρεσίφε της Βραζιλίας, μέλος μιας μικροαστικής οικογένειας που χτυπήθηκε έντονα από το οικονομικό κραχ. Το 1943 άρχισε να σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ρεσίφε, ενώ σπούδασε και φιλοσοφία. Εργάστηκε ως καθηγητής σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το 1961 διορίστηκε διευθυντής του τμήματος Πολιτισμικής Επέκτασης του Πανεπιστημίου του Recife. Το 1967 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο στη Βραζιλία με τίτλο «Educacao como Practics de Liberdade». Το πιο διάσημο βιβλίο του είναι η «Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων». Η «Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων» δημοσιεύτηκε στην αγγλική το 1970 και στα ισπανικά.
Ο Paulo Freire ήταν μέχρι πρόσφατα μέλος του Κέντρου για τη μελέτη της ανάπτυξης και της κοινωνικής αλλαγής και έκτακτος καθηγητής του Κέντρου Μελετών για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Στη Χιλή είχε τη θέση του Συμβούλου στο Ινστιτούτο Ερευνών και Εκπαίδευσης για την αγροτική μεταρρύθμιση της UNESCO. Προηγουμένως ήταν γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας και γενικός συντονιστής του Εθνικού Προγράμματος ενάντια στον αναλφαβητισμό των ενηλίκων στη Βραζιλία..
Ο Freire δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Recife της Βραζιλίας, όταν του ανέθεσαν να μελετήσει το πρόβλημα καταπολέμησης του αναλφαβητισμού στη Β.Α. Βραζιλία (Nordeste), τη φτωχότερο γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας, όπου ζούσαν πολλά εκατομμύρια φτωχών αγροτών, βουτηγμένων στην ένδεια, στις επιδημίες, στις ξηρασίες και στην μοιρολατρία. Όλες οι οικογένειες δουλεύουν στα μεγάλα κτήματα των λίγων μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Freire άρχισε, και ήταν απόλυτα πεισμένος πως θα τα βγάλει πέρα. Με τη μέθοδό του, οι χωρικοί έπρεπε να μάθουν να διαβάζουν μέσα σε έξι εβδομάδες. Οι ιδέες του Freire πάνω στο ποιος ορίζει την γνώση ήταν σωστός πολιτικός δυναμίτης, κι έτσι, όταν το 1964 την εξουσία πήρε η στρατιωτική κυβέρνηση, ο Freire φυλακίστηκε, έμεινε φυλακή περίπου 70 μέρες, αποφυλακίστηκε και πήγε στην Χιλή, όπου με την συνεργάτιδα της UNESCO και του Χιλιανού Ινστιτούτου για αγροτικές μεταρρυθμίσεις εργάστηκε για πέντε χρόνια στην εκπαίδευση των ενηλίκων.
Ο Freire εξακολουθεί να εργάζεται πάνω στις ιδέες που έθεσε σε εφαρμογή στη Βραζιλία και στην Χιλή. Τώρα υπηρετεί στο Γραφείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών και είναι διευθυντής του δικού του Ινστιτούτου «Πολιτισμική Δράση», στη Γενεύη.Όπως ήταν επόμενο δέχτηκε πολλές επιθέσεις για τις ιδέες του και για τα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων. Τον αποκάλεσαν «αγράμματο» και εισηγητή μιας ουδέτερης μεθόδου, που ούτε και τον ίδιο δίδαξε πώς να διαβάζει και να γράφει. Τον κατηγόρησαν ακόμη ότι επαίρεται πως ανακάλυψε τον διάλογο («ποτέ δεν έκανα μια τέτοια δήλωση», λέει ο ίδιος). Όσον αφορά την έλλειψη πηγαιότητας, απαντά ο Freire, ότι δεν έχεις παρά να θυμηθείς τον Dewey, για τον οποίο η πηγαιότητα δεν βρίσκεται στο ασυνήθιστο και στο περίεργο, αλλά στην ικανότητα να χρησιμοποιείς τα καθημερινά πράγματα σε δουλειές που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να τις φανταστούν. «Καμία από τις κατηγορίες δεν με στεναχώρησε, λέει ο Freire. Εκείνο που με κάνει να απορώ είναι η κατηγορία που μου προσάπτεται ότι είχα πρόθεση να μποσελβικοποιήσω την χώρα. Είναι αλήθεια πως το πραγματικό μου έγκλημα ήταν πως αντιμετώπισα την αγραμματοσύνη όχι σαν ένα συνηθισμένο μηχανικό πρόβλημα, αλλά συνέδεσα το πρόβλημα με την κριτική συνειδητοποίηση, πράγμα επικίνδυνο για τους επικριτές μου. Το μόνο που έκανα είναι πως χρησιμοποίησα την παιδεία σε μια προσπάθεια να ελευθερώσω τους ανθρώπους και όχι να τους υποδουλώσω».
Βασική αρχή της παιδαγωγικής του είναι η κατάργηση της διχοτόµησης µεταξύ διδασκαλίας και µάθησης. ∆ύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισής του είναι ο διάλογος (dialogue) και η διατύπωση και συζήτηση προβληµάτων (problem posing). Σύµφωνα µε τον Freire, ο διάλογος είναι µια «συνάντηση µεταξύ ανθρώπων, µε ενδιάµεσο την πραγµατικότητα, για την ανακάλυψη και ονοµάτιση αυτής της πραγµατικότητας. Ο διάλογος είναι µια υπαρξιακή αναγκαιότητα»
Ρόλος του εκπαιδευτικού είναι να προτείνει προβλήματα σχετικά με τις κωδικοποιημένες υπαρξιακές καταστάσεις για να βοηθήσει τους μαθητές να πετύχουν μια αυξανόμενη κριτική αντίληψη της πραγματικότητάς τους.
Ο Πάουλο Φρέιρε για «τα προσόντα ενός προοδευτικού δασκάλου» – Απόσπασμα από το βιβλίο του Δέκα Επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω, τα οποία θεωρώ απαραίτητα για τον προοδευτικό δάσκαλο, είναι προσόντα που αποκτώνται σταδιακά, μέσα από την καθημερινή πρακτική. Επιπλέον, αναπτύσσονται μέσα από την πρακτική, παράλληλα με την πολιτική απόφαση ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξαιρετικής σημασίας. Έτσι, τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω δεν μπορούμε να τα έχουμε εκ γενετής ούτε μπορούν να μας δοθούν με διάταγμα ή ως δώρο. Επίσης, η σειρά με την οποία τα παρουσιάζω εδώ δεν αφορά την αξία τους. Είναι όλα εξίσου αναγκαία για μια προοδευτική εκπαιδευτική πράξη.
Θα αρχίσω με την ταπεινοφροσύνη, χωρία να υπονοείται με κανένα τρόπο η έλλειψη αυτοσεβασμού, η μοιρολατρία ή η δειλία. Αντίθετα, η ταπεινοφροσύνη προϋποθέτει θάρρος, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους.
Η ταπεινοφροσύνη μας βοηθά να καταλάβουμε μια προφανή αλήθεια: κανείς δεν τα ξέρει όλα. Κανείς δεν τα αγνοεί όλα. Όλοι ξέρουμε κάτι. Όλοι αγνοούμε κάτι. Κάποιος χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν μπορεί καν να ακούσει με σεβασμό εκείνους που θεωρεί πολύ κατώτερους του δικού του επιπέδου ικανοτήτων […]
Μια από τις ελλείψεις που μπορεί να έχει ο εκπαιδευτικός είναι η ανικανότητα να παίρνει αποφάσεις. Μια τέτοια αναποφασιστικότητα εκλαμβάνεται από τους μαθητές είτε ως ηθική αδυναμία είτε ως επαγγελματική ανικανότητα. Οι δημοκρατικοί εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να ακυρώνουν τον εαυτό τους στο όνομα της δημοκρατικότητάς τους. Αντίθετα, μολονότι δεν μπορούν να πάρουν την αποκλειστική ευθύνη για τη ζωή των μαθητών τους, δεν πρέπει στο όνομα της δημοκρατίας να αποφύγουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων. Παράλληλα, δεν πρέπει να αυθαιρετούν στις αποφάσεις τους […]
Μολονότι αναγνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις περί προσόντων είναι ανολοκλήρωτες, θα ήθελα επίσης να αναφέρω με συντομία τη χαρά της ζωής, που τη θεωρώ θεμελιώδη αρετή για τη δημοκρατική εκπαιδευτική πρακτική.
Είτε είμαστε πρόθυμοι να ξεπεράσουμε παραλείψεις ή ασυνέπειες είτε όχι, με ταπεινοφροσύνη, με στοργική αγάπη, με θάρρος, ανοχή, ικανότητα, αποφασιστικότητα, υπομονή – ανυπομονησία και λεκτική φειδώ, συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός ευτυχισμένου, χαρούμενου σχολείου. Εργαζόμαστε για ένα σχολείο – περιπέτεια, ένα σχολείο που πάει μπροστά, που δεν φοβάται να ριψοκινδυνεύει, που απορρίπτει τη στασιμότητα. Είναι ένα σχολείο που σκέφτεται, συμμετέχει, δημιουργεί, μιλά, αγαπά, φαντάζεται, αγκαλιάζει με πάθος και λέει ναι στη ζωή. Δεν είναι ένα σχολείο που σιωπά και παραιτείται.
Πράγματι, ο εύκολος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που ορθώνονται από την κυβερνητική περιφρόνηση και την αυθαιρεσία των αντιδημοκρατικών αρχών είναι η μοιρολατρική παραίτηση, στην οποία πολλοί από εμάς καταφεύγουμε.
«Και τι μπορώ να κάνω; Είτε με αποκαλούν δάσκαλο είτε στοργική μητέρα, εγώ πάλι είμαι κακοπληρωμένος, αγνοημένος και παραμελημένος. Ας είναι, λοιπόν». Στην πραγματικότητα αυτή είναι η πιο βολική θέση, αλλά είναι και η θέση αυτού που παραιτείται από τον αγώνα, που παραιτείται από την ιστορία. Είναι η θέση εκείνων που αποκηρύσσουν τη σύγκρουση, η έλλειψη της οποίας υπονομεύει την αξιοπρέπεια της ζωής. Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή ή ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς αγώνα και σύγκρουση. Η σύγκρουση ενυπάρχει στη συνείδησή μας. Αν αρνηθούμε τη σύγκρουση παραβλέπουμε τις πιο θεμελιακές όψεις της φυσικής και της κοινωνικής μας εμπειρίας. Προσπαθώντας να αποφύγουμε τη σύγκρουση, συντηρούμε το στάτους κβο.
Δεν βλέπω, συνεπώς, άλλη εναλλακτική λύση για τους εκπαιδευτικούς από την ενότητα μέσα στην ποικιλομορφία των ενδιαφερόντων τους για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Αυτά τα δικαιώματα περιλαμβάνουν το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδασκαλία, το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους. Το δικαίωμα για καλύτερες συνθήκες στην άσκηση του παιδαγωγικού τους έργου, το δικαίωμα να παίρνουν πληρωμένες ετήσιες άδειες για επιμόρφωση, το δικαίωμα να είναι συγκροτημένοι. Το δικαίωμα να κρίνουν τις αρχές χωρίς το φόβο αντίποινων (που συνεπάγεται το καθήκον να κρίνουμε ειλικρινά). Το δικαίωμα στο καθήκον να είναι σοβαροί και σαφείς και να μην ψεύδονται για να επιβιώσουν.
Πρέπει να αγωνιζόμαστε ώστε αυτά τα δικαιώματα όχι μόνο να αναγνωριστούν, αλλά και να γίνουν σεβαστά και να εφαρμοστούν. Κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί να αγωνιστούμε στο πλευρό των συνδικαλιστικών οργανώσεων κι άλλες φορές εναντίον τους, αν η ηγεσία τους είναι σεχταριστική, είτε είναι αριστερή είτε δεξιά. Άλλες φορές πάλι μπορεί να πρέπει να αγωνιστούμε ως προοδευτική διοίκηση ενάντια στην οργισμένη αντίδραση της συντήρησης, των προσηλωμένων στις παραδόσεις και εναντίον των νεοφιλελεύθερων που βλέπουν τον εαυτό τους ως το απαύγασμα της ιστορίας […]
Οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί πρέπει να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν είναι μόνο δάσκαλοι – κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί – δεν είναι μόνο ειδικοί της διδασκαλίας. Είμαστε πολιτικοί αγωνιστές, επειδή είμαστε δάσκαλοι. Η δουλειά μας δεν τελειώνει στη διδασκαλία των μαθηματικών, της γεωγραφίας, του συντακτικού, της ιστορίας. Η δουλειά μας είναι να διδάξουμε αυτά τα πράγματα με σοβαρότητα και επιδεξιότητα, αλλά και να συμμετέχουμε, να αφιερωθούμε στον αγώνα για να νικηθεί η κοινωνική αδικία.
Με πληροφορίες από: Telesur, logiaekpaideytikwn
e-prologos.gr