Μια φορά κ’ έναν καιρό ανέβηκε ένας χωριάτης σ’ ένα ψηλό και μακρινό βουνό να συμβουλευτεί κάποιο μάγο, πώς θα μπορέσει να γίνει πλούσιος. Ο μάγος του είπε: άμα γυρίσεις στο σπίτι σου, να πάρεις μια χύτρα με νερό, να τη βάλεις απάνου στη φωτιά και την ώρα που θ’ αρχίσ’ η βράση να ρίξεις μέσα μια φούχτα αλάτι.
Καθώς ο χωριάτης κατέβαινε το βουνό με την πολύτιμη συνταγή, συλλογιζότανε, πως η συνταγή αυτή είτανε πολύ απλή. Κι άρχισε να πονηρεύεται. Στάθηκε λοιπόν μια στιγμή και γυρίζοντας το κεφάλι του προς την κορφή, όπου στεκότανε ο μάγος, τόνε ρώτησε με όλη τη δύναμη της φωνής του :
-Μήπως έχει κι άλλο τίποτα να κάνω;
-Αφού επιμένεις, σου το λέω. Την ώρα που θα ρίχνεις τ’ αλάτι, να μη βάλεις στο νου σου την… άσπρη αρκούδα.
Όσο λοιπόν μπόρεσε ο χωριάτης να μη θυμάται την άσπρη αρκούδα κάθε φορά, που έκαμνε και ξανάκαμνε τα μάγια του, άλλο τόσο θα μπορέσει ένας λογικός και μορφωμένος άνθρωπος να ξεχάσει τη λογική του, τις γνώσεις του και την πείρα του και να γίνει μωρό την ώρα που δημιουργεί. Αλλ’ ένας από γεννησιμιό του μωρός είναι πολύ εύκολο να μείνει «τοιούτος» σε όλη του τη ζωή.
Με αυτό το παραμύθι και αυτό το ηθικό δίδαγμα, ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει το δοκίμιο με τίτλο «Παιδικισμός ή το παραμύθι της άσπρης αρκούδας», το οποίο αποτελεί μέρος των «Αισθητικών-Κριτικών», όπως συγκεντρώθηκαν αργότερα. Σύμφωνα με τον Τάσο Βουρνά δημοσιεύθηκε ως χρονογράφημα στην εφημερίδα «Πρωΐα» τον Ιούνιο του 1941[1, 2].
Ακολουθεί το δοκίμιο το οποίο επιβεβαιώνει ακόμη και σήμερα τον ποιητή για την αναγκαιότητα να βρεθεί επιστημονική εξήγηση (βλ. σημ. 1) τουλάχιστον για το θέμα του «παλιμπαιδισμού», ως νοσηρό αποτέλεσμα του χρόνιου ξεπεσμού μας.
Όταν οι λαοί χάνουν τα νερά τους (σε περιόδους χρόνιου ξεπεσμού ή ξαφνικών ανατροπών) ζητούνε συνήθως τη σωτηρία τους με τη «φυγή» από την πραγματικότητα. Το σύνθημα της φυγής το δίνουνε οι κατώτεροι των περιστάσεων πνευματικοί ηγέτες, που με την λιγοψυχία τους και την ανεπάρκειά τους αυξάνουν τη σύγχυση και τον πανικό του κοινού.
Η «φυγή» αυτή κατευθύνεται ή προς τα «καλά περασμένα» ή προς το «Εγώ» του καθενός. Η πρώτη φυγή είναι ένα είδος Ψυχοσάββατου : ομαδική έξοδο των ζωντανών προς τους τάφους. Οι λογιότατοι, που πιάνουνε το Έθνος από το λαρύγγι και του χώνουνε το κεφάλι μέσα στο παχνί της αττικής διαλέκτου για να γίνει άνθρωπος∙ οι Κάτωνες, που θέλουνε να ξαναχυθεί η ζωή στα καλούπια των απλών ηθών και του πατριαρχικού βίου των προγόνων οι Αρνητάδες (Αποστολάκης [3] κλπ.) που ζητούνε να ξαναγίνουμε παιδιά για να ξαναβρούμε το σωστό μας δρόμο, είναι όλοι αντιπροσωπευτικοί τύποι της…ψυχοσαββατιάτικης «φυγής». Είναι οι κλασικοί τύποι του «κοσμοδιορθωτού» στις εποχές του χρονίου ξεπεσμού.
Η φυγή προς το «Εγώ» είναι φυγή, φυσικά, εγωιστική. Το κάθε άτομο κοιτάει να σωθεί μοναχό του αδιαφορώντας για τους άλλους. Προσπαθεί και κατορθώνει να κλείσει τη ζωή του μέσα στον ελεφάντινο πύργο του, μακριά από κάθε γείτονα, όσο το δυνατό ακινδυνότερα και χωρίς ευθύνες. Ο διανοούμενος, που αφοσιώνεται στην εκστατική θεώρηση των αιωνίων και απολύτων ουσιών∙ ο ποιητής, που σιχαίνεται το ανίερο πλήθος και παραληρεί «αινιγματώδη έπη», όπως λέγει ο Αισχύλος∙ ο υλοζωιστής, που ρίχνεται με τα μούτρα στην άκρατη απόλαυση των αισθησιακών ηδονών, είναι οι κυριότεροι αντιπροσωπευτικοί τύποι της εγωιστικής φυγής.
Το κήρυγμα του «εκπαιδικισμού» (αυτό, που θα μας απασχολήσει εδώ) είναι κυρίως αισθητικό. Αποτείνεται στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες και τους… εξορκίζει να γίνουνε παιδιά για να μπορέσουν έπειτα να «εκπαιδικοποιήσουν» πνευματικά το Έθνος! Η «επιστροφή» στην παιδική ηλικία σημαίνει: «Να γίνετε αγνοί, απλοϊκοί, φρέσκοι σαν τα βρέφη και σαν τα νήπια. Να τα βρίσκετε όλα καινούργια, πρωτόφαντα, πρωτόπλαστα. Να ζείτε τον μέσα σας και τον έξω κόσμο όχι με το μυαλό σας σαν πράγματα, που δέχονται εξήγηση, παρά με τα ένστιχτά σας σαν θαύματα, που είναι μυστήρια, και που τα κρατάτε παντοτινά κάτου από το κατώφλι της συνείδησης. Κι αφού θ’ αποκαθαρθείτ΄ εσείς και θα εξαγνισθείτε, τότε θα οδηγήσετε και την ψυχή του Συνόλου με δεμένα τα μάτια κατ’ ευθείαν στον παράδεισο του… «Νάνι-νάνι» !
Το σύνθημα αυτό του θεληματικού αγνωστικισμού δεν είναι ντόπιο. Το είχε βγάλει «εις περίπατον» πριν από 170 χρόνια ο Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ και οι οπαδοί του θεωρούσανε τον καλλιτέχνη για άνθρωπο, που παραμένει σ’ όλη του τη ζωή παιδί∙ που διατηρεί τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό των πρώτων του εντυπώσεων. Αυτός δεν γίνεται ποτές μπλαζέ και δεν προσαρμόζεται με το περιβάλλον του. Περιφέρει ακατάπαυτα απάνω στον κόσμο τ’ αθώα του μάτια και την απλοϊκή του περιέργεια, πάντα θαυμάζοντας και πάντα ξαφνισμένος. Και με το πνεύμα του το μυθομανικό, το εξωλογικό και εξωηθικό δε σκέφτεται, αλλά προφητεύει.
Το περίεργο όμως είναι, πως κανείς μεγάλος δημιουργός δεν παρουσίασε την κλινικήν αυτήν εικόνα. Όλοι τουλάχιστον οι μεγάλοι τα μυαλά τους τα είχανε πεντακόσια από το Σοφοκλή ίσαμε τον Γκαίτε, από τον Τολστόη ίσαμε τον Ίψεν και το δικό μας το Σολωμό, που τον προβάλλουνε τάχα για υπόδειγμα μεγάλου παιδιού. Κανένας απ’ αυτούς δεν είχε στη ζωή του και στο έργο του τον παιδιάτικο ενορμητισμό. Όλοι τους δουλεύανε με όλες τους τις γνώσεις και όλη τους την πείρα και όλες τους τις ψυχικές δυνάμεις «με καιρό και με κόπο» για να πετύχουν το «νόημα της τέχνης».
Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει από μέσα του τις γνώσεις και την πείρα του για να ξαναγίνει παιδί. Υπάρχουν όμως και αρρώστειες, που έναν ώριμο άνθρωπο τον κάνουνε πραγματικά παιδί. Είναι ή αρρώστεια του εκπαιδικισμού» (καθυστερημένη σωματική και διανοητική ανάπτυξη, φυσιολογική ανικανότητα) και η αρρώστεια του «παλιμπαιδισμού», τα ξαναμωράματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Κώστας Βάρναλης σε προλογικό του σημείωμα για τα «Αισθητικά» γράφει:
«Η σειρά των αισθητικών αυτών άρθρων (τα περισσότερα) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» επί Διχτατορίας. Φυσικό είταν ό,τι απαγορευότανε να λεχτεί, να λέγεται με τρόπο.
Τα ξανακοίταξα –όσο είτανε μπορετό.
Στον καιρό τους κινήσανε το ενδιαφέρο των ανθρώπων της Τέχνης και του Λόγου. Ελπίζω πως τα θέματα που θίγω, εξακολουθούνε να κινούνε το ενδιαφέρο των σκεπτομένων και τη σκέψη των ενδιαφερομένων. Πάντως σ΄ όλα τα θέματα τούτα ζητιέται εξήγηση επιστημονική (κοινωνιολογική) με μέθοδο επιστημονική (διαλεχτικός υλισμός).»
[2] Η εφημερίδα «Πρωία» (1925-1941) ιδρύθηκε από τους γιους του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, Στέφανο και Τζόνη και στεγαζόταν στην ομώνυμη στοά της Αθήνας. Παρά τις καλές σχέσεις των οικογενειών Μεταξά και Πεσμαζόγλου, η εφημερίδα δυσαρέστησε τον δικτάτορα, καθώς η στάση της εξελίχθηκε, προϊούσης της λογοκρισίας, σε εχθρική προς το καθεστώς. Ο Μεταξάς αντέδρασε, βάζοντας τον Μανιαδάκη να βιαιοπραγεί συχνά κατά των εκδοτών –κυρίως του Στέφανου.
Οι συντάκτες της εφημερίδας, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Βάρναλης, χαρακτηρίζονταν από αγωνιστικότητα, ήθος και όραμα.
ΠΗΓΕΣ
–Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 188-190.
–Κώστας Χατζηπατέρας-Μαρία Φαφαλιού, Μαρτυρίες ΄40-΄41, Κέδρος, Αθήνα, 1988, σελ. 45.
–Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ. Γ΄, Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 209-225.
Πηγή: gefyrismoi.blogspot.gr
e-prologos.gr