Αυξάνουν οι πιθανότητες για ένα «θερμό επεισόδιο» των ΗΠΑ με την Κίνα, καθώς αμερικανικά ΜΜΕ μεταδίδουν πως προχωρά ο σχεδιασμός για την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι, στην Ταϊβάν.

Μια τέτοια επίσκεψη από την τρίτη τη τάξει εκπρόσωπο της αμερικανικής κυβέρνησης, έχει χαρακτηριστεί σχεδόν ως «casus belli» από την Κίνα, καθώς αυτή θεωρεί ότι υπονομεύεται σαφώς η πολιτική της «μίας Κίνας», σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν είναι κινεζικό έδαφος. Σύμφωνα με αναφορές, μάλιστα, κινέζοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι «θα σταματήσουν» το αεροπλάνο που θα μεταφέρει την Πελόσι από το να προσγειωθεί εκεί.

Η τελευταία φορά που ένας τόσο υψηλά ιστάμενος Αμερικανός αξιωματούχος επισκέφτηκε την Ταϊβάν ήταν το 1997, όταν ο τότε επίσης πρόεδρος της Βουλής, Νιούτ Γκίνγκριτς, είχε κάνει μια στάση εκεί στο πλαίσιο περιοδείας του στην Ασία. Προηγουμένως είχε επισκεφτεί την Κίνα και την είχε προειδοποιήσει πως οι ΗΠΑ θα απαντήσουν αν αυτή εισβάλλει στην Ταϊβάν. Οι Κινέζοι είχαν τότε νεύσει συγκαταβατικά, όμως από το 1997 έχουν περάσει 25 χρόνια και η κινεζική στρατιωτική μηχανή δεν είναι αυτή που ήταν τότε.

Σήμερα, τα δεδομένα ισχύος είναι πολύ διαφορετικά. Όμως η αμερικανική άρχουσα τάξη, με τον πρόεδρο Μπάιντεν σε ιστορικά χαμηλά δημοτικότητας λόγω της κρίσης πληθωρισμού, συνεχίζει να προβοκάρει την Κίνα, σε μια τακτική που συνεχίζεται από τη διακυβέρνηση Τραμπ.

Οι ΗΠΑ πλέον παραδέχονται δημόσια την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων και αξιωματούχων στην Ταϊβάν, ενώ πρόσφατα αφαιρέθηκαν από την ιστοσελίδα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών αναφορές που δήλωναν πως «οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν» και πως «αποδέχονται την Κινεζική θέση ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και η Ταϊβάν είναι κομμάτι της Κίνας».

Επιπλέον, οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάν έχουν ξεπεράσει το 1,5 δισ. δολάρια στον ενάμιση χρόνο του Μπάιντεν, ενώ στην τετραετία Τραμπ ξεπέρασαν τα 18 δισ. Η Κίνα αντίστοιχα βρίσκεται εν μέσω μιας φάσης εκμοντερνισμού του στρατιωτικού της εξοπλισμού, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2035.

Υπό μία οπτική, οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να περιμένουν να ολοκληρωθεί αυτό το κινεζικό πρόγραμμα και προτιμούν μια μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας σύγκρουση να πραγματοποιηθεί τώρα.

Όμως ακόμα και μια μικρή σύγκρουση για την Ταϊβάν θα δημιουργήσει γιγαντιαία προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. Στο μικρό αυτό νησί, έκτασης περίπου στο 1/3 της Ελλάδας, στεγάζεται το 92% της παγκόσμιας παραγωγής ημιαγωγών, απαραίτητων σε σχεδόν κάθε σύγχρονο τεχνολογικό προϊόν από τα κινητά τηλέφωνα μέχρι τα αυτοκίνητα. Μια εξέλιξη που θα διέκοπτε, έστω προσωρινά και έστω εν μέρει, την παραγωγή και εξαγωγή αυτών των ημιαγωγών θα ήταν καταστροφική για την κινεζική οικονομία, για μεγάλα τμήματα της αμερικανικής και συνεπώς για το παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα. Μια τέτοια κρίση θα μπορούσε να είναι ισάξια ή και μεγαλύτερη από αυτές του 2008 και του 2020.

Ενώ οι παράγοντες της αγοράς κρίνουν ακόμα ως μικρό το ενδεχόμενο μιας κλιμάκωσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν, οι πιθανότητες που δίνουν, περίπου 1 στις 5, παραμένουν αρκετές για να μην μπορεί να αποκλειστεί. Και η διγλωσσία του αμερικανικού παράγοντα για το ζήτημα είναι ανησυχητική.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει πιαστεί από τη μία να αντιτίθεται στη σχεδιαζόμενη επίσκεψη της Πελόσι, κι από την άλλη να παραδέχεται πως οι ΗΠΑ «έχουν αναλάβει δέσμευση» να υπερασπιστούν την Ταϊβάν. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης εκφράζουν τις ανησυχίες τους, όμως πρώην αξιωματούχοι, όπως ο πρώην Γενικός Διοικητής Ευρώπης του ΝΑΤΟ, Ναύαρχος Τζέιμς Σταυρίδης, ο πρώην υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ και ο πρώην διοικητής της CIA και υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, έχουν εκφραστεί θετικά για τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη.

Η προοπτική της επανάληψης του σεναρίου, όπου μια κυβέρνηση με έντονα δημοσκοπικά προβλήματα επιχειρεί να τα αντιστρέψει ξεκινώντας άλλον έναν πόλεμο, είναι έντονα ανησυχητική.

πηγή: info-war.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το