του Χρήστου Ρέππα
Mε το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεκίνησε τη δημοσίευση μιας σειράς κειμένων, τα οποία αφορούν την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που βρέθηκαν με κλειστά σχολεία. Τα κείμενα αυτά ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η δημοσίευση αυτών των κειμένων έγινε ύστερα από συλλογή και προετοιμασία από την ομάδα Edech της Παγκόσμιας Τράπεζας με σκοπό , όπως αναφέρεται στο επίισημο site της Τράπεζας, “την υποστήριξη της εθνικών διαλόγων με υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σ’ όλο τον κόσμο». Πρόκειται δηλαδή για κείμενα παρέμβασης στη νέα κατάσταση και προσπάθεια ν΄απαντηθεί το πρόβλημα της διδασκαλίας σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης και όχι για απλές αναλύσεις ή έκφραση απόψεων. Αυτό δίνει, στα συγκεκριμένα κείμενα και στις θέσεις που παρουσιάζουν, ιδιαίτερη πολιτική σημασία.
H αρχική διαπίστωση είναι ότι η πανδημία οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων σε πάνω από το 85% των χωρών σε όλο τον κόσμο και βρέθηκαν εκτός σχολείου 1,6 δις μαθητές μέχρι 10 Απριλίου 2020. Η απάντηση σ’ αυτή την κατάσταση είναι ότι οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και διάφορες μορφές διαδικτυακής μάθησης. Η πρώτη διαπίστωση της Παγκόσμιας Τράπεζας γύρω από το νέο μοντέλο εκπαίδευσης είναι ότι αυτό έχει αποκαλύψει «βαθιά ψηφιακά χάσματα», αποφεύγοντας να χαρακτηρίσει αυτά τα χάσματα ως κοινωνικά. Η διαπίστωσή της αυτή στηρίζεται σε έρευνα μεταξύ διευθυντών σχολείων από 82 χώρες (έρευνα στα πλαίσια του PISA), που αναδεικνύει τεράστιες διαφορές ακόμα και ανάμεσα σε σχολεία που διαθέτουν αποτελεσματικές σχολικές πλατφόρμες. Σ’ αυτά τα σχολεία, η πρόσβαση των μαθητών σε διαδικτυακά μαθήματα κυμαίνεται σ’ ένα εύρος από 35% -70%. Αντίθετα σε χώρες με μεσαίο και χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η κατάσταση φαίνεται να είναι ακόμη χειρότερη. Σ’ αυτές, το ποσοστό πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι λιγότερο από 50%, διαπιστώνοντας ότι: «μεγάλο ποσοστό μαθητών είναι χωρίς συσκευές που να επιτρέπουν ηλεκτρονική μάθηση». Στα κείμενα αναλύσεων για το χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης γίνεται η διαπίστωση ότι τα περισσότερα μοντέλα που αφορούν τις Τεχνολογίες Πληροφορίας στην Εκπαίδευση αλλά και η έρευνα και η εμπειρογνωμοσύνη που τις υποστηρίζει σχετίζονται με υψηλά εισοδήματα και αφορούν αστικές και περιαστικές περιοχές και είναι σχεδιασμένες γι αυτά τα περιβάλλοντα. Οι τεχνολογικές λύσεις σχεδιάζονται για ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για περιβάλλοντα με υψηλά εισοδήματα. Η πρόσβαση στην τεχνολογία για τα περισσότερα νοικοκυριά σχετίζεται με το εισόδημά τους, και ειδικά η πρόσβαση στο ιντερνέτ με υψηλό εύρος ζώνης ή smartphone, ακόμα και όταν πρόκειται για χώρες με μεσαίο επίπεδο ανάπτυξης. Αναφέρεται δε ότι παρουσιάζονται ιδιαίτερα και σοβαρά προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση των μικρών ηλικιών, τα οποία συνδέονται με την προϋπάρχουσα σοβαρή κρίση και την τεράστια ανισότητα στο χώρο της προσχολικής αγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί ότι η κρίση της πανδημίας έχει ισχυρό αντίκτυπο στην εκπαίδευση και πιθανόν ο αντίκτυπος αυτός να είναι καταστροφικός σε χώρες οι οποίες, σύμφωνα με τα κριστήρια των τεχνοκρατών της Παγκόσμιας Τράπεζας, έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα , μεγάλα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου και μικρή ανθεκτικότητα σε καταστάσεις σοκ. Θεωρεί ακόμη ότι τα παρατεταμένα κλεισίματα των σχολείων μπορεί να θίξουν ιδιαίτερα ευάλωτους μαθητές, καθώς ο χρόνος τους εκτός του σχολείου προσφέρει σε αυτούς λιγότερες ευκαιρίες για μάθηση και επιβαρύνει οικονομικά τις οικογένειες, οι οποίες ενδέχεται ν’ αντιμετωπίζουν σοβαρότερες προκλήσεις γύρω από την φροντίδα των παιδιών, όπως είναι η προσφορά φαγητού λόγω της διακοπής των σχολικών γευμάτων. Διαπιστώνει παράλληλα την απουσία υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας των παιδιών, με την ταυτόχρονη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας. Από την άλλη, διαπιστώνει ότι το κενό που προκύπτει από το κλείσιμο των σχολείων δεν μπορεί να καλυφθεί από την τηλεκπαίδευση γι’ αυτούς που δεν έχουν μέσα σύνδεσης και πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Τα όσα αναφέρονται στα κείμενα1 της Παγκόσμιας Τράπεζας, από έναν δηλαδή κορυφαίο θεσμικό εκφραστή του καπιταλισμού, για την τηλεκπαίδευση αποτελούν επιβεβαίωση της τεράστιας κοινωνικής ανισότητας που επέφερε η εισαγωγή αυτών των «καινοτόμων» τεχνολογικών διαδικασιών στην εκπαιδευτική διαδικασία την εποχή της πανδημίας του Covid-19. Ασφαλώς, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν ενδιαφέρεται για τα μορφωτικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων ούτε θρηνεί γι’ αυτά, όταν αναφέρεται στις τεράστιες διαστάσεις της εκπαιδευτικής ανισότητας που επέφερε η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στην εκπαίδευση με κλειστά σχολεία αρκετών χωρών του πλανήτη. Αντίθετα βλέπει σ’ αυτή την εξέλιξη τη διαμόρφωση μιας βαθιάς κρίσης των εκπαιδευτικών συστημάτων, από την οποία θίγονται οι προοπτικές της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Με βάση την θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, που αποτελεί τη θεμελιακή της αντίληψη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η εκπαίδευση αποτελεί μηχανισμό για τη μεγέθυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση ότι «αυτό (δηλ. το χάσμα της μαθησιακής ανισότητας) μπορεί να προκαλέσει τεράστια απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου και μειωμένες οικονομικές ευκαιρίες.» Ακριβώς εδώ βρίσκεται το κλειδί της κατανόησης του προβληματισμού και της ανησυχίας, τόσο για το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων σε παγκόσμιο επίπεδο στην εποχή της πανδημίας όσο και από τη διαπιστωμένη αποτυχία της τηλεκπαίδευσης ν΄ ανταποκριθεί στοιχειωδώς σε μια υποτυπώδη αλλά καθολική λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα στην πανδημία. Έχοντας ως εννοιολογικό εργαλείο προσσέγγισης της εκπαίδευσης τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, οι παγκόσμιοι οργανισμοί του κεφαλαίου διαπιστώνουν και αναλύουν την κρίση που δημιουργείται στα εκπαιδευτικά συστήματα από τη σκοπιά των δικών τους και μόνο συμφερόντων. Βλέπουν την αδυναμία αναπαραγωγής των βασικών λειτουργιών των εκπαιδευτικών συστημάτων να μεγαλώνει και ν’ αγγίζει το μηχανισμό παραγωγής του κέρδους. Γιατί δεν ανήκε, τουλάχιστον μεταπολεμικά ούτε και σήμερα, στην εκπαιδευτική στρατηγική του κεφαλαίου, η ανεξέλεγκτη και μεγάλων διαστάσεων σχολική αποτυχία και τα μεγάλα ποσοστά σχολικής διαρροής αλλά η εκπαίδευση με τους δικούς του στόχους, το δικό του περιεχόμενο στη γνώση και η(ταξικά) ελεγχόμενη ροή των λαϊκών στρωμάτων στις διάφορες βαθμίδες της καπιταλιστικής εκπαίδευσης.
Στο βαθμό που η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί, για μια σειρά σημαντικούς λόγους, να εξασφαλίσει την καθολικότητα της πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία, αυτό που δημιουργεί στην πραγματικότητα είναι τεράστια ποσοστά σχολικής διαρροής, αδιανόητα για την παραδοσιακή λειτουργία των σχολείων με κανονικές τάξεις. Η αποδόμηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης είναι βαθιά και πολύπλευρη. Όσο κι αν στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα η εμπειρία των κλειστών σχολείων είναι πρωτόγνωρη και η αιφνίδια εισβολή της πανδημίας τα βρήκε εντελώς απροετοίμαστα ν’ ανταποκριθούν σε στοιχειώδη εκπαιδευτική διαδικασία, οι τεχνοκράτες της Παγκόσμιας Τράπεζας ούτε αιφνιδιάστηκαν ούτε λειτουργούν σπασμωδικά. Tα κείμενα των αναλύσεών της που αναφέρονται στην κατάσταση της εκπαίδευσης σε εποχή πανδημιών κάνουν αναφορά στη θεωρία του «Μαύρου Κύκνου» (Ν.Τaleb) δηλαδή σε γεγονότα απροσδόκητα, μεγάλου μεγέθους και συνεπειών και με κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία. Πρόκειται για γεγονότα που χαρακτηρίζονται από σπανιότητα, ακραίο αντίκτυπο και αναδρομική (και όχι προοπτική) προβλεψιμότητα.2 Έχοντας παρακολουθήσει και αναλύσει παρόμοια γεγονότα , όπως η κρίση του Εbola στην υποσαχάρια Αφρική (2014-2016) ή σε χώρες της Ασίας κατά την περίοδο της επιδημίας του SARS (περίπτωση του Χονγκ Κονγκ σε σχέση με την υπόλοιπη Κίνα) και στο Μεξικό (2009 γρίπη των χοίρων),3 έχουν καθαρότερη και συνολικότερη αντίληψη του προβλήματος και των συνεπειών του. Γνωρίζουν ότι το πρόβλημα των κλειστών σχολείων μπορεί να μην είναι μια μικρή παρένθεση δύο ή τριών μηνών που θα λήξει οριστικά εδώ και τώρα αλλά μπορεί να έχει συνέχεια με επανερχόμενα κύματα της πανδημίας.
Oι 10 αρχές για την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης σε περιοχές με χαμηλό εισόδημα από την Παγκόσμια Τράπεζα. 4
Από το 2014 οι τεχνοκράτες της Παγκόσμιας Τράπεζας έχουν επεξεργαστεί μια σειρά αρχές που αφορούν την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στα εθνικάεκπαιδευτικά συστήματα, με τις οποίες προσπαθούν να παρέμβουν στην πολιτική της εφαρμογής της. Η παρουσίαση και κριτική αυτών των αρχών έχει μια ιδιαίτερη παιδαγωγική και πολιτική σημασία και για μας που ζούμε την εμπειρία της τηλεκπαίδευσης και στη δική μας εκπαιδευτική πραγματικότητα κάτω από τις συνθήκες μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής και κοινωνικο-οικονομικής κρίσης.
1η «Η καλύτερη τεχνολογία είναι αυτή που υπάρχει , που ξέρετε να χρησιμοποιήσετε και αντέχετε οικονομικά» Η θέση αυτή υποστηρίζεται με το σκεπτικό ότι : «Πώς μπορούμε να καινοτομήσουμε χρησιμοποιώντας αυτό που έχουμε ήδη; Σε φτωχές, αγροτικές, απομονωμένες κοινότητες, οι ήδη διαθέσιμες τεχνολογίες είναι σχεδόν πάντα κινητά τηλέφωνα και ραδιόφωνα. Πριν εξετάσετε το πιο πρόσφατο και υπέροχο νέο gadget, γιατί να μην δείτε ποια γρήγορα κέρδη μπορεί να επιτευχθούν χρησιμοποιώντας τεχνολογίες που υπάρχουν ήδη (και χρησιμοποιούνται, και διατηρούνται) σε τέτοιες κοινότητες; Ίσως η χρήση τέτοιων τεχνολογιών με συμπληρωματικούς τρόπους (ένα διαδραστικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα, για παράδειγμα, υποστηριζόμενο από προσέγγιση χρηστών μέσω SMS προς και μεταξύ των εκπαιδευτικών) μπορεί να επιτύχει πολλούς από τους στόχους που μπορεί να επιτύχει μια καινούργια, «νέα» τεχνολογία. Ή μήπως όχι.;» H φαινομενικά αυτή «προοδευτική και ρεαλιστική» θέση του συντάκτη των δέκα αρχών δημιουργεί ένα σοβαρό ερωτηματικό: τα σχολεία των απομακρυσμένων κοινοτήτων και των περιοχών με χαμηλό εισόδημα θα λειτουργούν μόνιμα και οριστικά μ’ αυτή την τεχνολογία ή απλά θα είναι είναι ένα ξεκίνημα σε μια προοπτική τεχνολογικής τους αναβάθμισης; Στο κείμενο δεν βρίσκουμε καμιά σαφή απάντηση, πέραν μιας αόριστης αναφοράς στη δεύτερη αρχή. Στην ίδια αρχή δεν συναντάμε ούτε φυσικά κάποια θέση για εξοπλισμό σχολείων και μαθητών με την κατάλληλη τεχνολογία από δημόσια χρηματοδότηση ώστε ν’ αντέχουν οικονομικά και να προσεγγίσουν τεχνολογικά τα σχολεία των προνομιούχων περιοχών. Η θέση αυτή ουσιαστικά οδηγεί στην παγίωση της ανισότητας μεταξύ των σχολείων από διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα και εκφράζει τη λογική ότι οι φτωχοί ας μπουν στην τηλεκπαίδευση μ’ ό,τι μέσο έχουν και μ’ ό,τι μπορούν να χρησιμοποιήσουν.
2. «Ξεκινήστε προς τα κάτω και προς τα έξω και, στη συνέχεια, προχωρήστε προς τα πάνω και σε ποια είδη έργων εκπαιδευτικής τεχνολογίας είναι πιο πιθανό να κλιμακωθούν ”. Το σκεπτικό της είναι ότι: «Εάν (η τεχνολογία, το μοντέλο, η προσέγγιση) λειτουργεί σε προνομιακό περιβάλλον, η επιτυχία μπορεί να είναι προϊόν πολλών παραγόντων που δεν ισχύουν σε άλλα, λιγότερο ευνοημένα μέρη. Εάν θέλετε να πάτε στην κλίμακα με την πρωτοβουλία εκπαιδευτικής τεχνολογίας, ξεκινήστε πρώτα και κάτω πριν ανεβείτε και μπείτε… Το «μοντέλο» με το οποίο καταλήγετε μπορεί να έχει πιο μέτριους στόχους σε σύγκριση με αυτό που μπορεί να επιτευχθεί σε μερικά από τα πιο προνομιούχα σχολεία και κοινότητες. Αλλά μπορεί να λειτουργεί παντού.» Η θέση αυτή είναι συνέχεια της πρώτης θέσης και θεωρητικά προτείνει την κλιμακωτή αναβάθμιση της εκπαιδευτικής τεχνολογίας, η οποία υπόκειται απλά στη θέληση των σχεδιαστών της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς να περιγράφει τίποτα το συγκεκριμένο για το πώς και από ποιους θα γίνει μια τέτοια αναβάθμιση, έστω και κλιμακωτά. Είναι πρόβλημα των ίδιων των σχολείων, στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων λογικών της αυτονομίας, για εξεύρεση πόρων που τ’ αφορούν; Είναι πεδίο ιδιωτικής κερδοσκοπίας εταιρειών ή δημόσιας χρηματοδότησης στα πλαίσια του καθολικού δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση, που πρέπει να διασφαλίζεται και σε περιπτώσεις ακραίων κρίσεων ;
3. «Αντιμετωπίστε τους δασκάλους σαν το πρόβλημα… και θα περάσουν όλα αυτά τα χρόνια με πολλούς ανθρώπους που βλέπουν τους δασκάλους (και τα συνδικάτα των δασκάλων) ως «πρόβλημα» που πρέπει να «επιλυθεί». Η θέση αυτή που που διατυπώνεται με τόσο ωμό και κυνικό τρόπο έχει και ένα αντίστοιχο σκεπτικό: « Μία «λύση» που εξετάζεται όλο και περισσότερο είναι να βρούμε τρόπους για να χρησιμοποιήσουμε τις ΤΠΕ ως ένα είδος μεταφορικής ράβδου με το οποίο να ωθήσουμε τους δασκάλους σε διάφορα είδη δράσεων. Αυτή η ώθηση είναι ίσως κατανοητή σε μέρη που αντιμετωπίζουν ενδημικές προκλήσεις που σχετίζονται με (για παράδειγμα) την απουσία δασκάλων , που είναι σίγουρα ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα σε ορισμένες (συχνά φτωχές, αγροτικές) κοινότητες. Τούτου λεχθέντος, μπορεί να μην είναι τόσο παραγωγικό σε πρακτικό επίπεδο. Μια γνωστή μελέτη, που έγινε από ερευνητές στο MIT Poverty Action Lab πριν από αρκετά χρόνια (και αξίζει να διαβάσετε, κατά τη γνώμη μου), εξέτασε ένα πρόγραμμα στο Udapur της Ινδίας, στο οποίο “οι εκπαιδευτικοί έλαβαν οδηγίες για τη λήψη της εικόνας τους κάθε μέρα με μαθητές και πληρώνονταν μόνο όταν οι κάμερες τις κατέγραψαν. ” Σύμφωνα με τους συγγραφείς, σε αυτήν την περίπτωση «αντικειμενική παρακολούθηση με κίνητρα που λειτουργούσαν» -με άλλα λόγια, βρέθηκε ένας μηχανισμός για να παρακινήσει την παρακολούθηση των εκπαιδευτικών… Τα πράγματα είναι σπάνια τόσο απλά, ωστόσο. Ναι, το γεγονός ότι τα κινητά τηλέφωνα με κάμερες είναι ολοένα και πιο πανταχού παρόντα σε αγροτικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο σημαίνει ότι μπορεί να είναι δυνατό για τα μέλη της κοινότητας να στέκονται έξω από τα σχολεία και να φωτογραφίζουν δασκάλους καθώς μπαίνουν και εξέρχονται (ένα σενάριο που είχα κάνει εγώ σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις -σε μια περίπτωση οι μαθητές έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τα ίδια τα καμεράφωνα) και να τα στείλουν στις εκπαιδευτικές αρχές ή να δημοσιεύσουν σε έναν ιστότοπο για δημόσια ντροπή.» Aπό το σκεπτικό και τους σχεδιασμούς των οργανισμών αυτών δεν λείπει ούτε στιγμή η προσπάθεια για έλεγχο και πειθάρχηση, μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, της εργασίας των εκπαιδευτικών, ακόμα και μ’ αυτό τον ακραία αυταρχικό τρόπο που υιοθετούν ως αρχή και δημόσια προβάλλουν. Η στοχοποίηση περιλαμβάνει ανοιχτά και τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών. Από την άλλη, προτείνουν τη χρήση της τηλεκπαίδευσης με πιο θετικά κίνητρα: «… Μια άλλη επιλογή θα μπορούσε να είναι να διερευνηθεί πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι ΤΠΕ για την υποστήριξη εκπαιδευτικών με θετικά κίνητρα, που τους συνδέουν με άλλους εκπαιδευτικούς μέσω ομάδων μηνυμάτων κειμένου, για να βοηθήσουν στη δημιουργία κοινότητας επαγγελματικής υποστήριξης ή για να τους βοηθήσουν να εξοικονομήσουν χρόνο στην προετοιμασία του μαθήματος παρέχοντας πρόσθετους μαθησιακούς πόρους μέσω τηλεόρασης ή για να βελτιώσουν τη γνώση τους στα θέματα που διδάσκουν μέσω διαδραστικής ραδιοφωνικής διδασκαλίας. Μερικές φορές τα ραβδιά μπορούν να λειτουργήσουν … αλλά και τα καρότα. Θέλετε να χρησιμοποιήσετε ΤΠΕ για να τιμωρήσετε ή να θρέψετε;» Εκείνο που προτείνεται ανοιχτά σε σχέση με την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών είναι η τακτική του μαστιγίου και του καρότου.
4. «Είναι το περιεχόμενο, όχι το εμπορευματοκιβώτιο.» Η Παγκόσμια Τράπεζατονίζει ότι το μέλλον της εκπαίδευσης βρίσκεται στο περιεχόμενο και όχι στη λατρεία της τεχνολογίας και ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί στη διεύρυνση του όγκου του περιεχομένου, διεύρυνση που απαιτεί συγκεκριμένη διαχείριση.
5. «Εάν οδηγείτε σε λάθος κατεύθυνση, η τεχνολογία μπορεί να σας βοηθήσει να φτάσετε εκεί πιο γρήγορα.» Θεωρεί ότι καθοριστική σημασία έχει ο προσανατολισμός. Οι στόχοι και μέθοδοι της εκπαίδευσης είναι αυτά που καθορίζουν το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης. Όταν αυτά βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση, η χρήση της τεχνολογίας επιφέρει γρηγορότερα το αρνητικό αποτέλεσμα.
6. «Προβλέψτε και μετριάστε» Θεωρεί ότι οι επενδύσεις μεγάλης κλίμακας για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση επικεντρώνονται στο τι είναι πρακτικά δυνατόν να γίνει, με αποτέλεσμα, και παρά την αντίθετη ρητορική τους περί ωφέλειας των φτωχών να καταλήγουν σε πρακτικές από τις οποίες κερδίζουν ευνοημένα περιβάλλοντα.
7. «Για να πετύχετε κάτι δύσκολο, ίσως πρώτα πρέπει να αποτύχετε (και να μάθετε από αυτήν την αποτυχία)»
8. «Βάλτε πρώτα τη βιωσιμότητα» Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η βιωσιμότητα ενός συστήματος τηλεκπαίδευσης, η δυνατότητά του να λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες και αυτή η βιωσιμότητα θα πρέπει να εξασφαλίζεται από την πρώτη στιγμή. Το επόμενο βήμα πρέπει να είναι η αειφορία του συστήματος, με την έννοια της παραπέρα ανάπτυξης του.
9. «Γνωρίζουμε πολλά για τις χειρότερες πρακτικές – πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν θα τις επαναλάβουμε» Χωρίς το κείμενο να ορίζει συγκεκριμένα ποιες πρακτικές θεωρούνται χειρότερες, στη συγκεκριμένη θέση αναγνωρίζει ότι γνωρίζουμε πολλά για το τι δεν λειτουργεί στα περιβάλλοντα χαμηλού εισοδήματος αλλά δεν γνωρίζουμε το τι λειτουργεί. Αναγνωρίζει δε, ότι η εργασία στα περιβάλλοντα αυτά είναι δύσκολη. Δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει την αφοπλιστική ειλικρίνεια των τεχνοκρατών της Παγκόσμιας Τράπεζας όταν δηλώνουν την άγνοια τους ή την αδυναμία τους να γνωρίζουν για το τι μπορεί από τις τεχνολογίες εκπαίδευσης να λειτουργήσει σε φτωχά περιβάλλοντα, αφού από την ίδια τους την κοινωνική υπόσταση και την ταξική τους θέση μπορούν να προσεγγίζουν αυτά μέσα από τεχνοκρατικές έρευνες, που είναι δομημένες κάτω από τις οπτικές της αστικής ιδεολογίας και εκφράζουν τις απαιτήσεις του καπιταλισμού από τους φτωχούς.
10. Η δέκατη θέση του κειμένου παραμένει κενή, αναγνωρίζοντας οι συντάκτες του κειμένου, ότι υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις απ’ αυτές που προτείνουν οι ίδιοι. Αναμφισβήτητα υπάρχουν κι άλλες, εκείνο που δεν αναγνωρίζουν είναι ότι οι έρευνες και οι λύσεις που προτείνουν έχουν πολιτικό και ταξικό πρόσημο.
Oι αρχές αυτές συνιστούν μι προσπάθεια από την πλευρά της Παγκόσμιας Τράπεζας να δημιουργηθούν έμπρακτα προϋποθέσεις για να διαμορφωθούν συστήματα τηλεκπαίδευσης. Η διαπίστωση της πολύ μεγάλης ανισότητας που μέχρι τώρα έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία και αποδέχονται και τα κείμενα της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν σημαίνει ότι υπάρχει και πραγματική θέληση να αντιμετωπιστεί. Αντίθετα, παρά τη ρητορική κατάκρισης της ανισότητας και τις προτάσεις για δήθεν αντιμετώπισή της, οι «λύσεις» που προτείνονται είναι κενές περιεχομένου. Οι αρχές αυτές δεν ξεφεύγουν από το γενικότερο πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού με το οποίο αντιμετωπίζεται η εκπαίδευση από οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα. Εντυπωσιάζει η αυταρχικότητα αντιμετώπισης των εκπαιδευτικών και η προσπάθεια ολοκληρωτικής πειθάρχησης της εργασίας τους με όχημα τις νέες τεχνολογίες.
Παραπομπές
1 Τηλεμάθηση, EdTech & COVID-19 https://www.worldbank.org/en/topic/edutech/brief/edtech–covid-19 και τα εκεί κείμενα που δημοσιεύονται
2 Για τη θεωρία του Μαύρου Κύκνου https://en.wikipedia.org/wiki/Black_swan_theory
3 ΜΑΪΚΛ ΤΡΟΥΚΑΝΟ, Εκπαίδευση και τεχνολογία σε μια εποχή πανδημιών, https://blogs.worldbank.org/edutech/education-technology-age-pandemics-revisited
4 https://blogs.worldbank.org/edutech/10-principles-consider-when-introducing-icts-remote-low-income-educational-environments
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr