γράφει ο Περικλής Παυλίδης*
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τη συμπύκνωση της τοποθέτησης του Π.Π. στην εκδήλωση που διοργανώθηκε από τα περιοδικά ΠΟΡΕΙΑ και «αντιτετράδια», στο ΣΗΜΑ, 9/11/2019
Τι επιδιώκει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στην ανώτατη εκπαίδευση; Η υπουργός παιδείας Ν. Κεραμέως το έχει δηλώσει επανειλημμένως: ένα αυτόνομο, αξιολογούμενο, ανταγωνιστικό, εξωστρεφές πανεπιστήμιο, σε κοινό βηματισμό με την αγορά εργασίας.
Η κυβερνητική έμφαση στην «αυτονομία» του πανεπιστημίου δε σημαίνει τίποτε περισσότερο από την καταθλιπτικά τετριμμένη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι τα ακαδημαϊκά ιδρύματα δεν θα πρέπει να ελπίζουν στην κρατική χρηματοδότηση για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αλλά να βρίσκουν μόνα τους αναγκαίους για τη λειτουργία τους πόρους. Τουτέστιν να καταπιάνονται με την πώληση ακαδημαϊκών υπηρεσιών, ψάχνοντας διαρκώς για πελάτες.
Γι’ αυτό και στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς συμπεριλαμβάνεται η «απελευθέρωση» των προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών, η δημιουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων, προφανώς με δίδακτρα, η διοργάνωση θερινών/χειμερινών σχολείων «σε τομείς όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα», προφανώς με δίδακτρα, η λειτουργία προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε μεταπτυχιακό αλλά και προπτυχιακό επίπεδο, το πιθανότερο με δίδακτρα, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για την κάλυψη αναγκών των ιδρυμάτων (όπως η κατασκευή εστιών κλπ), η εμπορευματική αξιοποίηση της έρευνας και της πνευματικής ιδιοκτησίας των ΑΕΙ, η ανάπτυξη επιχειρήσεων spin-off κ.α.
Και σαν να μην έφταναν οι ήδη υπάρχουσες πρακτικές αξιολόγησης των ΑΕΙ, η τελευταία προβλέπεται να ενισχυθεί σε όλα τα επίπεδα, με την κρατική χρηματοδότηση να καθορίζεται, εκτός από ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια (όπως το κόστος σπουδών ανά φοιτητή κλπ), και από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των ιδρυμάτων. Συνάμα, τονίζεται επίμονα η ανάγκη διασύνδεσης των ΑΕΙ με την αγορά εργασίας.
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η προσπάθεια της κυβέρνησης να διαμορφώσει εξ αρχής ένα αυταρχικό πλαίσιο υλοποίησης της πολιτικής στο χώρο της εκπαίδευσης και όχι μόνο. Αυτό καταμαρτυρεί η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, προκειμένου να διευκολυνθεί η δράση των κατασταλτικών δυνάμεων εναντίον του φοιτητικού κινήματος, αλλά και γενικότερα η προσπάθεια ελέγχου των απεργιών, η αστυνομοκρατία στο κέντρο της Αθήνας, η εισβολή των ΜΑΤ στο προαύλιο του Οικονομικού Πανεπιστημίου, η εκστρατεία κατασυκοφάντησης του φοιτητικού κινήματος από τα ελεγχόμενα από την οικονομική ολιγαρχία μεγάλα ΜΜΕ.
Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που, σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης, τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν την τεράστια μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και την καθημερινή υποβάθμιση των υποδομών τους. Πολλά ιδρύματα έχουν ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, ενώ μεγάλες είναι οι δυσκολίες φοιτητριών και φοιτητών να βρουν στέγη στις φοιτητικές εστίες.
Σε μια χώρα που υπέστη οικονομική κατάρρευση και μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού, οι συνθήκες φοίτησης πολλών φοιτητών από λαϊκές οικογένειες έχουν επιδεινωθεί σημαντικά, ενώ τα διατηρούμενα υψηλά επίπεδα ανεργίας και εργασιακής επισφάλειας καθιστούν αβέβαιες τις επαγγελματικές προοπτικές τους, απαξιώνοντας τα πτυχία, τις γνώσεις και ικανότητές τους.
Και δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την ήδη υφιστάμενη εμπορευματοποίηση των σπουδών, όπως στην περίπτωση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, τα οποία γνωρίζοντας πλέον μεγάλη ζήτηση και μαζικότητα (για λόγους πρωτίστως συλλογής προσόντων για την αγορά εργασίας) και σε κραυγαλέα αντίθεση με το άρθρο 16 του Συντάγματος, προσφέρονται εκτενώς έναντι διδάκτρων, το ύψος των οποίων αυξάνει διαρκώς.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποβλέπει σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο πανεπιστημίου, το οποίο, ούτως ή άλλως, οικοδομείται εδώ και καιρό στην Ελλάδα, όπως και παγκοσμίως. Ένα πανεπιστήμιο στρατευμένο στην υπηρέτηση μιας εξόχως αγοραίας αντίληψης για την επιστημονική γνώση, έρευνα και διδασκαλία, μιας στρατηγικής που επιδιώκει την όσο γίνεται πιο άμεση υποταγή της ανώτατης εκπαίδευσης στα συμφέροντα και τις πρακτικές της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Σαφώς οι προωθούμενες στην ανώτατη εκπαίδευση πολιτικές αγοραίας μετάλλαξής της δεν εφαρμόζονται παντού με τους ίδιους ρυθμούς. Οι ισχυρές αντιστάσεις που συνάντησαν στην Ελλάδα από το φοιτητικό κίνημα είχαν μέχρι τώρα αισθητές επιτυχίες. Η Ελλάδα απέχει ακόμη αρκετά από τη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα άλλων ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, όπου -στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια- η διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών έχει μειωθεί σε τρία έτη, με δίδακτρα να επιβάλλονται σε όλο το φάσμα των ακαδημαϊκών προγραμμάτων (των προπτυχιακών, μεταπτυχιακών, διδακτορικών, έως τα διάφορα θερινά σχολεία) και το κόστος των συγγραμμάτων να επιβαρύνει αποκλειστικά τις φοιτήτριες και τους φοιτητές. Όμως και στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, η δρομολογημένη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των ΑΕΙ έχει οδηγήσει σε εμφανώς αρνητικά αποτελέσματα, καταγεγραμμένα σε πληθώρα μελετών.
Πρόκειται, πρωτίστως, για την υποβάθμιση και παρακμή του ακαδημαϊκού έργου. Η ενίσχυση της επισφαλούς εργασίας του ακαδημαϊκού προσωπικού (απασχόληση βάσει βραχυχρόνιων συμβάσεων), σε συνάρτηση με την υπαγωγή του σε καθεστώς διαρκούς αξιολόγησης και γραφειοκρατικού ελέγχου, καλλιεργούν κομφορμιστικές νοοτροπίες και στάσεις στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας. Ωθούμενοι να υιοθετήσουν ανταγωνιστικές πρακτικές σταδιοδρομίας, οι σημερινοί ακαδημαϊκοί ασχολούνται περισσότερο με τη δημιουργία εντυπωσιακού βιογραφικού, την προβολή των επιδόσεών τους (δημοσιεύσεων, ετεροαναφορών, συμμετοχών σε συνέδρια, σε ποικίλα προγράμματα κλπ), τη συμμετοχή σε δίκτυα δημόσιων σχέσεων, με αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση της πρωτοτυπίας, της ευρύτητας, της επιστημονικής κρισιμότητας και σημασίας του ερευνητικού τους έργου.
Τεράστιο πρόβλημα αποτελεί η διεμβόλιση της επιστημονικής έρευνας από ιδιωτικά συμφέροντα, ως συνέπεια της ιδιωτικής χρηματοδότησής της, γεγονός που οδηγεί στον επιχειρηματικό έλεγχο της κατεύθυνσης, των διαδικασιών και αποτελεσμάτων της. Τα τελευταία, στο όνομα τής εμπορευματοποίησής τους, επιδιώκεται να εγκλωβιστούν, με τη μορφή πατεντών και πνευματικών δικαιωμάτων, σε καθεστώτα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, πρακτική που βρίσκεται στον αντίποδα της αναγκαίας για την επιστημονική πρόοδο ανακοίνωσης, μετάδοσης και διάχυσης της γνώσης. Και βεβαίως αποτελεί εξόχως επικίνδυνο φαινόμενο η σκόπιμη παραποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, προκειμένου αυτά να είναι αρεστά στους χρηματοδότες της.
Ιδιαιτέρως αισθητή είναι η παρακμή της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, με τους ερευνητές να απομακρύνουν το βλέμμα τους από τις κοινωνικές ανάγκες, τα κρίσιμα θέματα της εποχής, από ζητήματα που απαιτούν ανάλυση σε βάθος διαμέσου μακροχρόνιας επίπονης και κριτικής ενασχόλησης, στρεφόμενοι κομφορμιστικά σε εύκολα θέματα, σε υιοθέτηση αντιλήψεων του συρμού, σε ολοκληρωτική υποκατάσταση της έρευνας από απλή παράθεση πληροφοριών και παραπομπών.
Τα φαινόμενα αυτά απορρέουν αναπόφευκτα από ένα σύστημα που αντιμετωπίζει την επιστημονική έρευνα με όρους παραγωγικότητας καπιταλιστικής επιχείρησης, που μετράει διαρκώς τα πάντα, δηλώνοντας ότι ενδιαφέρεται για την ποιότητα, ενώ στην πράξη και με κραυγαλέο τρόπο καταγράφει ποσοτικά μεγέθη, αλλά και ενθαρρύνει την έμφαση στην ποσότητα. Ποτέ άλλοτε η επιστημονική σκέψη, τα ερευνητικά ενδιαφέρονται και εγχειρήματα των ακαδημαϊκών δεν ήταν τόσο ευάλωτα στην απαίτηση να επιδεικνύουν όγκο δημοσιεύσεων, να σκέφτονται και να ενεργούν με στόχο την ποσότητα του ακαδημαϊκού έργου, να αξιολογούν και να εκτιμούν τους εαυτούς τους με βάση αυτή. Έτσι, ενώ παρατηρείται εκρηκτική αύξηση του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων, μεγάλο μέρος αυτών είναι επιδερμικές και κοινότοπες.
Μαζί με το ερευνητικό έργο υποβαθμίζεται και το διδακτικό. Σε συνθήκες μεγάλης αύξησης του φόρτου εργασίας, επισφαλούς απασχόλησης και πίεσης για την επίτευξη μετρήσιμων ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων υπονομεύεται και υποχωρεί το ενδιαφέρον του ακαδημαϊκού προσωπικού για το διδακτικό έργο.
Η διδασκαλία επιστημονικών γνώσεων στα πανεπιστήμια δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν δεν είναι δημιουργική, αν δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, διεισδυτικότητα, σφαιρικότητα ανάλυσης, αν δεν διαμορφώνει περιβάλλον διανοητικής αναζήτησης και κριτικού προβληματισμού. Όμως όλα αυτά καθίστανται ανέφικτα στη διδασκαλία όταν απουσιάζουν από τη σκέψη και το ερευνητικό έργο των διδασκόντων.
Στο νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο που ενδιαφέρεται για την εμπορευσιμότητα των υπηρεσιών του και αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως πελάτες η αποξένωση μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων είναι αναπόφευκτη. Αποτέλεσμα αυτής είναι οι παιδαγωγικές σχέσεις -εξόχως σημαντικές για τη μύηση της νέας γενιάς σε σχολές σκέψης και επιστημονικές παραδόσεις- να μεταλλάσσονται σε τυποποιημένες διδακτικές πρακτικές μετάδοσης πληροφοριών, ταξινομημένων σε κατακερματισμένες και ευκόλως κοστολογήσιμες ενότητες.
Με την εμπορευματοποίηση των πανεπιστημιακών σπουδών και την επιδίωξη προσαρμογής τους στην αγορά εργασίας έρχεται ως επακόλουθο και ο θρυμματισμός τους. Στη θέση συγκροτημένων ακαδημαϊκών προγραμμάτων, που δίνουν έμφαση στη σφαιρική-ολοκληρωμένη μόρφωση φοιτητών και φοιτητριών αναφορικά με τις θεμελιώδεις πτυχές ενός επιστημονικού πεδίου, διαδίδονται συντομευμένες ακαδημαϊκές «εμπειρίες» συλλογής ποικίλων και συχνά ετερόκλητων γνώσεων, που δεν υπερβαίνουν το επίπεδο της περιορισμένης ενημέρωσης και της στοιχειώδους κατάρτισης επί συγκεκριμένων ζητημάτων.
Και, όσο περισσότερο θρυμματίζονται οι σπουδές με βάση εκτιμήσεις και επιδιώξεις συγκρότησης εργασιακών προσόντων, προσανατολισμένων σε μια διαρκώς απρόβλεπτη αγορά εργασίας, τόσο περισσότερο υποβαθμίζεται στον πυρήνα της η πανεπιστημιακή μόρφωση, η οποία δεν μπορεί παρά να αφορά την καλλιέργεια της ικανότητας ενός ανθρώπου να σκέφτεται αυτόνομα εντός του κάθε γνωστικού πεδίου, να αντιλαμβάνεται και να παρακολουθεί αυτόνομα την πρόοδο της γνώσης σε αυτό.
Δέον να τονιστεί ότι η εμπορευματοποίηση των σπουδών (στην περίπτωση βεβαίως όχι των πανεπιστημίων της κοινωνικής ελίτ, αλλά των μαζικών πανεπιστημίων όπου σπουδάζουν οι μελλοντικοί εκπρόσωποι της διανοητικής μισθωτής εργασίας) σημαίνει θρυμματισμό τους σε προγράμματα που προσφέρουν στοιχειώδη κατάρτιση και ημιμόρφωση.
Κι επειδή μεταξύ των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων σημαντική θέση κατέχει ο τονισμός της αναντιστοιχίας των προγραμμάτων των ΑΕΙ προς τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, αξίζει να τονιστεί ότι είναι ανερμάτιστο και χειραγωγικό να δηλώνεται κάτι τέτοιο στην περίπτωση μιας αγοράς, η οποία ως οργανικό μέρος της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας -ιδιαιτέρως δε σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης διαχείρισής της- είναι εξορισμού αδύνατο να ελεγχθεί και να προβλεφθεί. Όσοι μιλούν για μια τέτοια αντιστοιχία συχνά επιδιώκουν να χρεώσουν στους ίδιους τους εργαζόμενους το φαινόμενο της μαζικής ανεργίας και εργασιακής επισφάλειας, το οποίο καθορίζεται ουσιωδώς από την ανεξέλεγκτη κίνηση των δυνάμεων του κεφαλαίου και τη λειτουργία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Δεδομένων των παραπάνω θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι στα πεδία της επιστημονικής έρευνας και εκπαίδευσης η σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία προσκρούει σε ανυπέρβλητες αντιφάσεις. Προσπαθεί να υποτάξει αυτά τα πεδία στη διαδικασία κερδοφορίας και συσσώρευσης κεφαλαίου και, όσο περισσότερο το επιδιώκει με κατ’ εξοχήν καπιταλιστικές μεθόδους, τόσο περισσότερο αυτά παραμορφώνονται και παρακμάζουν. Την ίδια στιγμή, στο βαθμό που σε αυτά τα πεδία η ανθρώπινη δραστηριότητα αναπτύσσεται και προοδεύει, στο βαθμό που εντός του σύγχρονου καπιταλισμού υφίστανται ή διαμορφώνονται συνθήκες ευνοϊκές για την πρόοδό τους, καθίσταται εμφανής η ουσιώδης αναντιστοιχία τους προς την εκμεταλλευτική λογική των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.
Αξίζει να επισημανθεί συμπερασματικά ότι η επιστημονική έρευνα και εκπαίδευση, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές, θα πρέπει να υλοποιούνται με όρους δημιουργικότητας, εντός ενός αναγκαίου για την καλλιέργεια της τελευταίας πλαισίου συντροφικών – συνεργατικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων της επιστήμης και της εκπαίδευσης. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν να υποτάσσονται σε πρακτικές και σχέσεις αλλοτριωμένης εργασίας, ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης. Από αυτή τη σκοπιά, στο βαθμό που η επιστημονική έρευνα και εκπαίδευση, καθώς και κάθε μορφή δημιουργικής διανοητικής εργασίας αποκτούν κομβική σημασία για την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, οι σχέσεις παραγωγής που βασίζονται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας καθίστανται ολοένα και περισσότερο ιστορικός αναχρονισμός.
* Ο Περικλής Παυλίδης είναι Καθηγητής του ΠΤΔΕ ΑΠΘ
e-prologos.gr