Ενάντια στη γραμμή της υποταγής
Πανεκπαιδευτικός αγώνας για αυξήσεις στους μισθούς,
ανατροπή της αξιολόγησης, υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Η κυβερνητική επίθεση στην εκπαίδευση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σχεδόν 2.500 νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με πειθαρχικές διώξεις. Το «αδίκημά» τους είναι ότι υλοποιούν τις συλλογικές αποφάσεις των εκπαιδευτικών σωματείων, συμμετέχοντας στην απεργία-αποχή από την ατομική τους αξιολόγηση. Η περίπτωση της πρωτοφανούς δίωξης της αγωνίστριας εκπαιδευτικού Χ. Χοντζόγλου, η οποία τέθηκε σε δυνητική αργία από τον Πιερρακάκη λόγω της συνδικαλιστικής της δράσης, εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και απότομη όξυνση της κυβερνητικής επέλασης ενάντια στα συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Ακόμα, συνιστά τροχιοδεικτική βολή ενάντια στη σταθερή και μόνιμη εργασία στο δημόσιο τομέα. Ο Μητσοτάκης άλλωστε από το βήμα της βουλής το είπε ξεκάθαρα προ ημερών, πως πρέπει να τελειώσει η μονιμότητα στο δημόσιο τομέα.
Την ίδια ώρα, οι μισθοί τόσο των εκπαιδευτικών όσο και σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα παραμένουν καθηλωμένοι. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε οριζόντια αύξηση-κοροϊδία 30€ μικτά, δηλαδή λιγότερο από 1€ την ημέρα. Σε ό,τι αφορά τους καταργημένους μισθούς, τον 13ο και 14ο, η κυβέρνηση αποκλείει κατηγορηματικά την επαναφορά τους, με το προκλητικό επιχείρημα πως δήθεν «δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος», την ώρα που ετοιμάζει για νέα εξοπλιστικά προγράμματα πολλά δισ. ευρώ που θα χρυσοπληρώσει για μια ακόμα φορά ο ελληνικός λαός. Και όλα αυτά την ώρα που η ακρίβεια καλπάζει, τα εισοδήματα εξανεμίζονται και η εργασία απαξιώνεται ολοένα και περισσότερο.
Μέσα σε αυτό το τοπίο της φτώχειας και του χτυπήματος των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στην εκπαίδευση, οι Ομοσπονδίες ΟΛΜΕ και ΔΟΕ βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την ανάγκη ανάπτυξης ενιαίου πανεκπαιδευτικού αγώνα για την απόκρουση της κυβερνητικής επίθεσης. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στο πρόσφατο σαββατιάτικο συλλαλητήριο στις 29 Μάρτη που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των ΔΟΕ – ΟΛΜΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ (Ομοσπονδία ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ειδικής αγωγής). Το κάλεσμα των Ομοσπονδιών, που είχε πανελλαδική διάσταση και με αιχμές τους μισθούς και τις διώξεις, παρά το γεγονός ότι συσπείρωσε ένα αγωνιστικό δυναμικό στην εκπαίδευση, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη της περιόδου.
Οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο. Βρίσκονται πρώτα και κύρια στις πλειοψηφίες των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ σε ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, που με την συνθηκολόγα πολιτική τους βάζουν αναχώματα και υπονομεύουν κάθε προσπάθεια ανάπτυξης ενιαίου πανεκπαιδευτικού αγώνα με συγκεκριμένα αιτήματα. Εγκαταλείπουν τους χιλιάδες διωκόμενους εκπαιδευτικούς, εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την επαναφορά των καταργημένων μισθών στις δικαστικές διεκδικήσεις της ΑΔΕΔΥ δείχνοντας την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη του ενιαίου, παρατεταμένου και απεργιακού αγώνα.
Οι δυνάμεις της ΑΣΕ-ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) στην εκπαίδευση δεν βρίσκονται έξω από το κάδρο των ευθυνών αφού αποτελούν πολύτιμο σύμμαχο του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Πίσω από τις φωνακλάδικες ανακοινώσεις τους κρύβουν επιμελώς την πλήρη αναδίπλωσή τους σε όλα τα κομβικά ζητήματα. Είναι ενδεικτικό πως τόσο για τα μισθολογικά αιτήματα όσο και για την αξιολόγηση και τις διώξεις δεν έχουν να πουν τίποτα. Πέρα από το κάλεσμα σε συμμετοχή στην γενική απεργία στις 9 Απριλίου δεν έχουν να προτείνουν τίποτα για το πώς θα αναπτυχθεί ο αγώνας στην εκπαίδευση για τη διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς, για να ανατραπεί η αξιολόγηση και να πάψουν όλες οι πειθαρχικές διώξεις. Από τη μεριά τους επιχείρησαν να μετατρέψουν το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στις 29 Μάρτη ως μια επικοινωνιακή φιέστα, ως μια επίδειξη δύναμης και όχι σαν αγωνιστικό βήμα που χρειάζεται να βρει συνέχεια, κλιμάκωση και προοπτική.
Μια τέτοια στάση σαν κι αυτή που κρατά η ΑΣΕ-ΠΑΜΕ είναι πολύ βολική για τον φιλοκυβερνητικό συνδικαλισμό και ταυτόχρονα πολύ επιζήμια για το ίδιο το εκπαιδευτικό κίνημα. Ενισχύει την απογοήτευση και την αποσυσπείρωση των εκπαιδευτικών, βαθαίνει ακόμα περισσότερο την υπάρχουσα κρίση του σ/κ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην κεντρική πολιτική εκδήλωση που πραγματοποίησε η ΟΛΜΕ για τα 100 χρόνια ζωής και δράσης, μόλις μια ημέρα μετά το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο (Κυριακή 30 Μαρτίου) η αίθουσα σε κεντρικό σημείο της Αθήνας ήταν άδεια. Με εξαίρεση τους συνδικαλιστές των Παρεμβάσεων, που έδωσαν το «παρών» στην εκδήλωση, οι υπόλοιπες δυνάμεις έλαμψαν δια της απουσίας τους. Η θλιβερή αυτή εικόνα της απαξίωσης μιας Ομοσπονδίας με ιστορία μεγάλων και σκληρών εκπαιδευτικών αγώνων είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της υποταγής των δυνάμεων της πλειοψηφίας.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η εγκατάλειψη των συνδικάτων από τους εκπαιδευτικούς εξηγείται πλήρως. Σε μία περίοδο, λοιπόν, όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιτίθεται με σφοδρότητα στο σύνολο των κοινωνικών δικαιωμάτων, συνδικάτα με χιλιάδες μέλη, όπως η ΟΛΜΕ, πανελλαδικό δίκτυο (σχολεία, ΕΛΜΕ) θα ’πρεπε να διαδραματίζουν διαφορετικό ρόλο. Διδάσκοντας (καθηγητές/τριες) στα σχολεία τη νέα γενιά, εμπνέοντας τους νέους εργαζόμενους, παίρνοντας πρωτοβουλίες, ανοίγοντας δρόμους, δυναμώνοντας τα σωματεία και τους αγώνες. Πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε τα πράγματα να «πάνε αλλιώς». Και τότε η αγωνιστική διεκδίκηση των αιτημάτων δεν θα μετατρέπεται σε επικοινωνιακό πυροτέχνημα και οι επετειακές γιορτές θα γίνονται στο δρόμο.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr