Απόσπασμα από τον πρόλογο του Φρ. Ένγκελς στην επανέκδοση του έργου του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Βερολίνο 1891. (Το έργο του Μαρξ είχε πρωτοδημοσιευτεί στις 13 Ιουνίου 1871, λίγο μετά το τέλος της Παρισινής Κομμούνας).

Ο Ένγκελς -20 χρόνια μετά το τέλος της Κομμούνας- κάνει μια σύντομη ανασκόπηση σημαντικών ιστορικών γεγονότων στη Γαλλία από την εξέγερση του Ιούνη του 1848, τον Πρωσοαυστριακό Πόλεμο του 1866, τον πόλεμο με τη Γερμανία του Μπίσμαρκ το 1870, τη συνθηκολόγηση στις 28 Ιανουαρίου 1871 και συνεχίζει:

Στη διάρκεια του πολέμου, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος [1], ο νέος επικεφαλής της κυβέρνησης, αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων -των μεγάλων γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών- θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα αφοπλισμού τους. Στις 18 Μάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφρουρά, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. Η απόπειρα απέτυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος σε αντίσταση και κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση με έδρα της τις Βερσαλλίες.

Στις 26 του Μάρτη εκλέχτηκε η Κομμούνα του Παρισιού και στις 28 ανακηρύχτηκε. Η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφρουρά που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Κομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδη “Αστυνομία ηθών” του Παρισιού. Στις 30, η Κομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον ταχτικό στρατό και ανακήρυξε σαν μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφρουρά, στην οποία θα έπρεπε να ανήκουν όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα πολίτες. Χάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Οκτώβρη του 1870 ως τον Απρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θα ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί, και ανάστειλε κάθε πώληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων σε αξιώματα της Κομμούνας, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι εκείνη της παγκόσμιας δημοκρατίας». Την 1η Απρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Κομμούνας, όπως επίσης και των ίδιων των μελών της, να μην ξεπερνά τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Την επόμενη μέρα εκδόθηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς και τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών κτημάτων σε εθνική ιδιοκτησία. Μετά από αυτό διατάχθηκε στις 8 Απρίλη, κι εφαρμόστηκε βαθμιαία, η απαγόρευση όλων των θρησκευτικών συμβόλων, εικόνων, δογμάτων και προσευχών -με μια λέξη «όλων όσων ανάγονται στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης».

Μπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αιχμαλώτων αγωνιστών της Κομμούνας από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εκδόθηκε στις 5 Απρίλη ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 το 137 τάγμα της εθνοφρουράς έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε ενθουσιώδεις λαϊκές επευφημίες. Στις 12, η Κομμούνα αποφάσισε να γκρεμίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία Βαντόμ, χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Ναπολέων στον πόλεμο του 1809, ως σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Αυτό εκτελέστηκε στις 16 Μάη. Στις 16 Απρίλη η Κομμούνα διέταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων που είχαν κλείσει οι εργοστασιάρχες και την επεξεργασία σχεδίων για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σε αυτά, οργανωμένων τώρα σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς, καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ένωση. Στις 20, κατάργησε τη νυχτερινή δουλειά των αρτεργατών, καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά διορισμένοι από την αστυνομία φορείς – πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών. Τα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 Απρίλη η Κομμούνα διέταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σε αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και σε πιστώσεις. Στις 5 Μάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου του 16ου.

Έτσι από τις 18 Μάρτη πρόβαλε έντονα και καθαρά ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τότε απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν επίσης έναν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Είτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, αλλά αποτελούσαν απαραίτητη βάση για την ελεύθερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι αναφορικά με το κράτος η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση· είτε έπαιρνε αποφάσεις άμεσα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και που εν μέρει έθιγαν βαθιά την παλιά κοινωνική τάξη. Για όλα αυτά όμως μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ-πολύ τα πρώτα μόνο βήματα εκπλήρωσης. Και από τις αρχές του Μάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα όλο και πιο πολυάριθμα στρατεύματα που συγκέντρωνε η κυβέρνηση των Βερσαλλιών.

Στις 7 Απρίλη, τα στρατεύματα των Βερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Νεϊγί στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 σε μια επίθεση του στρατηγού Εντ [2] στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν τώρα την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους αιχμαλώτους γάλλους στρατιώτες από το Σεντάν και το Μετς, για να ανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών. Αυτό φάνηκε ήδη στις 23 του Απρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή, που πρότεινε η Κομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατιόνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Μπλανκί, που είχε εκλεγεί δυο φορές στην Κομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Κλερβό. Και ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου· ως τότε αναβλητικός και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 του Μάη οι Βερσαλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Μουλέν Σακέ στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Ισί που καταστράφηκε εντελώς από το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Βανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά-σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα κτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στο κύριο τείχος. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν στην πόλη. Οι Πρώσοι που κρατούσαν τα βορινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στους Βερσαλιέρους να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ζώνη στα βόρεια της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σε ένα ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από την ανακωχή και γι’ αυτό το φρουρούσαν μόνο αδύνατα. Ως συνέπεια αυτού προβλήθηκε μικρή μόνο αντίσταση στο δυτικό μισό του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες της πόλης· αυτή δυνάμωνε και πείσμωνε όσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη.

Μόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Μπελβίλ και του Μενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η οποία μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Το τουφέκι δε σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. Ο “Τοίχος των Ομοσπονδιακών” στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φτάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να εφορμήσει για το δίκιο του. Μετά, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, ήρθαν οι μαζικές συλλήψεις, οι τουφεκισμοί των θυμάτων που διάλεγαν αυθαίρετα από τις γραμμές των αιχμαλώτων, η μεταφορά των υπόλοιπων σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία [3]. Τα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά τα στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξονικό σώμα στρατού, επειδή φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό κι άφησε να περάσουν πολλοί που η ιδιότητά τους των μαχητών της Κομμούνας ήταν ολοφάνερη.

*****

Αν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και στην ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζουν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές (που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής) και σε μια μειοψηφία: μέλη της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν [4]. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στον Βαγιάν, που γνώριζε το γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παρέλειψε αρκετά πράγματα που, κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια από όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά, με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος… Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους. Θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη, για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μόλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά, οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες, όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις, η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε -όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί- να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.

Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι από τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δέσμευσης στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλειάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις -όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν- της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idee generale de la revolution, 3eme etude. Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη).

Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ’ αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει ν’ αποτελεί εξαίρεση, που το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα, η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Τώρα σ’ αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές [5], απ’ ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Μόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.

Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους, μα ακόμα και, με μια δραστήρια και ανελέητη δράση, να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν πριν απ’ όλα αυστηρότατα δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών τούς καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Και ίσα – ίσα, η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης -στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία- που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε σαν βολικό όργανο κάθε καινούρια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει, όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.

Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις είχε κατακτήσει, πρέπει, από τη μια, να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν ν’ ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων, η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλειάς. Τα όργανα όμως αυτά, που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε, λ.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης, τόσο της Ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών Πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει ανταμείβονται με θέσεις. Είναι γνωστό πως οι Αμερικανοί τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν ν’ αποτινάξουν το ζυγό αυτό, που έγινε αφόρητος και πως, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία, που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους, που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.
Ενάντια σ’ αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ’ όλα τα ως τώρα κράτη, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ’ όλες τις θέσεις -διοικητικές, δικαστικές και εκπαιδευτικές- έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερομένων, και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερομένων ν’ ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Και δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και τον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν, χώρια απ’ όλα τα άλλα, οι εκλεγμένοι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Εμφυλίου πολέμου». Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ’ ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης και ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι: η «πραγματοποίηση της ιδέας» ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει από τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τιποτ’ άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκανε η Κομμούνα, δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα, ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου». Ε, λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

Λονδίνο, στην εικοστή επέτειο της Παρισινής Κομμούνας, 18 του Μάρτη 1891.

Σημειώσεις:

1. O Θιέρσος (1797-1877), που ο Μαρξ τον αποκαλούσε “νάνο”, κατέπνιξε την Παρισινή Κομμούνα και ήταν προσωρινός πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στα 1871-73. Η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία υπογράφηκε στις Βερσαλλίες στις 26 Φεβρουαρίου 1871.
2. Ο Εμίλ Εντ (1843-1888), μπλανκιστής σοσιαλιστής, ήταν στρατηγός της Κομμούνας, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Επιτροπής Πολέμου.
3. Οι νεκροί της Κομμούνας υπολογίζονται σε 20.000-30.000, οι περισσότεροι δολοφονημένοι μετά τη νίκη της αντεπανάστασης. Χιλιάδες άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές ή εξορίστηκαν.
4. Ο Ογκίστ Μπλανκί (1805-81) ήταν γάλλος επαναστάτης και σοσιαλιστής. Ικανός πολιτικός ηγέτης και προπαγανδιστής, ήταν οπαδός της κατάληψης της εξουσίας από μια μικρή αποφασισμένη μειοψηφία επαναστατών –άποψη που έμεινε γνωστή ως μπλανκισμός. Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-65) ήταν γάλλος μικροαστός σοσιαλιστής. Επηρέασε τον αναρχισμό, κυρίως λόγω της άρνησής του του πολιτικού και συνδικαλιστικού αγώνα, ενώ υποστήριξε αντισημιτικές και “αντιφεμινιστικές” θέσεις. Οι θεωρίες του, ένα μείγμα ουτοπικού σοσιαλισμού και συνεργατισμού, δέχτηκαν τη σκληρή κριτική του Μαρξ.
5. Ρεφορμιστικό ρεύμα στο γαλλικό εργατικό κίνημα, πρέσβευε την πολιτική του “εφικτού” (possible).

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Ένγκελς εδώ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το