Όταν για πρώτη φορά τα πεισμωμένα δάκτυλα της Ρέας καρφώνονταν στο αμάλαγο έδαφος της σπηλιάς του Ψηλορείτη, για να αποσιωπηθεί η κραυγή του πόνου της πολύπαθης γέννας του πέμπτου παιδιού της και τα μωρουδίστικα δάκρυα του νεογέννητου Δία πότιζαν την ξερολιθιά της σπηλιάρας στη βάση της χιονοσκεπασμένης κορφής, ο ουρανός κι η γη -που βρίσκονταν σε αιώνια σύγκρουση -έπαψαν την πάλη τους. Γιατί ξημέρωνε μια νέα φωτεινή μέρα για τον ανθρώπινο πολιτισμό: τα πονεμένα και καρφωμένα στη γη δάκτυλα της ετοιμόγεννης και σιωπηρής Ρέας έβγαλαν από τα σκοτεινά έγκατα τους φοβερούς φρουρούς του γιου της, τους επιδέξιους Ιδαίους Δακτύλους, τους ονομαστούς Κουρήτες. Τους Κουρήτες που με το τόξο στο ένα χέρι και το τύμπανο στο άλλο κατέβαζαν την πάλη από τα άψυχα φυσικά στοιχεία στα ανθρώπινα μεγέθη και έντυναν το ρόλο του φρουρού με τη χάρη του μουσικού και τη σβελτάδα του χορευτή, νανουρίζοντας το Δία με ρίμες που ξόπμλιαζε στον αρχέγονο νου τους η ομορφιά της απεραντοσύνης του Ψηλορείτη και με χορούς που στα πατήματά τους ακολουθούσαν τους ευαίσθητους ψυχικούς παλμούς του απαιτητικού νεογέννητου θεού…
Τότε η ιστορία γύρισε σελίδα και έκαμψε την περηφάνεια της πολυτάραχης κορφής του Ψηλορείτη, ο οποίος σαγηνεύτηκε από την αρμονία των πρωτόγνωρων ήχων που μαστορικά σμίλευαν με τα ‘πιτήδεια χέρια τους οι Κουρήτες. Μαγεύτηκε από τις μερακλίδικες φιγούρες τους στον πολεμικό χορό του πηδηχτού ή πυρρίχιου και του πεντοζάλη. Υποκλίθηκε στην πλανεύτρα τέχνη τους που αποπροσανατόλιζε τον παιδοκτόνο Κρόνο και προφύλασσε το νεογέννητο Δία από τα αρπακτικά χέρια του αδίστακτου παντοκράτορα πατέρα. Ετσι, ο ατάραχος και σκληρός Ψηλορείτης έγινε ο ευαίσθητος και φιλόξενος προστάτης του νεοεμφανιζόμενου θεού, προσφέροντάς του γενναιόδωρα την ατίθαση αίγα-τροφό, τη γαλακτοφόρο Αμάλθεια, γνωρίζοντας καλά ότι η μελωδία των γηγενών ριμαδόρων Κουρητών, η μαστοριά της τέχνης τους και η μερακλοσύνη του ρυθμικού χορού τους θα αποτελούσαν τα αρχέτυπα, την αστείρευτη πηγή μιας πολυτάλαντης δημιουργίας των ανθρώπων της κοινότητας που θα οικοδομούνταν στους πρόποδές του και θα άκουγε στο όνομα «Ανώγεια».
Και δε διαψεύστηκαν οι υψηλές προσδοκίες του μεγάθυμου γερο-Ψηλορείτη. Γιατί η μελωδία των Κουρητών τράνταξε συθέμελα την ψυχή των διαλεχτών παιδιών του ορεινού χωριού, όπως είναι ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, ξυπνώντας στο νου τους αρχέγονες μνήμες, κινώντας το δοξάρι στη λύρα τους με ένα θεϊκό νήμα, ενώ η ευκίνητη κορμοστασιά τους έγινε το πρότυπο, ώστε να διαπλαστούν οι κάτοικοί του ως ευέλικτοι και μερακλήδες χορευτές. Χορευτές που αποκαλύπτουν στην ιεροτελεστία του Ανωγειανού πηδηχτού το μυθικό μεγαλείο της κληρονομιάς τους, ενώ ξεδιπλώνουν με χάρη τα μυστικά των θεϊκών επιταγών στην αιθέρια κίνηση που επιτάσσει το απαιτητικό δοξάρι του παθιασμένου λυράρη στον πεντοζάλη, το συρτό, το μαλεβιζιώτη, τη σούστα, ντύνοντας τον πρωτότυπο στίχο της ευφάνταστης μαντινάδας με μαγικούς ήχους.
Στυλοβάτες αυτής της μακραίωνης πολιτιστικής κληρονομιάς όλοι οι μουσικοί των Ανωγείων, λυράρηδες, λαγουτιέρηδες, μαντολινάρηδες, οι χορευτές και οι μαντιναδολόγοι-μικρός αριθμός των οποίων θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του στο Ηρώδειο- καταθέτουν αφειδώλευτα το μεράκι τους, για να αφυπνίσουν τη νέα γενιά και να της παραδώσουν τη σκυτάλη, δίδουν το δικό τους καθημερινό και ξεχωριστό αγώνα, στο βωμό μιας μυθικής παράδοσης που δε θέλει να μείνει κλειστή στη θεϊκή σπηλιά, αλλά αντιθέτως προτάσσει τον υψηλό στόχο να ανοίξει τα φτερά της και να αγκαλιάσει κάθε πλευρά της ανθρώπινης δημιουργίας όπου γης. Γιατί γνωρίζουν καλά πως ο πολιτισμός είναι παγκόσμιο οικοδόμημα που απαιτεί και προϋποθέτει τη φιλική συνάντηση και εποικοδομητική συνεργασία όλων των λαών.
Υ.Σ Λεξιλόγιο:
Αμάλαγο: παρθένο, απείραχτο
Μερακλοσύνη: καλλιτεχνική ευαισθησία, δημιουργική ανησυχία
Ξομπλιάζω: σχεδιάζω, μορφοποιώ, σχηματίζω
‘πιτήδειος: δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, ικανός
Για τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ανωγείων
Αρετή Σπαχή
e-prologos.gr