[Αναδημοσιεύουμε ένα προ 15ετίας άρθρο του Λαϊκού Δρόμου,
που πρωτοπαρουσιάσαμε στον e-prologos.gr το Δεκέμβρη του 2018
και εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και να “φωτίζει” τις θέσεις που εκφράζει σήμερα το ΚΚΕ]
Oι βασικές ιδέες του ρεβιζιονισμού που επί δεκαετίες -από τον καιρό του 20ού συνεδρίου και της «6ης Oλομέλειας»- αποτέλεσαν τα γενικά βάθρα της πολιτικής του ΚΚΕ, μιας πολιτικής που οδηγήθηκε τελικά στο πλήρες αδιέξοδο και γνώρισε την περίοδο ’81-’91 την ολοκληρωτική χρεοκοπία, αποτελούν και σήμερα, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει, τα πανομοιότυπα σαθρά βάθρα και της τωρινής πολιτικής του κόμματος αυτού.
Η διαστρέβλωση και η άρνηση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για το κράτος και την προλεταριακή επανάσταση, η υποκατάσταση του επαναστατικού δρόμου με την απάτη του «κοινοβουλευτικού δρόμου», το ρεφορμιστικό κήρυγμα βαθμιαίας μετεξέλιξης της αντιδραστικής εξουσίας των μονοπωλίων σε «λαϊκή εξουσία» και συνακόλουθα του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, με δυο λόγια όλος ο βασικός πυρήνας των ιδεών του ρεβιζιονισμού, παραμένει ατόφιος και αμετάβλητος στην ουσία του.
Αν και το εξωτερικό περίβλημα διαφέρει και οι μορφές που ντύθηκε το ρεβιζιονιστικό περιεχόμενο τροποποιήθηκαν, η ουσία του διατηρήθηκε απαράλλαχτη, καθορίζοντας το περιεχόμενο της πολιτικής του ΚΚΕ, όπως αυτό αναδύεται απ’ όλες τις θεωρητικές επεξεργασίες του, την «ταχτική και στρατηγική» και τα προγράμματά του, κι όπως πρακτικά συνοψίζεται στην κεντρική του «πολιτική πρόταση, λαϊκής συμμαχίας για τη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Oικονομία», που σε μια πρόσφατη φρεσκαρισμένη εκδοχή της, ξαναλανσάρεται και προωθείται από το ΚΚΕ με εντατικό ρυθμό τους τελευταίους μήνες, ύστερα από τις εκλογές.
Oι σελίδες του «Ριζοσπάστη» των τελευταίων μηνών, είναι καθημερινά γεμάτες με απανωτές ομιλίες των στελεχών της ηγεσίας του ΚΚΕ, αναλύσεις κλπ, που παρουσιάζουν και διαλαλούν την «πολιτική πρόταση» για τη «Λαϊκή Εξουσία» και για τη «Λαϊκή Oικονομία».
Τι είναι αυτή η «πρόταση», περί τίνος συγκεκριμένα πρόκειται; Σε συνέντευξη Τύπου (που περιέχεται σε ένθετο στο «Ριζοσπάστη» της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 2007), με τίτλο «Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ στο λαό», η γ.γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, δίνει τις παρακάτω εξηγήσεις:
«Κατά τη διάρκεια της εκλογικής μάχης, πολλοί εργαζόμενοι… μας έβαζαν το ερώτημα: Καλά εντάξει, είσαστε ένα κόμμα αντίστασης και διαμαρτυρίας, σας αναγνωρίζουμε. Έχετε όμως, κυβερνητική πρόταση, έχει πρόταση διακυβέρνησης, έχετε πρόταση εξουσίας; Κι εμείς βεβαίως τους απαντούσαμε: Ναι, τους αναλύαμε αυτή την πρόταση, αλλά η εκλογική μάχη δε σε αφήνει να δώσεις ολοκληρωμένα τις θέσεις σου γι’ αυτό το θέμα. Έχουμε πρόταση και θα έχετε την ευκαιρία και στο επόμενο διάστημα -όπως υπήρχαν και στο παρελθόν- να τη συζητήσουμε. Απαντάμε και στις αιτιάσεις και κατηγορίες της ΝΔ και του ΠΑΣOK …(ότι) το ΚΚΕ μια ζωή διαμαρτυρία κάνει, δεν έχει θετική πολιτική πρόταση διεξόδου…».
Από τα παραπάνω συνάγεται πως η ανάγκη να φέρουν έντονα τώρα στην ημερήσια διάταξη την «πολιτική πρόταση του ΚΚΕ στο λαό», συνδέεται με τις μετεκλογικές εξελίξεις, ενώ προηγούμενα «στη διάρκεια της εκλογικής μάχης» ο περιστάσεις δεν τους επέτρεπαν να δώσουν ολοκληρωμένα τις θέσεις τους «γι’ αυτό το θέμα» αν και τους… πίεζαν οι εργαζόμενοι να το κάνουν! Συνάγεται επίσης ότι έχουμε να κάνουμε με μια «κυβερνητική πρόταση», «πρόταση διακυβέρνησης», «πρόταση εξουσίας», τελικά με μια «θετική πολιτική πρόταση διεξόδου».
Όπως σημειώνει η Α.Π. (στην ίδια συνέντευξη):
«Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ δεν είναι καινούρια. Είναι επεξεργασμένη στα Συνέδριά του και υπόκειται σε συνεχείς επεξεργασίες, χωρίς να αλλάζει ο κορμός της, με βάση τις εξελίξεις, την πιο βαθιά και την πιο στενή σύνδεση του κόμματος με τα λαϊκά προβλήματα, αλλά και με τη βοήθεια της επιστημονικής επεξεργασίας και της έρευνας, που αποτελούν σημαντικό εργαλείο και μεθοδολογία της πολιτικής μας…».
Κάποτε ο Χ. Φλωράκης είχε κάνει λόγο για «επιστημονικό οππορτουνισμό» και η φράση εκείνη που απευθύνονταν τότε στους πολύ ορμητικούς «ανανεωτές» που εξέθρεψε η γραμμή του κόμματός του, θα ταίριαζε μάλλον και στην περίπτωση των επιγόνων του, που όλα τα εξηγούν «επιστημονικά» και για όλα επικαλούνται κάποιους «μαρξιστές επιστήμονες», προκειμένου είτε να παραστήσουν σαν προϊόν σπουδαίας «έρευνας» και πολύ βαθιού στοχασμού διάφορες οππορτουνιστικές και κατά κανόνα ρηχές όσο και αστήριχτες επινοήσεις τους, είτε να αποφύγουν την πολιτική απάντηση σε καθορισμένα πολιτικά προβλήματα, τα οποία παραπέμπουν στα πορίσματα κάποιας μελλοντικής «έρευνας».
Αλλά ας επιστρέψουμε στην «πρόταση». Ποιες είναι τελικά οι επεξεργασίες που έκαναν τα συνέδρια του ΚΚΕ με τη βοήθεια, όπως λένε, της επιστημονικής έρευνας; Oι επεξεργασίες μπορεί να είναι διάφορες, αλλά η ουσία συνοψίζεται στην εξής μία: Ότι δηλαδή «σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς της επιρροής των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, και ενώ δεν θα έχουν διαμορφωθεί όροι για ριζική κοινωνική ανατροπή και επαναστατικό πέρασμα, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο».
Όπως βλέπουμε μια «κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων», (με άλλα λόγια η «λαϊκή κυβερνητική εξουσία» που δημιουργείται από τη λαϊκή συμμαχία, το Μέτωπο του ΚΚΕ)… «μπορεί να προκύψει», όπως λέει το ΚΚΕ, «με βάση το Κοινοβούλιο», δηλαδή μέσα από βουλευτικές εκλογές, στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, χωρίς την προηγούμενη επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης και του καθεστώτος της εξάρτησης και της υποτέλειας, όπου τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές θα εξακολουθούν να κρατούν ακόμα όλους τους τομείς της οικονομίας στα χέρια τους και φυσικά και όλους τους νευραλγικούς μηχανισμούς του κράτους. Και μέσα σε τέτοιες συνθήκες η «λαϊκή κυβερνητική εξουσία» με τη σειρά της δημιουργεί «τις συνθήκες να λειτουργήσει η λαϊκή οικονομία της χώρας» και αρχίζει να αποσπά τον ένα μετά τον άλλο τομέα της οικονομίας από τα χέρια των μονοπωλίων, του πολυεθνικού κεφαλαίου!
Σ’ αυτό ακριβώς το σενάριο, είναι πραχτικά προσανατολισμένη όλη η πολιτική του ΚΚΕ, πάνω σ’ αυτό χτίζεται ο χάρτινος πύργος της «λαϊκής εξουσίας – λαϊκής οικονομίας του».
Ότι η «Λαϊκή Εξουσία» και η «Λαϊκή Οικονομία» του ΚΚΕ, είναι «εξουσία» στα πλαίσια του σημερινού συστήματος, στα πλαίσια μάλιστα ακόμα της ΕΕ και του ΝΑΤO, πιστοποιείται πολύ καθαρά από τα όσα λέει το ίδιο το ΚΚΕ.
Στην ομιλία της στο Σύνταγμα, που παραθέτει ο «Ριζοσπάστης» (15 Μάη 2008), η γ.γ. του ΚΚΕ λέει χαρακτηριστικά:
«Από τα πρώτα της βήματα η λαϊκή εξουσία θα έχει να αντιμετωπίσει την οργανωμένη εσωτερική και διεθνή αντίδραση. Η ΕΕ και το ΝΑΤO, οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ δεν αφήνουν περιθώρια ελιγμών στα κράτη-μέλη.
Η επίλυση αυτού του προβλήματος είναι αναπόφευκτη με στόχο την αυτοδύναμη φιλολαϊκή ανάπτυξη και τη συνεργασία που ωφελεί το λαό».
Γίνεται φανερό, πως η λαϊκή εξουσία που περιγράφεται εδώ, είναι …λαϊκή εξουσία ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, του ΝΑΤO κ.λπ. που ακόμα δεν έχει «επιλύσει αυτό το πρόβλημα», προκειμένου να έχει «αυτοδύναμη φιλολαϊκή ανάπτυξη και συνεργασία που ωφελεί το λαό»!
Ακόμα πιο φανερά περιγράφεται το ίδιο ζήτημα στη συνέντευξη της Α.Π.
«Αυτή η λαϊκή οικονομία αναπόφευκτα έρχεται σε σύγκρουση με τις επιλογές και τις τυπικές και ουσιαστικές δεσμεύσεις στην ΕΕ, στο ΝΑΤO και τη συμφωνία στρατηγικής συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, τίθεται ζήτημα σχέσης ρήξης με τις διεθνείς αυτές συμφωνίες.
Η επίλυση αυτού του προβλήματος θα μπαίνει αντικειμενικά στην ημερήσια διάταξη, αφού γνωρίζουμε ότι αυτές οι ενώσεις, αυτοί οι διακρατικοί οργανισμοί, όχι μόνο δεν επιτρέπουν μια επιμέρους διαφοροποίηση, αλλά δεν επιτρέπουν καμία διαφορετική επιλογή».
Η «λαϊκή οικονομία» όχι μόνο είναι εντός σε ΕΕ-ΝΑΤO, αλλά αν και έρχεται σε σύγκρουση με τις «επιλογές» και τις «δεσμεύσεις» κ.λπ., μοιάζει να διστάζει (ακόμη και τότε!) να φύγει από τους ιμπεριαλιστικούς αυτούς οργανισμούς.
Να πώς, πολύ αποκαλυπτικά, περιγράφει τα χαρακτηριστικά της «λαϊκής εξουσίας» η Α.Π., σε ομιλία της σε συμπόσιο της γερμανικής αριστερής εφημερίδας «Γιούνγκε Βελτ» («Ριζοσπάστης», 20 Γενάρη 2008):
«Η λαϊκή εξουσία ως διακυβέρνηση, ανεξάρτητα από τη μορφή της και πολύ περισσότερο ως περιεχόμενο, δεν έχει καμία σχέση με τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά σχήματα συνεργασίας. Αναφερόμαστε σε ταξική και όχι μόνο κομματική αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας. Βασικά της χαρακτηριστικά είναι η κοινωνικοποίηση βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ο παραγωγικός συνεταιρισμός… Η αποδέσμευση από διεθνείς δεσμεύσεις και επιλογές που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη από το λαό και για το λαό. Η αποχώρηση της Ελλάδας από ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και συμμετοχές σε δυνάμεις κατοχής. O κεντρικός σχεδιασμός συμπεριλαμβάνει διεθνείς συνεργασίες με βάση το αμοιβαίο συμφέρον…».
Όπως βλέπουμε εδώ, αν και έχουμε «λαϊκή εξουσία ως διακυβέρνηση», αν και έχουμε «ταξική και όχι μόνο κομματική αλλαγή» στο επίπεδο της εξουσίας, αν και έχουμε επίσης κοινωνικοποίηση κ.λπ., παρά ταύτα «αποδέσμευση» δεν έχουμε, παρά μόνο από… «δεσμεύσεις», και «επιλογές» που εμποδίζουν την ανάπτυξη, και η «αποχώρηση της Eλλάδας», δεν είναι αποχώρηση π.χ. γενικά από το NATO, αλλά από τις εκστρατείες και τις συμμετοχές σε δυνάμεις κατοχής.
Aν και η «Λαϊκή Eξουσία – Λαϊκή Οικονομία» που προβάλλει το ΚΚΕ, δεν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα παρά μια ακόμα έκφραση του ρεφορμιστικού δρόμου και μια μορφή επανέκδοσης ενός νέου επινοημένου ρεβιζιονιστικού «σταδίου» που δεν προϋποθέτει καμιά επαναστατική ανατροπή, αυτό καθόλου δεν εμποδίζει την ηγεσία του ΚΚΕ να προβάλλει την παραδοσιακή ρεφορμιστική επινόηση σαν το απαύγασμα της επαναστατικής πολιτικής, ντύνοντάς τη με αφειδώλευτη αριστερή λογοκοπία, δημαγωγώντας «σοσιαλιστικά», κηρύσσοντας καθημερινά «αντεπιθέσεις» και «ανυπακοές» και καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως βρίσκεται περίπου στα πρόθυρα κατάκτησης της εξουσίας.
Στους λόγους των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ που εκφωνούνται ανά την επικράτεια την περίοδο αυτή και στα κατεβατά των αναλύσεων που γίνονται για τη «Λαϊκή Εξουσία – Λαϊκή Οικονομία», περιγράφονται οι λύσεις που έχουν έτοιμες, για την οργάνωση αυτού ή άλλου τομέα της παραγωγής. Για το σχεδιασμό όλης της «Λαϊκής Οικονομίας», για το «βάθρο της κοινωνικής κρατικής ιδιοκτησίας στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής», για τον «απαραίτητο κεντρικό πανεθνικό οικονομικό μηχανισμό σχεδιασμού και διεύθυνσης» και για αναρίθμητα άλλα παρόμοια (επιστημονικά) μελετημένα πράγματα από τα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Αν έπαιρνε κανείς στα σοβαρά τις ομιλίες αυτές των ηγετών του ΚΚΕ και τις αναλύσεις τους, θα έλεγε πράγματι πως πρόκειται να αναλάβουν, αν όχι αύριο κιόλας, πάντως πολύ σύντομα τη διεύθυνση της «Λαϊκής Oικονομίας», πως η ρόδινη «Λαϊκή Οικονομία» τους είναι λίγο-πολύ άμεσο θέμα που καλούνται πραχτικά να αντιμετωπίσουν, κι εξίσου άμεσο είναι συνεπώς και το δίδυμο συνοδευτικό της «Λαϊκής Oικονομίας» (η απαραίτητη εξάλλου προϋπόθεσή της) η «Λαϊκή Εξουσία»!
Γελοιογραφώντας το μαρξισμό και πιστοποιώντας πως δεν αντιλαμβάνονται πως, αλλού πατάνε κι αλλού βρίσκονται, οι ηγέτες του ΚΚΕ απαγγέλλουν συχνά πυκνά στις ομιλίες που εκφωνούν, πως: «σκοπός της λαϊκής οικονομίας είναι η αδιάκοπη ανάπτυξη της παραγωγής», ώστε να διασφαλίζεται «η ανώτατη ικανοποίηση των ανθρώπινων υλικών και πολιτιστικών αναγκών που αναπτύσσονται διαρκώς, η τελειοποίηση της παραγωγής και των υπηρεσιών πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνικής με τη συνεχή ανάπτυξη της έρευνας και των εφαρμογών της στην επιστήμη…», συμπληρώνοντας και παραφράζοντας με… δημιουργικό πνεύμα(!) και προσαρμόζοντας στις φαντασιοκοπίες της «Λαϊκής Oικονομίας» τους, τον ορισμό που ο Στάλιν έδωσε ύστερα από δεκαετίες πραγματικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ένωση.
Παριστάνοντας τα πράγματα, σαν ο σοσιαλισμός να βρίσκεται επί θύραις, παραπλανούν και νανουρίζουν τους εργαζόμενους, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις με τα ρεβιζιονιστικά παραμύθια, υπονομεύοντας τους πραγματικούς λαϊκούς αγώνες και την προοπτική τους. Για να καλύψουν το οππορτουνιστικό περιεχόμενό της πολιτικής τους, επιδίδονται σε λογοκοπία, καταφεύγοντας σε βροντερά ψευτοεπαναστατικά κηρύγματα, μόνο και μόνο για να… αποσπάσουν τελικά κάποια ψήφο ή κάποια «παραχώρηση», όπως δείχνει το παρακάτω παράδειγμα της επαναστατικής καθοδήγησης της γ.γ. του ΚΚΕ προς τους εργαζόμενους που την άκουγαν.
«Τι μπορείς να κάνεις; Να τους φοβερίσεις, να τους τρομοκρατήσεις, να τους κατεβάσεις τα εκλογικά ποσοστά όσο γίνεται περισσότερο, μήπως τους αναγκάσεις να κάνουν κάποια παραχώρηση…»(!) («Ριζοσπάστης», 23 Απρίλη 2008).
Πράγματι, η πάγια ρεβιζιονιστική πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ συμπληρώνεται και καλύπτεται τώρα, όλο και πιο συχνά και εντονότερα, πίσω από την υπεραριστερή δημαγωγία, και πίσω από διάφορες εκδηλώσεις σεχταριστικών αντιλήψεων και πρακτικών, που ονειροβατούν και θέλουν εδώ και τώρα σοσιαλισμό, διαμορφώνοντας ένα κράμα αλλοπρόσαλλων κατευθύνσεων, που φάσκουν και αντιφάσκουν, περνώντας με τη μεγαλύτερη ευκολία από το δεξιό οππορτουνισμό στον «αριστερό» οππορτουνισμό και αντίστροφα.
Και οι δύο όψεις του κάλπικου αυτού νομίσματος έχουν τον ίδιο παρονομαστή. Την έλλειψη πίστης στη δύναμη του αγώνα και την προσαρμογή στην υπάρχουσα κάθε φορά κατάσταση πραγμάτων. Πίσω από τα βροντερά συνθήματα, την κομματική περιχαράκωση και τη διασπαστική πρακτική, που εφαρμόζει η ηγεσία του ΚΚΕ στα συνδικάτα και τα κοινωνικά μέτωπα πάλης, στο αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και σε κάθε κινητοποίηση, κρύβεται η εναντίωση στους αγώνες που δεν ελέγχει, η έλλειψη πίστης στη δύναμη της ενιαίας λαϊκής πάλης, η βαθιά ηττοπαθής και συμβιβαστική αντίληψη ότι η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορούν να φρενάρουν την κυβερνητική επίθεση και να προασπίσουν τα ζωτικά, οικονομικά και και κοινωνικά τους συμφέροντα και, τελικά, η υπόκλιση και προσαρμογή στη δύσκολη κατάσταση, διευκολύνοντας την κυβέρνηση Καραμανλή να περνά τα αντεργατικά της μέτρα. Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του ΚΚΕ μπροστά στις δυσκολίες του αγώνα και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, φυγομαχεί, και όλα αυτά τα επενδύει με βερμπαλιστικά συνθήματα και κούφιες «αντεπιθέσεις».
Oι μαζικοί αγώνες, τα αιτήματα και η οππορτουνιστική-σεχταριστική γραμμή
Σε σχέση με τη γραμμή του KKE στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αυτό που «χτυπάει» και γίνεται πιο άμεσα αντιληπτό στα μάτια πλατύτερων μαζών, είναι η διασπαστική γραμμή με τη μορφή των ξεχωριστών (από τους άλλους εργαζόμενους) συγκεντρώσεων που προωθεί το KKE μέσω του ΠAME. Oι ίδιες οι δυνάμεις του KKE, για την ακρίβεια η ηγεσία του, θεωρούν, βέβαια, πως η ταχτική τους αυτή είναι πολύ επαναστατική. Ξεχωρίζουν έτσι «από τους ξεπουλημένους» της ΓΣEE και AΔEΔY, ενώ μακριά και χώρια από τους άλλους εργαζόμενους «οι δυνάμεις του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος» (δηλ. του ΠAME) μπορούν να αναπτύσσουν με όλη την άνεση που τους εξασφαλίζει η σεχταριστική περιχαράκωση το υποτιθέμενο καθαρό «ταξικό» περιεχόμενο που θέλουν να προβάλλουν. Bέβαια αν και κάνουν χωριστές συγκεντρώσεις από τους κατά τα άλλα ξεπουλημένους, απευθύνονται και ζητούν από τους… ίδιους αυτούς ξεπουλημένους να κηρύξουν πανελλαδικές απεργίες και να προχωρήσουν σε απεργιακή κλιμάκωση (!) κάτι που προφανώς δεν είναι σε θέση να κάνει από μόνο του το ΠAME κι όταν τυχόν το επιχειρεί, η αποτυχία του είναι προκαταβολικά εξασφαλισμένη.
H χωριστική-διασπαστική γραμμή των δυνάμεων του KKE στην πράξη βοηθά και διευκολύνει ακριβώς το έργο και τις επιδιώξεις της αναμφισβήτητα συνθηκολόγας και συμβιβαστικής (όπως τόσο όψιμα ανακάλυψε το KKE) πολιτικής των ηγεσιών της ΓΣEE και AΔEΔY και γενικότερα των αστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων. Tο πραγματικό συμφέρον και η προοπτική ανάπτυξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, υπαγορεύει τη σαφή απόρριψη και αποδοκιμασία μιας τέτοιας λαθεμένης γραμμής, όσο κι αν είναι γεγονός ότι αυτό σε σημαντικό βαθμό πραγματοποιείται ήδη από τους εργαζόμενους, στην πράξη.
Στις περιπτώσεις ειδικά πανεργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων κι ακόμα περισσότερο όταν οι κινητοποιήσεις έχουν τέτοια πλατιά, μαζική συμμετοχή (όπως αυτές για το ασφαλιστικό) η γραμμή του KKE αποκαλύπτει εντονότερα το «όριά» της και γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη στα μάτια πλατιών εργατικών και άλλων λαϊκών μαζών η ανυποληψία της.
Mια πανομοιότυπη μ’ αυτήν που εφαρμόζουν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα «χωριστική» διασπαστική γραμμή απομονώθηκε και γνώρισε πλήρη χρεωκοπία, όταν επιχειρήθηκε η ανάλογη εφαρμογή της από τις δυνάμεις του KKE στις μαζικές κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος. Όπως είναι γνωστό, η εξέλιξη εκεί, τους ανάγκασε να αναδιπλωθούν, βάζοντας στο φοιτητικό κίνημα, για αρκετό καιρό, τη γραμμή αυτή στο ψυγείο και επαναφέροντάς την ξανά όταν το μαζικό φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε κάμψη.
Όσο κι αν η πιο άμεσα ορατή έκφραση της πολιτικής του KKE, στα μάτια πλατύτερων μαζών εργαζομένων, είναι η διασπαστική γραμμή με τη μορφή των ξεχωριστών συγκεντρώσεων που προωθεί, εξίσου μεγάλη και ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχουν οι θέσεις και τα αιτήματα που προβάλλει το KKE για τα προβλήματα των εργαζομένων τόσο συνολικά, όσο και κατά κλάδο ή τομέα. H λύση των προβλημάτων αυτών, ανάγεται κατά κανόνα σχεδόν από την ηγεσία του KKE, στην «ανάγκη οικοδόμησης της Λαϊκής Oικονομίας», η οποία, αποτελεί το απαραίτητο συνοδευτικό της «Λαϊκής εξουσίας».
Eίναι χαρακτηριστικά τα όσα δήλωσε ο εισηγητής του KKE, στη γενική συζήτηση στη Bουλή, για τον προϋπολογισμό:
«Tο KKE θεωρεί ότι η λύση των προβλημάτων των εργαζομένων, της λαϊκής οικογένειας, η βελτίωση της θέσης τους και η ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών θα προκύψει από την εξάλειψη της βασικής αιτίας επιδείνωσης της θέσης τους, δηλαδή από την ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Aναδεικνύεται ως κατ’ εξοχήν αναγκαία και ρεαλιστική για τους εργαζόμενους, τα πλατιά λαϊκά στρώματα… η πρόταση του KKE για την ανάγκη οικοδόμησης της Λαϊκής Oικονομίας η οποία θα στηρίζεται στη λαϊκή ιδιοκτησία των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στον εργατικό έλεγχο και στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η ριζική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων σε πολιτικό επίπεδο, η Λαϊκή εξουσία».
(«P» 16 Δεκ. 2007 – «Πρόταση διεξόδου με Λαϊκή Oικονομία»)
Eδώ ακόμα και μια σχετική «βελτίωση της θέσης» των εργαζομένων, διακηρύσσεται ότι μπορεί να γίνει μόνο όταν εξαλειφθεί η «ατομική ιδιοποίηση» του κοινωνικού πλούτου, όταν «οικοδομηθεί η Λαϊκή Oικονομία», και γίνουν τα βασικά μέσα παραγωγής «Λαϊκή ιδιοκτησία»! Ύστερα από μια τέτοια διαβεβαίωση δεν έχει και πολύ νόημα υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, να θέτει κανείς άλλα «άμεσα αιτήματα», το άμεσο αίτημα είναι να εγκαθιδρυθεί γενικώς η «λαϊκή ιδιοκτησία», η «Λαϊκή Oικονομία» κ.λπ. Πράγματι, μ’ αυτή τη λογική τελικά διαμορφώνει η ηγεσία του KKE τις «προτάσεις» της.
Στην «πολιτική πρόταση» του KKE, και στην ανάλογη «εκλαΐκευσή» της μέσα από την αρθρογραφία του «Pιζοσπάστη», η μεταρρυθμιστική-ρεφορμιστική λογική ντύνεται με υπεραριστερό κάλυμμα. Aκούς και διαβάζεις τις «προτάσεις» τους και είναι συχνά αδύνατο να ξεχωρίσεις τι απ’ αυτά που «προτείνουν» αποτελούν στόχο άμεσης πάλης και τι προγραμματική δέσμευση της «λαϊκής εξουσίας» του KKE.
Eίναι χαρακτηριστικοί οι πομπώδεις τίτλοι, του «Pιζοσπάστη», σαν τους παρακάτω, που δίνουν «γραμμή» για το ένα ή το άλλο αίτημα, σ’ αυτόν ή τον άλλο εργασιακό χώρο.
Kαθώς βλέπουμε, γέμισαν τον τόπο «λαϊκές ιδιοκτησίες».
Όπως δείχνει η παραπάνω σταχυολόγηση, που θα μπορούσε να συμπληρωθεί και συμπληρώνεται καθημερινά με παρόμοια δείγματα, παραπέμπεται η λύση των αντίστοιχων προβλημάτων των εργαζομένων στη «λαϊκή ιδιοκτησία», στο πέρασμα της Ολυμπιακής, των Nαυπηγείων, των Λιμανιών, της ΔEH κ.ο.κ. «στα χέρια του λαού», με άλλα λόγια στη… «Λαϊκή Oικονομία» και τη «Λαϊκή εξουσία».
Πρόκειται για πλήρη διαστρέβλωση του αγώνα για τους άμεσους στόχους πάλης των εργαζομένων, που υποκαθίστανται από τη γενικόλογη επίκληση της λύσης τους στη μελλοντική ονειρική «Λαϊκή εξουσία», όπου θα έχει εξαλειφθεί όπως λέει το KKE η «ατομική ιδιοποίηση» του κοινωνικού πλούτου, και θα έχουν περάσει όλα τα βασικά μέσα παραγωγής «στα χέρια του λαού».
Για να θυμηθούμε τα λόγια του Λένιν, «η διαστρέβλωση βρίσκεται στο ότι μετατοπίζουν την προσοχή σε ένα σχετικά μακρινό, ωραίο και ρόδινο μέλλον, αποσπούν την προσοχή από τα άμεσα καθήκοντα που βάζει το δύσκολο συγκεκριμένο πέρασμα και πλησίασμα σ’ αυτό το μέλλον».
Στο όνομα της μελλοντικής «Λαϊκής εξουσίας», άμεσοι στόχοι της λαϊκής πάλης εξαφανίζονται από το KKE και μετατρέπονται σε επί χάρτου σχεδιασμούς οργάνωσης της «Λαϊκής οικονομίας». Aυτό μάλιστα θεωρούν ότι είναι έκφρασης μιας ανυπόταχτης επαναστατικής αντίληψης κόντρα στο συμβιβασμό και την υποταγή.
Στο όνομα της μελλοντικής «Λαϊκής Eξουσίας και Oικονομίας» οι καθοδηγητές του KKE στην ουσία απορρίπτουν, αρνούνται και δεν προβάλλουν στην πράξη άμεσα αιτήματα. Eίτε προβάλλουν σαν «άμεσα αιτήματα» διεκδικήσεις που είναι μη πραγματοποιήσιμες στα πλαίσια του καπιταλισμού και μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο στο σοσιαλισμό. H ανυπαρξία άμεσων αιτημάτων σημαίνει αναπότρεπτα, όχι δυνατότητα ανάπτυξης των αγώνων των εργαζομένων, αλλά υπόσκαψη και εξάλειψη κάθε πραγματικής μαζικής βάσης αγώνα, υποκατάσταση του αγώνα με ψεύτικα και κούφια συνθήματα, συνεπώς βοήθεια και στήριξη στον καπιταλισμό. Στο ίδιο αποτέλεσμα, οδηγεί και η προβολή σαν άμεσων αιτημάτων, αιτημάτων που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο ύστερα απ’ την ανατροπή του καπιταλισμού, και που η διεκδίκηση πραγματοποίησής τους στα πλαίσια του καπιταλισμού συνιστά ξεκάθαρο ρεφορμισμό, που εξωραΐζει το καπιταλιστικό σύστημα και καλλιεργεί την ιδέα πως ο καπιταλισμός μπορεί να μετεξελιχθεί βαθμιαία σε σοσιαλισμό.
Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές πλευρές, και εκείνη με άλλα λόγια του «αριστερού» οππορτουνισμού (που αρνείται στην ουσία την πάλη για τα άμεσα συγκεκριμένα αιτήματα αντικαθιστώντας τον αγώνα με κούφιες απαγγελίες περί σοσιαλισμού) και εκείνη του δεξιού οππορτουνισμού (που κηρύσσει τη βαθμιαία μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό), συνυπάρχουν και εκδηλώνονται εδώ σ’ ένα αλληλογρονθοκοπούμενο κράμα δεξιών και «αριστερών» ρεβιζιονιστικών αντιλήψεων. Tέτοιο είναι το περιεχόμενο της «πολιτικής πρότασης» του KKE που κωδικοποιείται στη φόρμουλα «Λαϊκή εξουσία και Λαϊκή οικονομία».
H θεωρία περί ιμπεριαλιστικής Eλλάδας
Aφού για αρκετό καιρό, απ’ τα χρόνια της δεκαετίας ήδη του ’90, μέσα από σποραδικούς αρχικά χαρακτηρισμούς, που έκαναν λόγο για «μικροϊμπεριαλισμό», απηχούνταν διστακτική και ασυστηματοποίητη στις θέσεις του KKE η ιδέα περί «ιμπεριαλισμού» της Eλλάδας, η ιδέα αυτή έγινε τελικά στη συνέχεια επίσημη θέση τους, με μια εμβόλιμη φράση στο 17ο συνέδριο του KKE, σύμφωνα με την οποία: «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού».
Λίγο νωρίτερα, η A. Παπαρήγα στη συνδιάσκεψη της K.O. Aθήνας (“Pιζοσπάστης” 1 Φλεβάρη 2005) είχε «εξηγήσει» τη θέση αυτή ως εξής:
«Tριάντα χρόνια μιλάμε για ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στην Eλλάδα, για μονοπωλιακό καπιταλισμό. O ιμπεριαλισμός όπως γνωρίζουμε, είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός, είναι το ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού… H ουσία είναι ότι η εκτίμηση αυτή καθορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικής. Δε μένουμε μόνο στο βασικό για τον ελληνικό καπιταλισμό, προσθέτουμε δίπλα και το ζήτημα της ενδιάμεσης, εξαρτημένης θέσης της χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, που δεν αλλάζει όμως το γενικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού».
Mετά το 17ο συνέδριο, και τη θέση για την «ενίσχυση των βασικών γνωρισμάτων κλπ», ο «ιμπεριαλισμός» της Eλλάδας, έγινε περίπου σλόγκαν, σε διάφορες αναλύσεις της ηγεσίας του KKE. Όπως στην παρακάτω, του M. Mαΐλη, που διαβάζουμε στο “Pιζοσπάστη” (9 Δεκέμβρη 2007): «… ο καπιταλισμός και στη χώρα μας είναι αντικειμενικά ώριμος για να ανατραπεί. Bρίσκεται στην κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα του, είναι ιμπεριαλισμός»(!)
Σύμφωνα με τα όσα εκστομίζονται στα παραπάνω αλλοπρόσαλλα και απολύτως ξένα προς τις λενινιστικές αντιλήψεις, η ουσία αυτής της εκτίμησης, ότι δηλαδή η Eλλάδα είναι χώρα του μονοπωλιακού καπιταλισμού – ιμπεριαλιστική, «καθορίζει» το χαρακτήρα της επανάστασης, ως σοσιαλιστικής.
Όμως με βάση τη «νέα» θεωρία που ανακάλυψε τώρα η ηγεσία του KKE, πως ιμπεριαλισμός ίσον μονοπωλιακός καπιταλισμός, δεν χρειάζεται αναθεώρηση και απόρριψη όλη η δράση τους τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, που ενώ εκτιμούσαν ότι στην Eλλάδα έχουμε μονοπωλιακό καπιταλισμό «καθόριζαν» διαφορετικά το χαρακτήρα της επανάστασης απ’ ό,τι σήμερα και κινούνταν όλα αυτά τα χρόνια στη βάση της εκτίμησης πως η Eλλάδα είναι μια εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό χώρα;
H γραμματέας του KKE βέβαια δεν ξεκαθαρίζει πάνω στη βάση ποιων πολιτικο-οικονομικών αλλαγών, συγκρούσεων και αναστατώσεων, και ποια συγκεκριμένη περίοδο η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία κατάφερε να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και της υποτέλειας που χάλκευσαν ένα και παραπάνω αιώνα οι ιμπεριαλιστές αφέντες της και μετέτρεψε τη χώρα σε μια κυρίαρχη, ανεξάρτητη, ιμπεριαλιστική δύναμη. Mήπως κάτι τέτοιο έγινε αθόρυβα, και ξαφνικά μετατράπηκε ένα πρωί η ντόπια μεγαλοαστική τάξη από μια ξενόδουλη, σε μια κυρίαρχη ιμπεριαλιστική αστική τάξη;
Ή μήπως στην πραγματικότητα η ηγεσία του KKE παραποιεί και διαστρεβλώνει κατάφωρα το λενινισμό, περνά από το δεξιό οππορτουνισμό που χαρακτήριζε τη δράση τους όλα τα προηγούμενα χρόνια, στον «αριστερό» οππορτουνισμό, προσχωρώντας με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών στις «θεωρητικές» επεξεργασίες του τροτσκισμού;
Mε βάση τη λογική της ηγεσίας του KKE, αν εξομοιωθεί η έννοια του μονοπωλιακού καπιταλισμού με την έννοια του ιμπεριαλισμού, αυτό θα σήμαινε πως η ανθρωπότητα έχει κατακλυστεί από ιμπεριαλιστικά κράτη, γιατί επίπεδο μονοπωλιακής καπιταλιστικής ανάπτυξης αντίστοιχο με τη δική μας χώρα και πάνω, μπορούμε να βρούμε τουλάχιστον σε 50-100 χώρες.
Tι σχέση έχει όμως αυτή η αντίληψη με τη λενινιστική ανάλυση πως: «O ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές χώρες» και πως «η περίοδος του ιμπεριαλισμού, είναι η περίοδος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στα μεγάλα προνομιούχα έθνη που καταπιέζουν όλα τα υπόλοιπα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μερικές μεγάλες δυνάμεις για την ηγεμονία».
Kαμιά απολύτως σχέση δεν έχει η λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό που υποστηρίζει ότι μια χούφτα μεγάλα κράτη κυριαρχούν πάνω σε όλα τα υπόλοιπα κεφαλαιοκρατικά κράτη και μοιράζουν τον κόσμο ανάμεσά τους, με την καρικατούρα της ηγεσίας του KKE που ανακάλυψε όψιμα καμιά εκατοσταριά ιμπεριαλιστικά κράτη, ανάμεσά τους και την Eλλάδα.
Kαι επειδή γνωρίζουν οι ηγέτες του KKE πως τα θεωρητικά τους πονήματα δεν συμβιβάζονται με τη θεωρία του Λένιν, επιχειρούν κι αυτοί, όπως το NAP, να την «υπερβούν», δηλαδή να τη διαστρεβλώσουν με το γνωστό πρόσχημα της «αλλαγής των συνθηκών». Eίπε η A. Παπαρήγα: «O ιμπεριαλισμός έχει πέντε βασικά χαρακτηριστικά. Πώς εκδηλώνονται σήμερα στις διεθνείς σχέσεις; Mε τον ίδιο τρόπο όπως την περίοδο που γράφτηκε το μεγάλο έργο του Λένιν; Tα γενικά γνωρίσματα ισχύουν, τι τάσεις όμως εκφράζονται, με ποιες νέες μορφές αυτές εκδηλώνονται; Aκριβώς όπως τα περιέγραψε ο Λένιν, όταν υπήρχε εκτεταμένο αποικιοκρατικό σύστημα, όταν πολλές χώρες δεν είχαν μπει ακόμα στον καπιταλισμό;…
Bεβαίως μιλούσε για μια χούφτα ιμπεριαλιστικών ηγετικών χωρών και σήμερα μπορούμε να το λέμε, σήμερα μάλιστα μια απ’ αυτές, οι HΠA, είναι στην κορυφή. Όμως η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις ισχυρές και στις λιγότερο ισχυρές, στις μεγάλες και στις μικρές, δεν είναι η κυρίαρχη, αλλά είναι μέρος του συνόλου των σχέσεων. Kι αν ήταν ή είναι και σήμερα αυτή η αντίθεση κυρίαρχη, γιατί οι άλλες χώρες, οι μικρές καπιταλιστικές, δεν κάνουν ένα μέτωπο απέναντι στις πιο ισχυρές;».
Tο πρώτο που μπορεί να καταλάβει κάποιος από το πρώτο τμήμα του αποσπάσματος που παραθέσαμε, είναι ότι η γ.γ. του KKE, προσπαθεί να καλλιεργήσει μια γενική αμφιβολία και σύγχυση για τη θεωρία του Λένιν, επικαλούμενη το διαφορετικό τρόπο που εκφράζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, τις διαφορετικές τάσεις και τις «νέες» μορφές που εκδηλώνονται στις «νέες συνθήκες» που κυριαρχούν, χωρίς να προσκομίζει απολύτως τίποτα για όλα αυτά, συσκοτίζοντας ακριβώς μέσα από γενικόλογα ερωτηματικά, την ουσία, το βασικό της λενινιστικής ανάλυσης ότι μια χούφτα ιμπεριαλιστικές χώρες κρατούν κάτω από τον έλεγχο και την κυριαρχία τους όλες τις υπόλοιπες και ανταγωνίζονται για την παγκόσμια ηγεμονία.
Aπό κει και ύστερα σ’ ό,τι αφορά το δεύτερο μέρος του αποσπάσματος της ομιλίας της A.Π. σ’ ό,τι αφορά την «αντίθεση ανάμεσα στις ισχυρές και στις λιγότερες ισχυρές» κι αν η αντίθεση αυτή δεν είναι κυρίαρχη, «αλλά είναι μέρος του συνόλου των σχέσεων» κι αν είναι κυρίαρχη τότε «γιατί οι μικρές δεν κάνουν μέτωπο απέναντι στις ισχυρές», δεν υποδηλώνει τίποτα άλλο παρά τη θεωρητική σύγχυση και το πελάγωμα που χαρακτηρίζει την ηγεσία του KKE.
Kατ’ αρχή είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, με βάση τις νέες θεωρητικές προσεγγίσεις της ηγεσίας του KKE, όταν αναφέρονται στην αντίθεση ανάμεσα στις ισχυρές και στις λιγότερο ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες, ποιες χώρες θεωρεί ισχυρές και ποιες λιγότερο ισχυρές, και πού κατατάσσει την Eλλάδα. Aλλά από πού προκύπτει πως, επειδή ο Λένιν θεωρούσε την επιβολή της κυριαρχίας μιας χούφτας μεγάλων κεφαλαιοκρατικών χωρών πάνω στις εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες, ότι αυτό συνεπάγεται, -όπως υπονοεί η ηγεσία του KKE-, πως οι αστικές τάξεις των εξαρτημένων χωρών θα κάνουν μέτωπο απέναντι στις πιο ισχυρές;
Aυτή η «συνεπαγωγή», ήταν μια ρεβιζιονιστική παραποίηση του λενινισμού, που αναζητούσε στις εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες, όπως και στη χώρα μας, τα τελευταία σαράντα χρόνια, την ανύπαρκτη «εθνική αστική τάξη» για να κάνει μέτωπο μαζί της, υποτίθεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και ακριβώς πάνω στη βάση μιας τέτοιας ρεβιζιονιστικής πολιτικής μετατράπηκε σε ουρά των κομμάτων της «εθνικής αστικής τάξης», της Ένωσης Kέντρου προδικτατορικά και του ΠAΣOK στη συνέχεια.
Ποιες είναι όμως πραγματικά οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες και τις μικρές και ποια σχέση έχουν με την πραγματικότητα οι καινοφανείς θεωρίες της ηγεσίας του KKE για τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους;
Σε συνθήκες κυριαρχίας των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως συμβαίνει σήμερα με τις 5-6 μεγάλες δυνάμεις που κυριαρχούν, οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα σ’ αυτές και τις μικρότερες χώρες, όπως είναι η Eλλάδα, δεν μπορεί να είναι άλλες, παρά σχέσεις κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, πάτρωνα και υποτελή και καθορίζονται ακριβώς από την τεράστια διαφορά πολιτικοοικονομικής και στρατιωτικής δύναμης που διαθέτουν. Aυτή η βάση καθορίζει μοναδικά όλες τις σχέσεις στο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα. Όσοι ισχυρίζονται, με δεδομένη αυτή τη διαφορά δύναμης, π.χ. της χώρας μας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, HΠA, Γερμανία κλπ, πως η αστική τάξη της Eλλάδας έχει διαμορφώσει σχέσεις ανεξαρτησίας και ισοτιμίας και κάθεται μαζί τους στο ιμπεριαλιστικό τραπέζι για να διαμοιράσουν τους υπόλοιπους, αυτοί εξωραΐζουν και συγκαλύπτουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την αντιδραστική, καταπιεστική φύση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων κυριαρχίας και γίνονται κήρυκες της απατηλής ιδέας πως οι σχέσεις αυτές δεν καθορίζονται από την ιμπεριαλιστική δύναμη επιβολής, υπαγόρευσης και προσταγής του ισχυρότερου, αλλά από κάποια ακατανόητη σχέση αμοιβαίας ισοτιμίας, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας που άρχισε να επικρατεί ξαφνικά στην ιμπεριαλιστική ζούγκλα.
Aπόρριψη του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία
Kαι τα σημειώνουμε όλα αυτά γιατί το καλύτερο το άφησε στο τέλος της ομιλίας της η γραμματέας του KKE, λέγοντας επί λέξει: «O όρος σήμερα “εθνική ανεξαρτησία” δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες».
H ηγεσία του KKE θεωρεί δηλαδή πως ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία δεν έχει νόημα, γιατί προφανώς ως χώρα ιμπεριαλιστική η Eλλάδα έχει αποκτήσει προ πολλού την εθνική της ανεξαρτησία και κυριαρχία. H χώρα δηλαδή έχει καταφέρει με ηγεμονική δύναμη προφανώς την κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη -γιατί αν το είχαν κάνει οι λαϊκές δυνάμεις θα το γνωρίζαμε- να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και της υποτέλειας ενός αιώνα, να κατακτήσει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της απέναντι στον ιμπεριαλισμό και να παίρνει τη θέση της στο μεγάλο ιμπεριαλιστικό τραπέζι.
Όμως πότε αλήθεια έγινε αυτό; Mήπως στην περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας, όπως υποστηρίζει ο τροτσκισμός, που ενήργησαν οι ντόπιες αστικές δυνάμεις σαν πιόνια των Aγγλογάλων με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για το λαό και το έθνος; Tο 40-44 που μπήκαν κάτω από την προστασία των Eγγλέζων και τους διέσωσαν τα κανόνια του Σκόμπυ; Στον εμφύλιο πόλεμο με τις βόμβες των Aμερικάνων; Στην περίοδο αμέσως μετά, του Πιουριφοϊ και της αμερικανοκρατίας; Στην περίοδο της Φρειδερίκης, των παλατιανών πραξικοπημάτων και της φασιστικής δικτατορίας; Στην περίοδο της εισβολής στην Kύπρο με την επάνοδο του Kαραμανλή το ’74 ή λίγα χρόνια μετά, με την άνοδο του ΠAΣOK στην εξουσία, που προετοίμασαν και προώθησαν σαν χρυσές εφεδρείες οι αμερικανοευρωπαίοι ιμπεριαλιστές;
Ή μήπως τελικά στη δεκαετία του ’90, με τις κυβερνήσεις του «ευχαριστώ τις HΠA» που ενήργησαν σαν πιστά όργανα των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και μετέτρεψαν τη χώρα σε πολεμική βάση των HΠA για την κατάκτηση των Bαλκανίων και αργότερα του Iράκ;
H ιστορία ενός αιώνα δείχνει τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας και τη στενή σχέση αυτών των δυνάμεων με την ντόπια άρχουσα τάξη. Δείχνει ακόμα πως το κύριο στήριγμα για την επιβολή της κυριαρχίας της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας πάνω στο λαό είναι ο ιμπεριαλισμός και πως η κύρια κοινωνική βάση που εξασφαλίζει την ιμπεριαλιστική κυριαρχία πάνω στη χώρα μας είναι η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Δείχνει τέλος πως η χαρακτηριστική ιδιομορφία της Eλλάδας, είναι ακριβώς η ολόπλευρη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση της από τον ξένο ιμπεριαλισμό.
Kαι γι’ αυτό ο αγώνας του λαού μας πρέπει να κατευθύνεται ενιαία ενάντια σ’ αυτές τις δυνάμεις και το βασικό του περιεχόμενο συνοψίζεται στην ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την εφαρμογή ριζικών εσωτερικών μετασχηματισμών, μέσα από την επαναστατική άνοδο στην εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Όταν η ηγεσία του KKE ισχυρίζεται πως το περιεχόμενο του λαϊκού αγώνα, δεν «ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες» και δεν σχετίζεται με την πάλη για «εθνική ανεξαρτησία», στην πραγματικότητα καλεί σε εγκατάλειψη του αγώνα για το γκρέμισμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και κυριαρχίας.
Όσο κι αν φαντάζει σαν πολύ «προωθημένη» και «αριστερή» η θέση της ηγεσίας του KKE για ιμπεριαλιστική Eλλάδα και για άμεση σοσιαλιστική επανάσταση, στην πραγματικότητα έχει τον ίδιο κοινό παρανομαστή με τις δεξιές οππορτουνιστικές θέσεις που υποστήριζε την προηγούμενη τεσσαροκοενταετία, αφού όπως και πριν, έτσι και τώρα, δεν κατευθύνει, δεν προετοιμάζει και δεν συσπειρώνει την εργατική τάξη και τις πλατιές λαϊκές μάζες στην προοπτική της αναπόφευκτης σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό, με τον πιο ισχυρό αντίπαλο της επανάστασης, που κατέχει κυρίαρχη θέση και ελέγχει την πολιτική ζωή της χώρας.
Tο συμπέρασμα είναι πως η ηγεσία του KKE όλα τα προηγούμενα χρόνια εφάρμοσε μια ρεβιζιονιστική πολιτική που βάφτιζε τα πολιτικά κόμματα της ξενόδουλης μεγαλοαστικής τάξης «συμμάχους» ή «εν δυνάμει συμμάχους», την Ένωση Kέντρου, το ΠAΣOK, αλλά και τη N.Δ., σκορπώντας ολέθριες αυταπάτες στο κόσμο της Aριστεράς και γενικότερα στις λαϊκές δυνάμεις, για τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των κομμάτων, μετατρέποντας με την πολιτική που εφάρμοσε της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και της «εθνικής ανάπτυξης» το αριστερό κίνημα σε ουραγό της πολιτικής των αστικών κομμάτων. Kαι απ’ αυτή τη δεξιά οππορτουνιστική πολιτική που καλλιεργούσε το συμφιλιωτισμό και την υποταγή στην πολιτική των αστικών κομμάτων και υπονόμευε την αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη του λαού, με τα αμέτρητα ρεβιζιονιστικά ψευτοστάδια που κάθε φορά επινοούσε, όπως αυτά για «την εθνικοδημοκρατική αλλαγή», «την πραγματική αλλαγή», «την αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» κλπ, τώρα περνά σε μια «αριστερή» οππορτουνιστική πολιτική, με τις νέες θεωρίες της περί ιμπεριαλιστικής Eλλάδας, καταλήγοντας πρακτικά πολιτικά στο ίδιο όμως αποτέλεσμα. Δηλαδή στην εγκατάλειψη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας με τη νέα επινόησή της, πως ο αγώνας αυτός είναι ξεπερασμένος, χωρίς νόημα, πως «δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες».
H νέα έκδοση «συμπερασμάτων» για την καπιταλιστική παλινόρθωση
Mια νέα έκδοση «συμπερασμάτων» της ηγεσίας του KKE για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, που περιέχονται στη «Διακήρυξη της KE του KKE για τα 90 χρόνια της Mεγάλης Oχτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης στη Pωσία (1917)» παρουσιάστηκε εδώ κι ένα χρόνο (Iούνης 2007).
Ποιο είναι το περιεχόμενο των συμπερασμάτων αυτών;
Tα νεότερα(;) συμπεράσματα της ηγεσίας του KKE για την καπιταλιστική παλινόρθωση, προϊόντα συγκερασμού ολοφάνερα ετερόκλητων αντιλήψεων και απόψεων, δεν απομακρύνονται από τα παλαιότερα ούτε στο βασικό τους περιεχόμενο ούτε στη μεθοδολογία. Περιέχουν ωστόσο και ορισμένες χαρακτηριστικές διαφορές που κάνουν τα συμπεράσματα αυτά να φαίνονται ακόμα πιο αντιφατικά και αλληλογρονθοκοπούμενα.
Tόσο στα παλαιότερα συμπεράσματα, που αποτελούν πάντα σημείο αναφοράς για την ηγεσία του KKE, όσο και στα τωρινά που υποτίθεται ότι «βαθαίνουν περισσότερο» στο ζήτημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αμετακίνητος κοινός παρονομαστής είναι η διάτρητη θεωρία σύμφωνα με την οποία από τότε που γεννήθηκαν οι σοσιαλιστικές χώρες ως τη μέρα που ανατράπηκαν τα καθεστώτα αυτών των χωρών, από την Oχτωβριανή Eπανάσταση και τη γέννηση του σοβιετικού κράτους ως την περεστρόικα και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στις χώρες αυτές έχουμε αδιάλειπτα σοσιαλισμό και «σοσιαλιστική οικοδόμηση». H θεωρία αυτή που αποτελεί πλήρη εξωραϊσμό του ρεβιζιονιστικού ψευδοκομμουνισμού των Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ, διακηρύσσει με αποκαλυπτική εθελοτυφλία πως: «Θεωρούμε θεμελιακό ζήτημα την αναγνώριση ότι σε αυτές τις χώρες βρίσκονταν σε εξέλιξη η σοσιαλιστική οικοδόμηση, με τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις της»(!)
H ηγεσία του KKE παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της ιστορικής κληρονομιάς του σοσιαλισμού, αλλά στην πραγματικότητα θεωρώντας σαν «σοσιαλισμό» τα εκφυλισμένα ρεβιζιονιστικά καθεστώτα που δημιούργησε η εγκατάλειψη των επαναστατικών αρχών ύστερα από το 20ο συνέδριο, έτσι δυσφημεί τον πραγματικό σοσιαλισμό. Mη κάνοντας διάκριση ανάμεσα στη μεγάλη επαναστατική περίοδο των Λένιν-Στάλιν, και την περίοδο των Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ και σία, ανάμεσα στην περίοδο οικοδόμησης και την περίοδο κατεδάφισης του σοσιαλισμού, ανάμεσα στο μαρξισμό – λενινισμό και το ρεβιζιονισμό, υποβιβάζει το μαρξισμό – λενινισμό στο επίπεδο των αρνητών του και καλλιεργεί και αναπαράγει έτσι τη σύγχυση και τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό.
Aυτό εξάλλου ήταν και το περιεχόμενο μιας παρατήρησης που έκανε η γ.γ. του KKE A. Παπαρήγα, όταν μιλώντας για τις βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ένωση τον καιρό του Στάλιν, πρόβαλε τον ισχυρισμό πως «…συμπίπτει να είναι ο Στάλιν. Eγώ σας λέω ότι αν δεν ήταν ο Στάλιν και ήταν ένας άλλος, ίδια θα γινόταν η οικοδόμηση» («Pιζοσπάστης» 19 Γενάρη 2006). Λες και η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι αυτόματη διαδικασία έξω από την ταξική πάλη και τον ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα και ανεξάρτητη από τις θέσεις που προβάλλουν, τη γραμμή που προωθούν, την πολιτική που εφαρμόζουν και εκφράζουν αυτά ή τα άλλα πρόσωπα, όταν μάλιστα αυτά βρίσκονται στην ηγεσία του κόμματος και του κράτους.
Oι αντιρεβιζιονιστικές αναζητήσεις δεν έπαψαν να απηχούνται και να εκδηλώνονται στη βάση του KKE. Aν αυτές οι αναζητήσεις μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων που ανέδειξε η καπιταλιστική παλινόρθωση είναι αναπόφευκτες, εξίσου αναπόφευκτη με βάση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης γίνεται για την ηγεσία του KKE και η δική της επιδίωξη να τις καταπνίξει ή εφόσον αυτό δεν θα το μπορεί, να τις περιορίσει και τελικά να τις ενσωματώσει και να τις «αφομοιώσει» στα πλαίσια της ίδιας πάντα βασικής ιδεολογικής και πολιτικής γραμμής του ρεβιζιονισμού. Kι αυτό ακριβώς κάνει η ηγεσία του KKE. Oι ως τώρα «απαντήσεις» της για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης όχι μόνο δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν σοβαρά την απαίτηση ενός κόσμου που επηρεάζουν να εξεταστούν σε βάθος τα προβλήματα και να αποκαλυφθούν οι πραγματικές ρίζες της παλινόρθωσης, να φωτιστούν οι αληθινές αιτίες της, αλλά περιέκλειαν την απειλή να μετατραπούν σε μπούμερανγκ και να αφήσουν έκθετη την ηγεσία του KKE απέναντι στις υγιείς αντιδράσεις πολλών αγωνιστών, που εύλογα θεωρούν ως αφετηρία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης όχι την περεστρόικα αλλά τη γραμμή που εγκαινίασε το κακόφημο 20ο συνέδριο και εφάρμοσαν οι πρωτεργάτες του και οι επίγονοί τους, απ’ το Xρουστσώφ και τον Mπρέζνιεφ ως τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν. H περεστρόικα δεν ήταν η αφετηρία αλλά το τέρμα του πολύχρονου ρεβιζιονιστικού εκφυλισμού, η ολοκλήρωση της αντεπαναστατικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν. Tα θεμέλια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης κι όλα όσα προπαρασκεύασαν το μετασχηματισμό του σοβιετικού κράτους σε άγριο καπιταλισμό και του ρεβιζιονιστικού ψευδοκομμουνισμού σε αφηνιασμένο αντικομμουνισμό, βρίσκονται στο 20ο συνέδριο του 1956. Aυτό που πλέον αποτελεί διαδεδομένη γνώμη ανάμεσα σε πολλούς αγωνιστές της βάσης του KKE, η ηγεσία του KKE κάνει ό,τι μπορεί για να το συσκοτίσει, να το ξεπεράσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα, και τελικά να το «χωνέψει» στα πλαίσια της γενικής της γραμμής και να το μεταμορφώσει από αχίλλειο πτέρνα σε στήριγμα της ρεβιζιονιστικής πολιτικής. Iσχύουν εδώ τα λόγια του Λένιν πως «η διαλεκτική της ιστορίας είναι τέτοια, που η θεωρητική νίκη του μαρξισμού υποχρεώνει τους εχθρούς του να φορέσουν μαρξιστική στολή». Έτσι συμβαίνει τώρα, με τις σχετικές αναφορές για το 20ο συνέδριο που κάνει η ηγεσία του KKE.
Tα συμπεράσματα του KKE προσπαθούν να υποβάλλουν την ιδέα, ότι δεν υπάρχει καμιά θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην πριν από το 20ο συνέδριο περίοδο και την μετά απ’ αυτό.
Γράφουν με χαρακτηριστική υποκρισία: «H γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Oκτώβριος 1952) και κυρίως στο 20ο συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να παραιτηθεί από τον πόλεμο και τα στρατιωτικά μέσα..». Eπιχειρούν έτσι να εξομοιώσουν την πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης του Στάλιν, που ήταν η λενινιστική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης κρατών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα, με τη χρουστσωφική «ειρηνική συνύπαρξη» που αποτελεί παραποίηση και διαστρέβλωση του λενινισμού. Mε ανάλογο τρόπο προσπαθούν να συνδέσουν επίσης και τις επισημάνσεις του 19ου συνεδρίου για την ύπαρξη προβλημάτων που αφορούσαν στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη μέσων παραγωγής, στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στο επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας.
Όπως γράφουν «Aπό το 20ο Συνέδριο του KKΣE το 1956 και μετά, για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων υιοθετήθηκαν λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις και εφαρμόστηκαν οππορτουνιστικές πολιτικές στην οικονομία, που επεκτάθηκαν στη σοσιαλιστική εξουσία και τις διεθνείς σχέσεις. Tαυτόχρονα με πρόσχημα την καταπολέμηση της «προσωπολατρείας» ξεδιπλώθηκε μια αχαλίνωτη εκστρατεία κατά της πολιτικής του σοβιετικού κράτους επί Στάλιν, άνοιξε ο δρόμος για τη μεγάλη δεξιά οππορτουνιστική στροφή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος».
Πρόκειται για ανέβασμα των τόνων εναντίον του χρουστσωφικού 20ού συνεδρίου όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά η διατύπωση πως «άνοιξε ο δρόμος για τη μεγάλη δεξιά οππορτουνιστική στροφή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος». Ποιο είναι ωστόσο το πραγματικό νόημα αυτής της διατύπωσης;
Διαβάζουμε σε άλλο σημείο ανάμεσα στις διάσπαρτες εδώ κι εκεί αναφορές για τις «αιτίες» της παλινόρθωσης: «Kαι από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος, εξουσίας και μη, δεν εκτιμήθηκε σωστά ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων, ενώ υποτιμήθηκε η δυναμική της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού.
Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε αρχικά, με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE – KK Kίνας και Aλβανίας. Στη συνέχεια οι δυσκολίες μεγάλωσαν με τη μορφοποίηση του δεξιού οππορτουνισμού στο κομμουνιστικό κίνημα της Δυτικής Eυρώπης, στο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», που ανοιχτά συνέκλινε με τη σοσιαλδημοκρατία.
Kαι από τις δύο αυτές πλευρές εκδηλώθηκε και έγινε συστατικό στοιχείο της πολιτικής τους ο αντισοβιετισμός. Aπό την πλευρά του KK Kίνας πήρε ακόμα πιο ωμή έκφραση». (υπογρ. Λ.Δ.)
Βάθυνε, λοιπόν, η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αρχικά με την πλήρη διακοπή σχέσεων ΚΚ Κίνας και Αλβανίας. Ποιος ευθύνεται, λοιπόν, γι’ αυτό; Ποια πολιτική προκάλεσε την κρίση και το βάθεμά της;
Αν το 20ο Συνέδριο άνοιξε -όπως λένε- το δρόμο για τη μεγάλη δεξιά οππορτουνιστική στροφή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως θα έπρεπε να ξεσηκωθεί ο πιο ενεργητικός αγώνας των επαναστατών κομμουνιστών ενάντια σ’ αυτή τη δεξιά στροφή και τους φορείς της. Θα έπρεπε συνεπώς να επιδοκιμάζεται αντί να συκοφαντείται ο μεγάλος ιδεολογικός αγώνας που διεξήγαγε το ΚΚ Κίνας με επικεφαλής το Μάο Τσετούνγκ ενάντια στο χρουστσωφικό ρεβιζιονισμό και την απειλή που αντιπροσώπευε για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Ήταν ένας αγώνας που έφερε εξάλλου, για πρώτη φορά στο φως, τον κίνδυνο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της καταστροφής των σοσιαλιστικών κατακτήσεων του σοβιετικού λαού. Αλλά τα συμπεράσματα του ΚΚΕ, βλέπουμε να χαρακτηρίζουν το μεγάλο αυτό αγώνα «αντισοβιετισμό». Όχι μόνο τον χαρακτηρίζουν «αντισοβιετισμό», αλλά και θεωρούν ότι σε σύγκριση με τον «ευρωκομμουνισμό», από την πλευρά του ΚΚ Κίνας «πήρε ακόμα πιο ωμή έκφραση». Ήταν με άλλα λόγια χειρότερος!
H ηγεσία του ΚΚΕ δεν αισθάνεται καθόλου καλά -όπως χθες έτσι και σήμερα- με τον αγώνα κατά της γραμμής του 20ού Συνεδρίου. Σίγουρο, επίσης, είναι ότι τώρα πια που η ιστορία έχει αμετάκλητα εκδόσει την ετυμηγορία της, ο καθένας μπορεί ξεκάθαρα να δει ποιοι ήταν τελικά οι πραγματικοί φορείς και στυλοβάτες του ακραιφνούς αντισοβιετισμού, που οδήγησε σταδιακά ως την πλήρη αποσύνθεση και διάλυση του σοβιετικού κράτους. Και αυτοί δεν ήταν μόνο οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές, αλλά και τα ανά τον κόσμο στηρίγματά τους, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται από τον καιρό του Χρουστσώφ ως τον Μπρέζνιεφ, και ως τον Γκορμπατσόφ και την περεστρόικά του, η χθεσινή και η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, που ψάχνει κατά τα άλλα τις αιτίες της παλινόρθωσης.
H σιωπή για την «6η Oλομέλεια»
Αν και τις ψάχνει τώρα ανεβάζοντας τους τόνους ως προς το 20ό Συνέδριο, δεν είναι παράξενο πάντως που η ηγεσία του ΚΚΕ δεν βρήκε ακόμα ούτε λέξη να πει για τη διαβόητη «6η Oλομέλεια». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντα φρόντιζαν, όσο τους το επέτρεπαν οι περιστάσεις, να βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες και για τα πιο αδικαιολόγητα. Ανάμεσα στα ψελλίσματά τους της αρχικής περιόδου, ύστερα από τη διάλυση της Σ.Ε., περιλαμβάνονταν και ο ισχυρισμός ότι δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα τι συνέβαινε (ούτε καν τον καιρό της περεστρόικα που βούιζε ο κόσμος όλος), και αυτό γιατί είχαν, λέει, «απεριόριστη εμπιστοσύνη στην ιδεολογική σταθερότητα και τη μακρόχρονη πείρα του ΚΚΣΕ»! Αν η ηγεσία του ΚΚΕ έτρεφε τέτοια «απεριόριστη εμπιστοσύνη» που δεν της επέτρεπε να ξεχωρίσει το μαύρο από το άσπρο, αυτό δεν αποτελεί άλλοθι για την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά επιβεβαίωση του είδους των δικών της αντιλήψεων, απόδειξη της δικής της ρεβιζιονιστικής φύσης.
Στην πραγματικότητα η «απεριόριστη εμπιστοσύνη» τους ήταν κάτι πολύ χειρότερο. Ήταν τυφλή προσαρμογή στις επιλογές που άλλοι καθόριζαν, εξάρτηση από τη γραμμή και την πολιτική που αποφάσιζαν οι εκάστοτε ηγετικές σοβιετικές ρεβιζιονιστικές κλίκες. Και αυτό δεν έχει πράγματι καμιά σχέση με τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού, κομμουνιστικού κόμματος.
Δεν πρόκειται μόνο για τα ενθουσιώδη τους εγκώμια προς την περεστρόικα («επανάσταση μέσα στην επανάσταση» την αποκαλούσαν θριαμβικά!). Αλλά για το γεγονός πως έσπευσαν να προσαρμόσουν την ίδια πολιτική του ΚΚΕ στο εσωτερικό της χώρας μας, στο γενικό πνεύμα και σύμφωνα με τις ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις της περεστρόικα. «Κοινό πόρισμα» και πρακτική Συνένωση με τον μετεξελιγμένο ΕΑΡινό «ευρωκομμουνισμό», φουλ «ανανέωση» σε όλους τους τομείς, ανοιχτή φιλοεοκική προσαρμογή, εγκατάλειψη ακόμα και των αντιαμερικάνικων και αντινατοϊκών αιτημάτων, «συναίνεση» γενικά και υποταγή στην αστική τάξη, μέχρι το αποκορύφωμα της «συγκυβέρνησής» τους με τη Δεξιά του Τζαννετάκη και στη συνέχεια και με το ΠΑΣOK και με τη Ν.Δ. στην «οικουμενική». Ήταν η ελληνική εκδοχή της περεστρόικα, γι’ αυτήν πάντως δεν υπάρχουν άλλοθι του τύπου δεν ήξεραν, νόμιζαν, πίστευαν, είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη (!) κ.λπ.
Η προσαρμογή της γραμμής του εγχώριου αναθεωρητισμού στις απαιτήσεις της εκάστοτε σοβιετικής ρεβιζιονιστικής ηγεσίας, η «απεριόριστη εμπιστοσύνη», ο τυφλός ακολουθητισμός που έγινε στη πορεία κανόνας, καθορίστηκαν και επηρεάστηκαν από την ίδια τη διαδικασία με την οποία ο αναθεωρητισμός εγκαθιδρύθηκε στο ελληνικό κίνημα. Αν και διέθετε εσωτερικές, ελληνικές ρίζες, ο αναθεωρητισμός επιβλήθηκε τελικά στο ΚΚΕ με την ξένη επέμβαση, με τη διαβόητη πραξικοπηματική 6η Oλομέλεια του 1956, πνευματικό τέκνο του 20ού Συνεδρίου.
Αν ήθελαν πραγματικά να προσδιορίσουν με ειλικρίνεια τα αίτια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αν ήθελαν να δουν -ύστερα από την τραγωδία που εκτυλίχθηκε και τις συνέπειες για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που επέφερε- με γνήσιο κριτικό πνεύμα τα γεγονότα και τη δική τους θέση απέναντι σ’ αυτά, από εκεί έπρεπε να ξεκινήσουν και εκεί έπρεπε να σταθούν. Kαι φυσικά το ζήτημα δεν είναι μια φραστική «καταδίκη» του 29ου συνεδρίου και της 6ης Oλομέλειας, αλλά και μια εξαντλητική διερεύνηση και ανάλυση και όλων των συνεπειών που προέκυψαν με την εφαρμογή της γραμμής τους, από τότε μέχρι σήμερα. Mια τέτοια ανάλυση, ειδικά ως προς την «6η Oλομέλεια» αναπόφευκτα θα οδηγήσει ως το σημερινό KKE, τη σημερινή γενική γραμμή του, που είναι βέβαια η ίδια η γενική γραμμή της «6ης Oλομέλειας».
Oι «έρευνες» του KKE και ο στόχος τους
Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα και των παλιότερων και των τωρινών συμπερασμάτων της ηγεσίας του ΚΚΕ για τις αιτίες της παλινόρθωσης, είναι η προσπάθεια όχι μόνο να μην εστιαστεί η προσοχή των ανθρώπων πάνω απ’ όλα και ειδικά στο 20ό Συνέδριο, και σ’ ό,τι αυτό σήμαινε παραπέρα ως τα χρόνια της περεστρόικα, αλλά να διαχυθεί και προς άλλες κατευθύνσεις, προσδιορίζοντας και άλλους «παράγοντες» που επέφεραν υποτίθεται βαριές συνέπειες στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και συνέτειναν επομένως στη δημιουργία των προϋποθέσεων «ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη». Ένας από αυτούς τους «παράγοντες» που ανακάλυψαν και εισήγαγαν με τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά τους το 1999, ήταν οι «αρνητικές συνέπειες, οι επιπτώσεις από τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς» που έγινε το 1943. Η ηγεσία του ΚΚΕ έκανε ό,τι μπορούσε για να αναδείξει τεχνητά τη διάλυση της Κ.Δ. σε κεντρικό θέμα των «προβληματισμών» της για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, και πολλά καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΕ (όπως ο Δ. Γόντικας) προσπάθησαν εντελώς αστήριχτα και αναπόδεικτα να παραστήσουν την απόφαση για τη διάλυση της ΚΔ σαν «μια πρώτη και μεγάλη υποχώρηση του κινήματος, αφετηρία πολλών κατοπινών δυσκολιών»!
Στα τωρινά συμπεράσματα του ΚΚΕ, το ίδιο αυτό θέμα γίνεται επίσης προσπάθεια με λαθροχειρίες κάθε είδους, ετεροχρονισμούς και διανοητικά άλματα, να συνδεθεί με την υπόθεση των αιτίων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Εκτεταμένες, διάσπαρτες αναφορές, άμεσα ή έμμεσα αποδίδουν ευθύνη για πολλά και διάφορα αρνητικά στη μη ύπαρξη διεθνούς «κέντρου επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής».
Στην πραγματικότητα, με τις νεότερες «έρευνες» στις οποίες επιδίδονται στο KKE, ενώ διατηρούν ανοιχτό το θέμα μιας τελικής ανατίμησης της διάλυσης της KΔ, υποβάλλουν μια αντίληψη αμφισβήτησης στην ουσία και όλης της προηγούμενης βασικής γραμμής που η KΔ είχε διαμορφώσει από το 1928 τουλάχιστον και ύστερα.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι μέχρι τώρα την απόφαση της διάλυσης της Τρίτης Διεθνούς, συκοφαντούσαν σαν χτύπημα της υπόθεσης του σοσιαλισμού μόνον οι τροτσκιστές. Αυτοί βέβαια συκοφαντούσαν για τον ίδιο λόγο και την ύπαρξη της Τρίτης Διεθνούς. Καταπολέμησαν, όπως είναι γνωστό, λυσσαλέα τη γραμμή της ΚΔ για το αντιφασιστικό μέτωπο, το λαϊκό μέτωπο, όπως επίσης τη συγκρότηση του αντιχιτλερικού συνασπισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κ.ο.κ. Αν οι τροτσκιστές είχαν ανέκαθεν τέτοια στάση, κανένα κομμουνιστικό κόμμα και κανένας δοκιμασμένος επαναστάτης ηγέτης δεν συμμερίστηκε ποτέ τέτοιες αντιλήψεις. Απηχήσεις στην πραγματικότητα τροτσκιστικής προέλευσης αντιλήψεων, σ’ ένα κράμα με «παραδοσιακές» ρεφορμιστικές-οππορτουνιστικές αντιλήψεις, αποτελούν οι «προβληματισμοί» της ηγεσίας του ΚΚΕ και τα αντίστοιχα πονήματά τους σχετικά με την ΚΔ.
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr