Από τον Μπογδάνο, στον Καλλιάνο, στον Άδωνι, σύσσωμη η κυβερνητική σπείρα επιτίθεται στους μαθητές που διεκδικούν αξιοπρεπείς και λιγότερο επικίνδυνες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων τους, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το «παράνομο» των καταλήψεων.
Είναι παραβίαση ανοιχτών θυρών το να επισημάνει κάποιος πόσο προσχηματική είναι αυτή η «καΐλα» για τη νομιμότητα. Προφανώς και όλοι όσοι χύνουν σήμερα λίβελους μίσους για τους μαθητές που καταλαμβάνουν μέσω διαδικασιών δημοκρατικών αποφάσεων τα σχολεία τους, δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τις καταλήψεις όταν αυτές γίνονταν για τη φαντασιακή απώλεια «της Μακεδονίας μας» και συχνά σε εκείνες τις περιπτώσεις χωρίς τη συμμετοχή 15μελών συμβουλίων ή πλειοψηφικών αποφάσεων μαθητών.
Αλλά ακόμα κι αν δεν ζητωκραύγαζαν υπέρ των «εθνικιστικών» καταλήψεων τότε, η αντιμετώπιση των σημερινών καταληψιών με αποφάσεις που παραβιάζουν μια σειρά από εθνικά και διεθνή νομοθετήματα (ελληνικό Σύνταγμα, GDPR, Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού), αποδεικνύει ότι η «νομιμότητα» δεν είναι παρά μια εύκαιρη δικαιολογία για να καλυφθεί επικοινωνιακά το σημαίνον: το μίσος όλων αυτών για την πράξη της διεκδίκησης.
Της διεκδίκησης υπαρκτών και απτών ζητημάτων, που οι μαθητές τα ζουν στο πετσί τους, χωρίς να χρειάζεται να «υποκινηθούν» από κάποιον για να τα καταλάβουν. Δεν μιλάμε για παρανοϊκά αιτήματα εδώ: περισσότεροι καθηγητές, περισσότερες αίθουσες, μικρότερος αριθμός μαθητών ανά τμήμα, καλύτερες υποδομές, υγειονομική προστασία, χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας. Αν οι μαθητές μιλούσαν σε μία λογική κοινωνία και σε πολιτικούς που ενδιαφέρονται έστω και στο ελάχιστο για την πρόοδο αυτής, τα αιτήματά τους θα αγκαλιάζονταν από τη συντριπτική πλειοψηφία, πλην κλινικά μισανθρώπων.
Όμως η λογική των αιτημάτων χάνεται στο επικοινωνιακό blame game. Στις ναζιστικής φύσης γελοιογραφίες, στις υπερφίαλες κραυγές φαντασμένων φυρερίσκων και σε μια δημοσιογραφία που παίρνει ξανά απροκάλυπτα το μέρος της ανάλγητης εξουσίας, υποβάλλοντας τους μαθητές σε τηλε-ανακρίσεις που θυμίζουν Μαστοράκη – και στις οποίες οι μαθητές ανταπεξέρχονται με αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια.
Η εξουσία μισεί τη διεκδίκηση – κι επειδή έχει διαχρονικά εκπαιδεύσει μια μεγάλη μερίδα των πολιτών να τη μισεί κι αυτή, επιθυμεί να «επιδείξει πυγμή» στα σώματα, την εικόνα και τα μυαλά των μαθητών, ατσαλώνοντας γύρω της αυτήν την οργίλη μερίδα των πολιτών, που είναι έτοιμοι να παίξουν ξύλο με τα παιδιά τους στις κλειδωμένες πύλες των σχολείων και, γιατί όχι, να μαχαιρώσουν και κανέναν αλληλέγγυο καθηγητή. Δεν θα είναι άλλωστε και η πρώτη φορά.
Ανδρέας Κοσιάρης – info-war.gr
e-prologos.gr