Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ Όταν πια πατήθηκε το χιόνι στην άκρη του δάσους κι έγινε σκληρό, σαν ψημένο γυαλί, ο Χιονάνθρωπος ένοιωσε σιγουριά. Το σώμα του είχε τη στερεότητα απαστράπτοντος μαρμάρου κι απ’ τον άνεμο δεν κινδύνευε να ξεπουπουλιαστεί σε τούφες χιονιού. Ένοιωθε δικαιολογημένα την περηφάνια των αγαλμάτων κι ας μην ήταν πάνω σε βάθρο. Καθώς μάλιστα ο ήλιος ήταν στο μακρινό τόξο της τροχιάς του, οι αχτίνες, όταν σπάνια πρόβαλλε μέσα απ’ τα σύννεφα, είχαν την ελάχιστη θέρμη της ανάσας ενός πουλιού κι έτσι ο Χιονάνθρωπος δεν έλιωνε ούτε ένα δάκρυ από το κάρβουνο των ματιών του.
Όταν ο Κοκκινολαίμης στάθηκε πάνω στο καρότο της μύτης του, πάλι ένοιωσε σιγουριά γιατί το καρότο είχε γίνει σίδερο και σαν η μικρή πουλίτσα έκανε να το τσιμπολογήσει, κόντεψε να σπάσει το ράμφος της.Εκτός από την περηφάνια των αγαλμάτων, ένοιωθε πια και την υπεροχή ενός γίγαντα.- Πώς σε λένε, ρε ξούθι;Ο Κοκκινολαίμης σκιάχτηκε λίγο γιατί η φωνή του Χιονάνθρωπου ήταν βαριά σα χιονοστιβάδα και υγρή σαν τη ροή αφρισμένων ποταμών. – Κοκκινολαίμη, με λένε και κάποιοι με φωνάζουν Ρουμπεκούλα.
– Ήρθες να φας τη μύτη μου;
– Ω, όχι! Ήθελα μόνο να δω αν θα πονέσεις.
Ο Χιονάνθρωπος τραντάχτηκε απ’ τα γέλια, έτσι όπως ένοιωθε σίγουρος σαν άγαλμα και περήφανος σα γίγαντας.
– Και κόντεψες, χαζο-Ρουμπεκούλα να σπάσεις το ράμφος σου.
– Είχα ακούσει πως οι Χιονάνθρωποι δεν νοιώθουν τίποτα, πως έχουν παγωμένη καρδιά κι ακόμη όταν ο ήλιος λιώνει δάκρυα στα κάρβουνα των ματιών τους, μέχρι να πέσουν, έχουν γίνει κρύσταλλα.
Αυτή τη φορά ο Χιονάνθρωπος δε γέλασε.
– Γιατί δεν έφυγες με τους πελαργούς και τα χελιδόνια στα μέρη που σκάει ο τζίτζικας;
– Γιατί άκουσα πως πουθενά πια δεν καλοδέχονται μεταναστευτικά πουλιά και προσφυγοπούλια.
Τις μέρες που ακολούθησαν ο Χιονάνθρωπος περίμενε, με όλο και μεγαλύτερη αδημονία, να φτεροκοπήσει η κοκκινόλαιμη Ρουμπεκούλα από τη φωλιά της στα αειθαλή πουρνάρια και να σταθεί στον ώμο του. Και η Ρουμπεκούλα αδημονούσε πιο πολύ, ν’ ακούσει τη βαριά φωνή που μέσα της ροβολούσαν τα νερά των ποταμών.
Εκείνος την άφηνε να παίζει με τη μύτη του και αλληθώριζε για να δει τα πλουμιστά της χρώματα που έσπαγαν την αχρωμία του πάλλευκου χιονιού. Εκείνη πάλι του τραγουδούσε, όπως μόνο οι κοκκινόλαιμες Ρουμπεκούλες ξέρουν να κελαηδούν.
‘Πάγωσε ανυπόφορα η μύτη μου’ της είπε μια μέρα και η Ρουμπεκούλα έσκυψε κι ανάσαινε το ζεστό της χνώτο να παρηγορήσει λίγο τη μεγάλη παγωνιά.
Μια μέρα μαινόταν άγρια χιονοθύελλα κι ο μαρμαρένιος γίγαντας, με δυσκολία διέκρινε τα χρώματά της, καθώς φτεροκοπούσε ανήμπορη για να τον συναντήσει.- Χώσου κάτω από το σκούφο μου. Στη μάλλινη πλέξη ο αέρας έχει σωρέψει σπόρους και θα τραφείς. Κι αν θες γέννησε εκεί, σαν έρθει η ώρα, τα αυγά σου.
Η Ρουμπεκούλα χώθηκε στη μάλλινη φωλιά, ένοιωσε τη ζεστασιά του σκούφου και της συντροφιάς και κάθε μέρα κελαηδούσε και τιτίβιζε.
Όταν πλησίαζε η άνοιξη, ο Χιονάνθρωπος της είπε, « Ξούθι, όταν ο ήλιος ζεστάνει, θα λιώσω, μη φοβηθείς. Δε θα χαθώ. Θα γίνω νερό και χωθώ μέσα στη γη να ποτίσω το πουρνάρι που φώλιασες. Το χειμώνα έλα πάλι και θα με βρεις εδώ, εμένα και την καροτένια μύτη μου.
Όταν ο Χιονάνθρωπος έγινε νερό, η Ρουμπεκούλα, μαζί με τα βλαστάρια που έσκαγαν στο χώμα, βρήκε μια κόκκινη ζεστή καρδιά. Τη φύλαξε μαζί με τ’ αυγά της και περίμενε το χειμώνα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr