Ποιήματα Αγωνιστριών στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ (διαφυλαγμένα από την Μάρθα Ξανθοπούλου-Αντονέν), πρόλογος: Κώστας Μαραγκουδάκης – Φοίβος Τσέκερης, εισαγωγή – επιμέλεια: Αριστούλα Ελληνούδη, εικαστική επιμέλεια – σχέδια: Εύη Μελά, Ίδρυμα «Σπίτι του Αγωνιστή» και Εκδόσεις Εντός, α’ έκδοση: Ιούλιος 2011, σσ.: 112
Λέω
να γράψω στους Ισπανούς συντρόφους μου
ένα μεγάλο γράμμα
Τη διεύθυνση την έχω
Στην Ισπανία
Στη Φυλακή
Έχω μια διεύθυνση
Στην Ισπανία
Στη Φυλακή
Για τον Μάρκος Άννα
Γεια σου Σύντροφε
Γράφω σε εσένα που είσαι Ποιητής στη φυλακή
εγώ που γράφω ποιήματα στη φυλακή
Είσαι στο Μπούργκος;
Είμαι στην Αθήνα
Δε θα ρωτήσω για τη χώρα σου Δε θα ρωτήσεις για τη
δική μου χώρα
Έχεις
στην καρδιά σου την Αθήνα
όπως
Έχω στην καρδιά μου τη Μαδρίτη και τη Γκουαντάλα-
χάρα Και τους ανθρακωρύχους της Αστουρίας Κι’ ό-
λους τους Ισπανούς που πολεμήσανε στο μεγάλο Α-
γώνα Και τις μάνες που τους γεννήσανε Και τα
παιδιά που αφήσανε Κι όλους τους εθελοντές που
ήρθανε να πολεμήσουνε στο μεγάλο Αγώνα Και την
Γκέρνικα Και τον Πικασσό που τη ζωγράφισε Και
τον Ελυάρ που ύμνησε τη νίκη της – Nous en aurons
raison.
Πες μου Σύντροφε
πόσο ψηλά είναι τα ντουβάρια σας εκεί; Έχετε φάρμα-
κα για τους αρρώστους σας; Σκεπάσματα για το χειμώνα;
Και το καμπάνι χτυπάει τις ίδιες ώρες πάντα – κατά –
κλιση αυλή; Κι’ η μάνα, Το παιδί Η αδερφή στέκονται τις
ίδιες πάντα ώρες στο λιοπύρι και στη βροχή;
Τραγουδάτε
Γι’ αυτούς που έληξε η ποινή Τα τραγούδια που τραγουδή-
σατε γι’ αυτούς που ξεκινήσανε να δεχτούν το Πυρ;
Θα πούμε τα τραγούδια μας στη δική σας Λευτεριά.
Γεια σου Σύντροφε
Σύντροφοι Αδερφοί μου Γεια χαρά.
(Γράμμα στους Ισπανούς Συντρόφους μου)
Με τον θάνατο της αγωνίστριας της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Μάρθας Ξανθοπούλου-Αντονέν (1914-2004), ήρθε στο φως ένα πολύτιμο και εντελώς άγνωστο γραπτό τεκμήριο. Ένα ταπεινό μπλοκ του εμπορίου με κιτρινισμένες, δυσκολοδιάβαστες σελίδες και ξεθωριασμένο από τον χρόνο μελάνι, διαστάσεων 0,19X0,13, το οποίο στο πάνω και αριστερό μέρος του εξωφύλλου φέρει την εξής χειρόγραφη σημείωση: «Μάρθα Ξανθοπούλου, Φυλακές Αβέρωφ 1959». Το σημειωματάριο αυτό βρέθηκε στο σπίτι της Ξανθοπούλου-Αντονέν στον Βύρωνα, ανάμεσα σε βιβλία και περιοδικά, και περιέχει 21 ποιήματα που έγραψαν οι πολιτικές κρατούμενες στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ τη δεκαετία του ’50.
Οι απάνθρωπες και εφιαλτικές συνθήκες των συγκεκριμένων φυλακών είναι λίγο πολύ γνωστές. Το χτίσιμό τους προβλεπόταν το πολύ για 200 κρατούμενες, ωστόσο τη διετία 1948-1949 περισσότερες από 1.300 αγωνίστριες, στην πλειοψηφία τους κομμουνίστριες, στοιβάχτηκαν εκεί για 5 έως 15 χρόνια, ενώ στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια κρατήθηκαν στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, συνολικά, 3.000 αγωνίστριες και πάνω από 80 παιδιά. Ο ανθρωποσυνωστισμός, η άθλια σίτιση, η έλλειψη οξυγόνου και οι συχνές απαγορεύσεις αυλισμού δυσχέραιναν την ήδη καταπονημένη –από τις διώξεις, τη βία την τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, τους βιασμούς, αλλά και τις δολοφονίες και εκτελέσεις αγαπημένων τους προσώπων– υγεία των κρατούμενων γυναικών.
Στο ζόφο των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ, οι αγωνίστριες κρατούμενες αντιστάθηκαν με τον νου και την ψυχή τους. Με την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη τους. Αυτές που ήξεραν γράμματα μάθαιναν αυτές που δεν ήξεραν συμπεριλαμβανομένων των υπέργηρων γυναικών και των παιδιών. Αυτές που γνώριζαν από ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη φρόντιζαν τις άρρωστες και τους παρείχαν ψυχολογική υποστήριξη. Φρόντιζαν επίσης για την ψυχαγωγία των παιδιών και, παρά τη λύσσα των δεσμοφυλάκων, συγκρότησαν χορωδιακή, χορευτική και θεατρική ομάδα. Έγραφαν και ποίηση.
Ο τοίχος. Τα κελλιά.
Τα σίδερα.
Η αυλή. Πέτρα ή τσιμέντο.
Αυτές οι λέξεις φτάνουνε
για τη φυλακή.
Τη γλώσσα σου να μην ξεχάσεις, πρόσεχε.
Το χειμώνα
το κρύο, η μούχλα,
η παγωνιά.
Όλα είναι παγωμένα,
βρεμένα
μουχλιασμένα.
Το καλοκαίρι
η φλόγα που δε σ’ αφήνει
ν’ ανασάνεις
Το καλοκαίρι
όλα είναι φλεγόμενα.
Αυτό είναι ό,τι απομένει
από τη Φύση στη φυλακή.
Τη Φύση πρόσεχε
να μην ξεχάσεις.
Το ξύπνημα,
το φαΐ,
η ώρα του ύπνου,
η ώρα που θα μείνεις στην αυλή.
Αυτό είναι ό,τι απομένει
από το χρόνο στη φυλακή.
Το χρόνο πρόσεχε να μην τον χάσεις.
Να τρίψεις το τσιμέντο
να καθαρίσεις τους θαλάμους,
τους νεροχύτες,
τις κουζίνες.
Αυτή είναι η Δουλειά
στη Φυλακή.
Τι είναι η Δουλειά
να μην ξεχάσεις, πρόσεχε.
Να μην ξεχάσεις τη Δουλειά
που πάνω απ’ όλες
τους ώμους σου βαραίνει:
Να μείνεις Άνθρωπος.
Να μην ξεχάσεις
πως είσαι Άνθρωπος
στη Φυλακή.
(Διαβάζοντας τα ποιήματα του Keats)
Όπως μας πληροφορεί στο εκτενές –και συγκινητικό– εισαγωγικό της σημείωμα η επιμελήτρια της έκδοσης, Αριστούλα Ελληνούδη (1945-2019), οι κρατούμενες έδιναν μάχες για να εξασφαλίσουν και το παραμικρό χαρτάκι, για να τους επιτραπεί να κρατήσουν τα χαρτιά περιτυλίγματος των λιγοστών δεμάτων που επιτρεπόταν να λαβαίνουν. Ακόμα και σε στρατσόχαρτα αναγκάζονταν να γράφουν. Η δε απόκτηση ενός τετραδίου ή ενός μπλοκ ήταν μεγάλη και σπάνια «τύχη». Κατά τη δεκαετία του 1950, με την παύση των εκτελέσεων και τη μερική χαλάρωση των αυστηρών και επίμονων ελέγχων, μπορούσαν οι κρατούμενες να εξασφαλίσουν χαρτιά, μπλοκ μολύβια και στυλό για γράψιμο, όσες βέβαια είχαν κάποια βοήθεια από συγγενή, με δέμα ή χρήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέχρι την αποφυλάκιση των τελευταίων κρατουμένων, σχεδόν όλες οι κρατούμενες, σε συνεννόηση με τους δεσμοφύλακες, προμηθεύονταν γραφική ύλη από κάποιον μπακάλη. Με το αζημίωτο, βέβαια.
Σε ένα τέτοιο μπλοκ, λοιπόν, διασώθηκαν τα 21 ποιήματα αγωνιστριών στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ από την Μάρθα Ξανθοπούλου – Αντονέν. Η έκδοσή τους ακολουθεί ακριβώς τη σειρά που αυτά γράφτηκαν μέχρι και τη σελίδα 68, την τελευταία του μπλοκ, και διατηρεί απολύτως πιστά την ορθογραφία κάθε λέξης, καθώς και το τονικό σύστημα –ένα κράμα του πολυτονικού συστήματος της εποχής εκείνης και ενός «προδρομικού» δημοτικιστικού μονοτονικού συστήματος–, βάσει των οποίων οι φυλακισμένες αγωνίστριες έγραψαν ή μετέγραψαν τα ποιήματα.
Η επίμονη γραφολογική παρατήρηση των γραμμάτων της αλφαβήτου, της ορθογραφίας και του ανάμικτου τονικού συστήματος οδήγησαν την Αριστούλα Ελληνούδη στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα 21 ποιήματα γράφτηκαν από 5 διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες, δηλαδή από 5 φυλακισμένες αγωνίστριες. Η περαιτέρω ενδελεχής έρευνα της Ελληνούδη και οι πολύτιμες μαρτυρίες των εν ζωή συγκρατούμενων αγωνιστριών της Ξανθοπούλου-Αντονέν τεκμηριώνουν τα πραγματικά δεδομένα γραφής των 21 ποιημάτων: κάποια από αυτά τα έγραψαν η Έλλη Ιωαννίδου και η Βούλα Μπαζίγου, κάποια άλλα παραμένουν χωρίς ταυτοποίηση ενώ η Δήμητρα Αλεξανδρίδου και η Αφροδίτη Μανιάτη μετέγραψαν πολλά από τα ποιήματα στο μπλοκ.
Α ς γ ν ω ρ ι σ τ ο ύ μ ε λ ο ι π ό ν
Κι εγώ γιε μου,
η μάνα σου,
θα στέκω εδώ
στο κατώφλι
της δικιάς σου μέρας
στο κατώφλι
της κοσμικής Εποχής
και θα σε κοιτάζω ευτυχισμένη.
Καμμιά φορά
το βράδυ
θ’ ανταμώνουμε.
Καμιά φορά
το βράδυ
θα θυμάσαι τους γονιούς σου.
Τότε γιε μου
θα λες
Μα ναι,
τους καταλαβαίνω τους γονιούς μου.
Αν,
κι’ αυτοί
δεν αρνιόντανε να γίνουνε
οι κάτοικοι ενός διαμερίσματος
– δύο δωμάτια, κουζίνα.
Αν
κι’ αυτοί
δεν αρνιόντανε
να γίνουν ένα
με τον Παλιό Κόσμο
Αν
κι’ αυτοί
δεν διαλέγανε
τον Αγώνα
και τον Πόνο
Αυτό το όνειρο
-το Αύριο
δε θάχε γίνει
– Σήμερα.
(Για το Γιο μου. Σε δέκα χρόνια Σε είκοσι χρόνια Αύριο)
Η ευρύτητα της μορφωτικής δουλειάς που γινόταν στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ (και) μέσα από την ποίηση είναι εμφανής. Υπάρχουν ποιήματα που υποδεικνύουν ότι οι αγωνίστριες που τα έγραψαν ήταν μορφωμένες με γνώση των στιχουργικών μορφών και των αισθητικών τάσεων της ελληνικής ποίησης εκείνης της εποχής. Ποιήματα ελευθερόστιχα ή επηρεασμένα από το νεωτερικό τότε είδος της λεγόμενης αυτόματης γραφής, ποιήματα λυρικά με εξαιρετική αίσθηση της ρυθμοποιίας, με πλεκτούς ομοιοκατάληκτους στίχους αλλά και ποιήματα λιγότερο μορφωμένων αγωνιστριών που διδάχτηκαν γράμματα στη φυλακή και έμαθαν από τις συναγωνίστριές τους να διαβάζουν ποίηση και να θέλουν να γράψουν ποίηση. Παρά την ποιητική τους ατεχνία είναι ολοφάνερη η αγάπη τους για τον ποιητικό λόγο και η έλλειψη στιχουργικής γνώσης και ικανότητας δεν μειονεκτεί από άποψη υψηλού αγωνιστικού αισθήματος και ανθρώπινης ευαισθησίας, όπως βλέπουμε σε ποιήματα σαν αυτό:
Δεν τους πιστεύω
αυτούς που λένε, που φωνάζουνε πως μόνο ν’ αγαπούνε ξέρουνε
και στην καρδιά τους
πως έτσι όμοια στεγάζουνε και το καλό και το κακό
και τ’ όμορφο και τ’ άσχημο
το ζωντανό μαζύ και το νεκρό
και το στρεβλό και το σερνάμενο
κι’ αυτό που άφοβα στου ήλιου λούζεται το φως.
Δεν τους πιστεύω
αυτούς που καμαρώνοντας το πλάτος της καρδιάς τους
καλούνε τον καθένανε να τη θωρεί και ν’ απορεί και να θαυμάζει
μια τέτοια απλοχωριά που ξέγνοιαστη
όλα μπορεί να τα ταιριάζει.
Δεν τους πιστεύω
Κι’ αν λένε αλήθεια
τότε η αγάπη τους θα είναι ψεύτική λειψή
δίχως θωριά και γεύση, κλαψιάρικη, πλαστή,
ανώφελη και κακομοιριασμένη
πιο ανώφελη κι’ από μια στείρα προβατίνα
πάνω στη γη
πιο κακομοιριασμένη
κι’ από τον κουρελιάρη θαυματουργό καλόγερο.
(Δεν τους πιστεύω)
Η μεγάλη συμβολή της Μάρθας Ξανθοπούλου-Αντονέν, όπως αναφέρουν στον πρόλογό τους ο Κώστας Μαραγκουδάκης (1925-2020) και ο Φοίβος Τσέκερης (1921 – 2015), πρόεδρος και γενικός γραμματέας αντίστοιχα του ιδρύματος «Σπίτι του Αγωνιστή» (στο οποίο η Ξανθοπούλου – Αντονέν κληροδότησε το σπίτι της) ήταν η διάσωση των ποιημάτων των γυναικών πολιτικών κρατουμένων στις συνθήκες της φυλακής, με την καθημερινή τρομοκρατία, τις απειλές και την πιθανότητα νέας δίωξης «για συγκέντρωση επαναστατικού υλικού» και μάλιστα χωρίς η ίδια να γράφει ποίηση. Το μπλοκ με τα 21 ποιήματα αποτελεί ένα «ταπεινής» μορφής αλλά ιδιαίτερης ιστορικής, ιδεολογικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής αξίας κειμήλιο – ντοκουμέντο, το οποίο με τη γλώσσα της ποίησης καταυγάζει συγκλονιστικά το ανυπότακτο πνεύμα, το αγωνιστικό σθένος, το μεγάλο «Όχι» στους δυνάστες του λαού μας και το μεγάλο «Ναι» στη Ζωή και τον Άνθρωπο, των υποδίκων, των καταδικασμένων σε θάνατο ή σε ισόβια ή σε μακρόχρονη φυλάκιση αγωνιστριών της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, οι οποίες «έζησαν» – αν αυτό λέγεται ζωή – πολλά χρόνια στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.
Τιμή και δόξα.
πηγή: rednblack.gr
e-prologos.gr