Χρήστος Κάτσικας
Με αφορμή το ζήτημα των «αιώνιων φοιτητών» και την επιχείρηση μαζικού «ξεσκαρταρίσματος των ΑΕΙ
Πέτα τους φτωχούς από τα πανεπιστήμια!
Στο Σχέδιο Νόμου «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» που παρουσίασε η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως υπάρχει και ρύθμιση για ανώτατο όριο φοίτησης, το ν + ½ν, (όπου ν το ελάχιστο πλήθος των ετών που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των σπουδών) για τους φοιτητές στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, όπου η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης είναι 4 έτη, το όριο φοίτησης επεκτείνεται κατά 2έτη (ν+2). Όπου η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης είναι πάνω από 4 έτη, το όριο φοίτησης επεκτείνεται κατά 3 (ν+3).
Αυτό σημαίνει ότι μετά το ανώτατο όριο φοίτησης ν + ½ν, οι φοιτητές θα διαγράφονται από το Πανεπιστήμιο. Όπως τόνισε η υπουργός Παιδείας «με τη ρύθμιση αυτή θωρακίζεται, περαιτέρω το κύρος και το επίπεδο των σπουδών, βελτιώνεται ο ρυθμός αποφοίτησης και ενσωματώνεται γρηγορότερα το ανθρώπινο δυναμικό στην αγορά εργασίας».
Παράλληλα η υπουργός Παιδείας ξεκαθάρισε ότι «Δεν αντιμετωπίζουμε το ζήτημα των “αιώνιων” φοιτητών ως πρώτιστα δημοσιονομικό, αλλά ως εκπαιδευτικό. Πρέπει να περάσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα πειθαρχίας και εστίασης στην εκπαιδευτική διαδικασία».
Αυτή η με άλλα λόγια επιβολή του δόγματος “νόμος και τάξη” αξίζει ν φωτιστεί στην πραγματική της διάσταση (αυτήν που συσκοτίζουν τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ), ως τμήμα ενός παζλ, που τα υπόλοιπα τμήματά του αφορούν στην αυτονομία στην εξεύρεση πόρων, στην «αξιολόγηση» με τα κριτήρια της αγοράς, στην υποτίμηση και υποβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, στη γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά και ίδρυση περισσότερων ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα, στην κατηγοριοποίηση των τμημάτων κλπ.
Είναι φανερό ότι η ρύθμιση αυτή είναι δεμένη με ένα νήμα με την κατάργηση του ασύλου και με τη λεγόμενη πανεπιστημιακή αστυνομία, δηλαδή, με την οικοδόμηση όρων που δεν θα διαταταράσσουν τις business των Πανεπιστημίων «κυψελών επιχειρηματικής δημιουργικότητας»» και της αγοραπωλησίας της γνώσης. Γιατί αυτό είναι το διακηρυγμένο πρότυπο της κυβέρνησης της ΝΔ, το «Πανεπιστήμιο ΑΕ» για λίγους και εκλεκτούς, στο οποίο, «άσυλο» να «αλωνίζουν» θα έχουν επιχειρήσεις.
Για τους «λιμνάζοντες» το υπουργείο Παιδείας έχει στο νου του κρυφές και φανερές επιλογές: Να πληρώσουν δίδακτρα καθυστέρησης ή στα πλαίσια της κινητικότητας η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης στρατηγικής να στραφούν (με δικά τους έξοδα) σε καταρτίσεις, πιστοποιητικά, μικρότερης χρονικής διάρκειας προγράμματα, δίνοντας βαρύτητα στην απόκτηση δεξιοτήτων που απαιτούν οι επιχειρήσεις με βάση τους όρους κερδοφορίας τους.
Οι αριθμοί και η «κοινωνική σκιά» τους που ξεχνιέται
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), κατά τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς 2018-2019 από τους συνολικά 668.734 εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές οι 282.588 ήταν «αιώνιοι». Δηλαδή, σχεδόν οι μισοί (το 42%) από τους φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών.
Οι υπολογισμοί, όσον αφορά στους αριθμούς, είναι σωστοί, ωστόσο για μια ακόμη φορά το ΥΠΑΙΘ χρησιμοποιεί τους τα στοιχεία όπως ο μεθυσμένος τους φανοστάτες. Όχι για να φωτιστεί αλλά για να στηριχθεί. Με λίγα λόγια, τώρα που βρήκαν ευκαιρία με την πανδημία και τη σιωπή που έχει επιβληθεί, υποκαθιστούν τις αιτίες με τα αποτελέσματα, που εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε «καύσιμα» για μια εκπαιδευτική πολιτική που εξαντλεί την πίεση πάνω στα θύματα που η ίδια έχει δημιουργήσει.
Αθέατες όψεις της καθυστέρησης των σπουδών
Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά, η οποία μένει συνήθως αθέατη καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.
Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό.
Αναφερόμαστε, δηλαδή, στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται ούτε στα στατιστικά στοιχεία της, ούτε βεβαίως στις «ξερές» διαπιστώσεις της ΑΔΙΠ παλιότερα ή της ΕΘΑΕΕ τώρα, που φαίνεται να έλκονται από τα «αναλυτικά εργαλεία» του ΟΟΣΑ.
Παράλληλα οι αιτίες παραβλέπονται μεθοδικά από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ίσα κατανεμημένη στα τμήματα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ στο Πάντειο, στα περισσότερα πρώην ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κλπ). Πραγματικά αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Παράλληλα οφείλουμε να πάρουμε υπόψη τα ευρήματα των ερευνών που σχετίζονται με την εργασία των φοιτητών. Έρευνα «ανέβαζε» το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές.
Τι πριμοδοτεί την εγκατάλειψη των σπουδών
Η αδυναμία αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους σπουδών (καθώς η φοιτητική μέριμνα εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας είναι ένας «άταφος νεκρός») σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας για τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιων εξόδων, παράλληλα με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπονται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης, ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.
Όσο σίγουρο είναι ότι οι παραπάνω όροι δεν μπορούν να μονοπωλήσουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, άλλο τόσο είναι φανερό ότι η κοινωνική ανισότητα δεν σταματάει την δράση της μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου. Για πολλούς, το «προνόμιο» του «αιώνιου» φοιτητή δεν αποτελεί παρά μια άλλη όψη της κοινωνικής μειονεξίας.
Στη στροφή αυτή δεν βαραίνουν μόνο τα οικονομικά προβλήματα των οικογενειών, αλλά και μια άλλη πλευρά της κρίσης η οποία δεν «επιτρέπει» να υπάρχουν πολλές προσδοκίες όσον αφορά την επένδυση στις σπουδές.
e-prologos.gr