Στα Καλάβρυτα, στο προαύλιο του δημοτικού μουσείου για την σφαγή των Καλαβρυτινών στις 13 Δεκεμβρίου 1943 από τα γερμανικά στρατεύματα, υπάρχει αυτό το σπαρακτικό μνημείο. Απεικονίζει μια γυναίκα με τα παιδιά της, η οποία προσπαθεί να μεταφέρει τον νεκρό σύζυγό της, από τον χώρο της ομαδικής εκτέλεσης, στο νεκροταφείο. Αν βρεθείτε στα Καλάβρυτα αφιερώστε λίγο χρόνο για να επισκεφτείτε αυτό το εξαιρετικό μουσείο. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για τη μνήμη των τουλάχιστον 468 ατόμων που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στα Καλάβρυτα εκείνη την ημέρα.

Στα Καλάβρυτα και σε άλλους τόπους μαρτυρίου (Δίστομο, Χορτιάτης, Νίκαια, Βιάννος Ηρακλείου κ.α.) γίνονται προσπάθειες για να διασωθεί η μνήμη της γερμανικής ναζιστικής, ιταλικής και βουλγαρικής φασιστικής κατοχής. Στην Αθήνα όμως, την πόλη με ένα από τα μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα πανευρωπαϊκά, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα, δημόσια ορατό, ίχνος της Κατοχής. Λες και η πόλη αυτή δεν κατακτήθηκε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

Στην πόλη όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν υπάρχει κάποιο μνημονικό ίχνος για τους 45.000 περίπου νεκρούς από την πείνα κατά τη διάρκεια του λιμού τον χειμώνα 1941-1942. Η μεγαλύτερη αντιστασιακή διαδήλωση που έγινε στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες στην κατεχόμενη Ευρώπη, αυτή της 22ας Ιουλίου 1943, αποτυπώνεται στο δημόσιο χώρο με μια μικρή πλάκα, που έχει τοποθετηθεί σε σημείο όπου δύσκολα γίνεται αντιληπτή, στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου. Αυτό δεν είναι όμως το κύριο πρόβλημα. Στην πλάκα αναφέρονται τα ονόματα τριών από τους τουλάχιστον δεκατρείς διαδηλωτές του ΕΑΜ, που έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά Γερμανών στρατιωτών και Ελλήνων αστυφυλάκων εκείνη την ημέρα. Δεν υπάρχει μνημείο για τους νεκρούς διαδηλωτές του ΕΑΜ, που στις 5 Μαρτίου 1943 πέτυχαν τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος: τη ματαίωση του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης, που απειλούσε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες με καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια.

Λείπει μια ενότητα μνημείων που θα μπορούσε ν’ αναδείξει τη μαζική τρομοκρατία των κατοχικών μπλόκων. Αναφερόμενος μόνο στα μεγαλύτερα από αυτά επισημαίνω ότι σε Καλογρέζα, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Δουργούτη (Νέος Κόσμος), Κατσιπόδι (Δάφνη), Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, τα ελληνικά Σώματα και Τάγματα Ασφαλείας και γερμανικά στρατεύματα συνέλαβαν περίπου 10.500 και εκτέλεσαν επιτόπου περίπου 450 άτομα. Επίσης δεν έχουν αναδειχθεί ως τόποι μνήμης οι χώροι φυλάκισης και βασανισμού χιλιάδων Ελλήνων πολιτών. Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, οι στρατώνες στο Γουδί, το κτίριο των Ες-Ες της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι ή ο χώρος που βρίσκονταν το ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακές από την Ελληνική Χωροφυλακή.

Κανένα μνημείο δεν υπάρχει για τους εκτελεσμένους από την Ειδική Ασφάλεια της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής: τους τουλάχιστον 40 αντιστασιακούς του ΕΑΜ που βρήκαν φρικτό θάνατο από βασανιστήρια χωροφυλάκων στα κρατητήρια της οδού Ελπίδος στην πλατεία Βικτωρίας, τους 18 κομμουνιστές κρατούμενους που εκτελέστηκαν στις 22 Απριλίου 1944 στο προαύλιο της Σχολής Χωροφυλακής, τους τουλάχιστον 156 αντιστασιακούς που οι άνδρες της Χωροφυλακής σε στενή συνεργασία με τις γερμανικές αρχές κατοχής βασάνισαν και εκτέλεσαν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Δεν υπάρχει κανένα μνημείο για τους τουλάχιστον 900 νεκρούς, σε Αθήνα και Πειραιά, από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (Βρετανών και Αμερικανών). Οι 550 περίπου από αυτούς σκοτώθηκαν κατά τον βομβαρδισμό του Πειραιά στις 11-1-1944 και το μοναδικό μνημείο, ταφικού τύπου χωρίς την αναγραφή ονομάτων, είναι αυτό στο νεκροταφείο της Ανάστασης.

Για να διεκδικήσουμε όμως το δικαίωμα στη μνήμη, δεν αρκούν μόνο τα μνημεία. Το μνημείο είναι ένα σύμβολο που πίσω του κρύβει ιστορίες. Ιστορίες απλών ανθρώπων που έγιναν αγωνιστές/ριες μέσα στη δίνη της πρωτόγνωρης εμπειρίας που έζησαν στα χρόνια της Κατοχής. Για να αποκτήσει νόημα το μήνυμα που «μεταφέρει», το μνημείο πρέπει να έχει μια δημιουργική και αμφίδρομη σχέση με τους παραλήπτες του. Συνεπώς το μνημείο, και ο λόγος γύρω από αυτό, πρέπει να ενταχθεί με δημιουργικό τρόπο στην καθημερινότητα των πολιτών, να γίνει ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της πόλης, να υπάρχει τόσο για να μας θυμίζει, όσο και για να μας κάνει να κατανοούμε το παρελθόν και μέσα από αυτό το παρόν. Όταν ένα μνημείο αποξενώνεται από το παρόν μετατρέπεται σε απολίθωμα του παρελθόντος.

Menelaos Haralabidis (από το fb)

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το