του Ιωάννη Μπουσίου, Πολιτισμολόγου – “Αιρετικά”

Το πάθος, ο θάνατος και η ανάσταση του Άδωνη, προγενέστερες μυθολογικές παραδόσεις που παραπέμπουν στο «θείο δράμα» του Ιησού

Το παρόν άρθρο θα αποπειραθεί να αναδείξει τις επιβιώσεις των αρχαίων ελληνικών τελετουργικών δρωμένων του θεού Άδωνη στη σημερινή εποχή.
Αλλωστε η πρόσληψη και η κατανόηση των ταφικών δρωμένων που την περίοδο του Πάσχα επιτελούνται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τη γνώμη μας δεν καθίστανται ολοκληρωμένες εάν δεν συνδέσουμε τα τελέσματα αυτά με την πρωταρχική τους τελετουργική μορφή, που ανάγεται στα αντίστοιχα θρησκευτικά θέσμια των αρχαίων ελληνικών λατρειών.

Η καθιέρωση των διάφορων μορφών τελετουργιών και γιορτών στην ελληνική θρησκεία ήταν σχεδόν πάντα συνυφασμένη με το αντίστοιχο μυθολογικό υπόβαθρο. Η ιερά μυθολογική παράδοση διαπνέει και μορφοποιεί όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού: τη θρησκεία, την τέχνη, τη λογοτεχνία, ακόμη και τον φιλοσοφικό λόγο (Walter Burkert, «Αρχαία ελληνική θρησκεία», Εκδόσεις Καρδαμίτσα).

Ο μύθος ενός θεού και η αιμομιξία στην αρχαιότητα
Από τις τρεις βασικές μυθολογικές – γενεαλογικές αποτυπώσεις του θεού Άδωνη θα προτιμήσουμε να περιγράφουμε αυτήν που διασώζεται στις περίφημες μεταμορφώσεις του Οβιδίου και τον συνδέει με την παράδοση της Κύπρου, εκεί όπου, όπως γνωρίζουμε, η λατρεία της θεάς Αφροδίτης και του Άδωνη γνώρισε τεράστια διάδοση.

Όταν η Μύρρα, κόρη του βασιλιά Κινύρα της Πάφου και της Κεχρηίδας, έφτασε σε ηλικία γάμου ο πατέρας της τη ρώτησε ποιον θα ήθελε να παντρευτεί και αυτή απάντησε: «Έναν όμοιο μ’ εσένα».
Ο άνομος έρωτας της κόρης για τον πατέρα ήταν τόσο δυσβάσταχτος που η Μύρρα θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή της.
Όμως τελευταία στιγμή τη σταμάτησε η παραμάνα της η Ιππολύτη, η οποία της υποσχέθηκε με όρκους ότι αν δεν προχωρούσε στην πράξη της, θα τη βοηθούσε σε ό,τι κι αν της ζητούσε.
Όταν η Κεχρηίδα έλειπε στη γιορτή των Θεσμοφορίων η Ιππολύτη μέθυσε τον Κινύρα με διονυσιακό οίνο και η Μύρρα κατάφερε με αυτό τον τρόπο να συνευρεθεί με τον πατέρα της για δώδεκα ημέρες και νύχτες.
Όταν ο Κινύρας συνήλθε από τη μέθη θέλησε να δει το πρόσωπο της ερωμένης του και όταν αντιλήφθηκε την πλεκτάνη άρπαξε το ξίφος του για να τη σκοτώσει.

Η Μύρρα ξέφυγε από το μένος του πατέρα της και περιπλανήθηκε για εννέα κύκλους της Σελήνης κυοφορώντας τον καρπό της ερωτικής συνεύρεσής τους. Στο τέλος του ένατου κύκλου η Μύρρα απέτεινε ικετευτικό λόγο προς τους θεούς: «Είναι δίκαιη, δεν το αρνούμαι, η τιμωρία μου, μα σας ζητώ, για να μη μιαίνω μήτε τους ζωντανούς -αν επιζήσω- μήτε τους νεκρούς -αν πεθάνω- και από τα δύο βασίλεια να με αποπέμψετε, μεταμορφώστε με έτσι που και ζωή και θάνατο μαζί να μου αρνηθείτε» (Οβίδιος).

Τότε το σώμα της Μύρρας άρχισε να μεταμορφώνεται σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός δέντρου και τα ικετευτικά, απλωμένα στον ουρανό χέρια της κλαδιά. Μόλις ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση ο φλοιός του δέντρου αποσχίστηκε και γεννήθηκε ο πανέμορφος μύρρινος Άδωνης!

Σε αυτό το σημείο θεωρούμε απαραίτητο να αποσαφηνίσουμε το ζήτημα της αιμομιξίας στον μυθολογικό ορίζοντα της ελληνικής θρησκείας. Ως πράξη βεβαίως ήταν απορριπτέα στον ελληνικό κόσμο, γι’ αυτό και τελικά η Μύρρα τιμωρήθηκε.
Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι οι μυθολογικές περιγραφές υποκρύπτουν πάντοτε και εσωτερικές – μυστηριακές προεκτάσεις που δεν ακολουθούν την κοινωνικά καθορισμένη ηθική.
Η Μύρρα ήθελε να μειχθεί με ένα ψυχικό μέγεθος εξελικτικά «όμοιο» με τον πατέρα της και εφόσον δεν υπήρχε, τότε αναπόφευκτα η μείξη, δηλαδή η μετάδοση των μυστηριακών θέσμιων, θα έπρεπε να συντελεστεί από τον ίδιο τον Κινύρα.
Γι’ αυτό τον λόγο η ερωτική συνεύρεση κράτησε δώδεκα ημέρες και νύχτες και μάλιστα υπό την επίδραση του διονυσιακού οίνου, γεγονός που υποδηλώνει τη μυστηριακή δομή του μύθου.

Από αντικείμενο του ερωτικού πόθου στον θεϊκό θρήνο
Αμέσως μόλις γεννήθηκε ο Άδωνης τον παρέλαβαν οι νύμφες να τον πρωταναθρέψουν μυστικά εντός ενός ιερού σπηλαίου. Μόλις έφεραν σε πέρας το έργο τους η θεά Αφροδίτη πήρε τον Άδωνη από τις νύμφες και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη για να ολοκληρώσει τη μυστηριακή του ανατροφή, αφού τον τοποθέτησε κρυφά σε μια λάρνακα (ξύλινη κιβωτός από κυπαρισσόδεντρο, Liddell – Scott). Όσο όμως ο νέος πλησίαζε προς την ενηλικίωσή του και το φυσικό κάλλος του γινόταν ανυπέρβλητο η Αφροδίτη μαγευόταν από την ομορφιά του, ενώ και ο Άδωνης ερωτεύτηκε σφόδρα την πολυύμνητη θεά.

Η Περσεφόνη, συνεπαρμένη από την ωραιότητα του Άδωνη, αρνήθηκε να τον δώσει πίσω και τότε οι θεές αποτάθηκαν στον Κρονίδη Δία για να δώσει τη λύση. Ο Δίας αποφάσισε ο νέος να παραμένει με την Περσεφόνη στον Άδη το ένα τρίτο του χρόνου, ένα τρίτο να επανέρχεται στη γη και να ζει με την Αφροδίτη και το υπόλοιπο διάστημα να το αφιέρωνε όπου ο ίδιος επιθυμούσε.
Ο Άδωνης επέλεξε να αφιερώσει τον δικό του χρόνο στην αγαπημένη του θεά Αφροδίτη για να χαίρονται τον θείο έρωτά τους μεγαλύτερο διάστημα. Και σε αυτή την αφήγηση διαφαίνεται ο μυστηριακός ορίζοντας του μύθου, αφού η απόφαση του Δία είναι όμοια με αυτήν που πήρε σε σχέση με τη θεότητα της Ελευσίνας, την Περσεφόνη, όταν ο Άδης θέλησε να την κρατήσει κοντά του.

Η Αφροδίτη ενόσω γευόταν τον έρωτά τους συμβούλευσε τον Άδωνη, στον οποίο άρεσε το κυνήγι, να προσέχει και να μην είναι παράτολμος. Εκείνος δεν την άκουσε. Έτσι κάποια στιγμή ο θεός Άρης του έστειλε έναν αγριόχοιρο που του κατάφερε ένα θανατερό πλήγμα στην ηβική του χώρα.
Η θεά άκουσε τον γοερό βόγκο του αγαπημένου της και έπεσε επάνω του θρηνώντας για τον χαμό του. Αμέσως μετά παραίνεσε τους ανθρώπους να καθιερώσουν γιορτή προς τιμήν του εραστή της, σε αιώνια ανάμνηση του δικού της θρήνου για τον όμορφο θεό, και καθώς περιέρραινε το σώμα του με νέκταρ, από τον ουρανό κατήλθε λευκό σύννεφο και ο Άδωνης αναλήφθηκε με αυτό στα ουράνια δώματα των αθανάτων.

Θρήνος, επιτάφιος και ανάσταση ενός προχριστιανικού θεού
Η γιορτή που καθιερώθηκε ονομάστηκε Αδώνια ή αλλιώς Κήποι Αδώνιδος. Τα Αδώνια ήταν μια επιτάφια ιδιωτική-οικιακή γιορτή που τελούνταν κάθε χρόνο σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις προς τιμήν του Άδωνη και της Αφροδίτης.
Η διάρκειά της ήταν συνήθως διήμερη, αλλά σε κάποιες πόλεις μπορούσε να διαρκέσει ακόμη και μία εβδομάδα (Βρεττός). Τα τελετουργικά αυτά λάμβαναν χώρα κυρίως κατά την άνοιξη και, όπως επισημαίνει ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, αυτά «…ετελούντο δ’ εν Αθήναις και εν άλλαις πόλεσι της Ελλάδος περί τα τέλη Μαρτίου».

Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η λατρεία αυτή εισάχθηκε στον ελλαδικό χώρο από την πόλη Βύβλο της Φοινίκης τον 5ο αιώνα π.Χ„ εποχή κατά την οποία στην πόλη υπήρχε και ελληνικός πληθυσμός. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικές αναφορές ότι η λατρεία του θεού ήδη τελούνταν από το 600 π.Χ. στον θρησκευτικό κύκλο των γυναικών που πλαισίωναν τη Σαπφώ στη Λέσβο (Burkert).

Η τελετή χωριζόταν σε δύο κύρια μέρη. Η πρώτη μέρα ήταν πένθιμη και ονομαζόταν «αφανισμός». Στο κομμάτι αυτό οι γυναίκες ακολουθούσαν όλα τα καθιερωμένα τελετουργικά της κήδευσης του Άδωνη, που ονομάζονταν «πρόθεσις» του νεκρού. Κατά την ταφική διαδικασία της προθέσεως οι μαυροφορεμένες γυναίκες τοποθετούσαν σε νεκρική κλίνη ένα ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) του Άδωνη και επιτελούσαν τα ταφικά τελετουργικά, σαν να είχαν ένα νεκρό σώμα.
Έπλεναν με νερό το ξόανο, μύρωναν το σώμα του θεού, το έντυναν με το χαρακτηριστικό ύφασμα των νεκρών, το σάβανο, και νεκροστόλιζαν με αρωματικά άνθη και κλαδιά αειθαλών δέντρων την κλίνη του. Ο ποιητής Θεόκριτος, που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. και ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της ελληνιστικής εποχής, περιγράφει την ατμόσφαιρα της γιορτής με εξαίσιο τρόπο στο 15ο ειδύλλιό του με τίτλο «Συρακουσίαι ή Αδωνιασταί»:

«Έχουν στρώσει αργυρή κλίνη νεκρική για τον όμορφο θεό. Δίπλα της βρίσκονται καρποί που δίνουν τα κλαδιά των ιερών δέντρων και άνθη φυλαγμένα σε πήλινα δοχεία, οι περιώνυμοι κήποι του Άδωνη.
Ο πολυέραστος Άδωνης, αυτός που αγαπούν και στον Αχέροντα ακόμη!
Δέσποινα Αφροδίτη, εσύ είσαι που κρατείς στα χέρια τώρα το ρόδινο σώμα του Άδωνη»
.

Σημαντικό μέρος στην τελετή διαδραμάτιζαν οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος». Οι γυναίκες εννέα ημέρες πριν από τη γιορτή τοποθετούσαν μέσα σε πήλινα αγγεία σπόρους από φυτά που αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως σίτο, μαρούλι, μάραθο ή και διάφορα άνθη. Τοποθετούσαν τα αγγεία αυτά στις στέγες των σπιτιών ή όπου αλλού θα δέχονταν τη θερμότητα των ηλιακών ακτινών, ώστε να μεγαλώσουν γρήγορα. Τα φυτά αυτά συμβόλιζαν τη νεότητα και το σφρίγος του νεανία θεού, ενώ αναβλασταίνουν γρήγορα και μαραίνονται απότομα, όπως απότομα και πρόωρα αφανίστηκε και ο Άδωνης.

Κατόπιν ακολουθούσε ο θρήνος του νεκρού Άδωνη. Ο θρήνος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών ταφικών τελετουργιών. Έχουμε την τύχη να διασώζεται αυτούσιος ένας τελετουργικός θρήνος του από τον Βίωνα τον Σμυρναίο που έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ. Το έργο του «Επιτάφιος Αδώνιδος» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα της ελληνιστικής περιόδου και περιγράφει με αριστουργηματικό λογοτεχνικό τρόπο τον θρήνο της θεάς Αφροδίτης για τον Άδωνη.

Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη, 
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις, 
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι, 
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ και οι Έρωτες θρηνούνε.

Στη συνέχεια ακολουθούσε η λεγάμενη «έκθεσις» του ομοιώματος του θνήσκοντος θεού, δηλαδή η περιφορά, η μετάβαση της ταφικής λάρνακας από τον οίκο προς τον χώρο ταφής του.
Στην πομπή προπορεύονταν οι άντρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, ενώ οι αναμμένοι πυρσοί και τα κεριά προσέδιδαν σε αυτή την επιβλητική πομπή ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι πένθιμοι ύμνοι συνεχίζονταν κατά τη διαδρομή με τη συνοδεία αυλού που παρήγε θρηνητικό ήχο και ονομάζονταν γίγγρα. Όταν έφταναν στον υποτιθέμενο χώρο ταφής έθαβαν το ομοίωμα και ακολουθούσαν οι καθιερωμένες ταφικές χοές, καθώς και ο τελετουργικός κυκλικός χορός των γυναικών γύρω από τον τάφο.

Η επόμενη ημέρα των Αδωνίων ήταν χαρμόσυνη και ενθουσιαστική και ονομάζονταν «εύρεσις». Εκεί γιόρταζαν την ανάσταση, την αναγέννηση του Άδωνη με χορούς και γέλια και συνέτρωγαν με πλούσια γεύματα που προέρχονταν από τις καθιερωμένες θυσίες.

Οι πολυθεϊστικές θρησκείες πολλών παραδοσιακών πολιτισμών εμπεριέχουν το αρχέτυπο του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού. Στην Αίγυπτο ο Όσιρις, στους Βαβυλωνίους ο Ταμούζ, στη Φρυγία ο Άττης κ.ά.
Οι μονοθεϊστικές θρησκείες -και ειδικότερα ο χριστιανισμός στις περιοχές που επιβλήθηκε και στις οποίες υπήρχε ήδη τέτοιο αρχέτυπο– περιέβαλαν τον δικό τους θεό με τις ίδιες σχεδόν θεολογικές και τελετουργικές πρακτικές, καθώς με αυτό τον τρόπο θα ήταν πιο ευχερής η επικράτησή τους.

Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και πιο συγκεκριμένα στην εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου), όταν τελούνταν αυτές οι γιορτές, ο ήλιος ανέρχεται σταδιακά από το νότιο ημισφαίριο της Γης όπου κυριαρχούν το ψύχος και το σκοτάδι, κατάσταση παρόμοια με το σκότος του Άδη, και μετέρχεται προς την επικράτηση του φωτός και της θερμότητας. Η αναγέννηση της φύσης σηματοδοτεί και την αντίστοιχη αναγέννηση της ανθρώπινης πνευματικότητας (Αρβανάτικης).

Στην ελληνική θρησκευτική παράδοση ο Άδωνης συμβολίζει την ίδια την ανθρώπινη ψυχή που πεθαίνει και αναγεννιέται συνεχώς, οι συνεχόμενες όμως επαναγεννήσεις του θα εξελίξουν την ψυχή, προσδίδοντάς της το απαραίτητο ψυχικό κάλλος. Τότε νομιμοποιείται να ανέλθει στα ανώτερα θεϊκά πεδία. Η ανυπέρβλητη φυσική ωραιότητα του Άδωνη αντανακλά σε εξωτερική μορφή το αντίστοιχο εσωτερικό ψυχικό του κάλλος. Αυτό το εσωτερικό κάλλος της ανθρώπινης ψυχής ήταν και το ζητούμενο από τους μετέχοντες στην ελληνική θρησκευτική παράδοση.

Άσκοπο έθιμο η περιφορά του επιταφίου για την εκκλησία
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την περιγραφή των Αδωνίων, τα χριστιανικά θρησκευτικά δρώμενα του γιορτασμού του Πάσχα από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις τελετουργικές πρακτικές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων.
Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί, όπως θα αποδείξουμε, η χριστιανική θρησκεία, αν και προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξαλείψει τα ταφικά έθιμα, τελικά κατάφεραν και όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα παρά τον ανηλεή πόλεμο που δέχτηκαν.

Ήδη από την πρώιμη χριστιανική περίοδο οι πατέρες της εκκλησίας καταδίκαζαν τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα, όπως για παράδειγμα τον θρήνο, την περιφορά του νεκρού, ακόμη και τα μνημόσυνα που σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής πίστης. Δεν αντιμάχονταν βέβαια τόσο τα ίδια τα έθιμα όσο την παγανιστική τους καταγωγή, αφού η τήρηση των εθίμων αυτών είχε αποτέλεσμα να διατηρούνται σε ισχύ τα τελετουργικά της ελληνικής θρησκείας.

Με το πέρασμα των αιώνων η προσήλωση του ελληνικού κόσμου στα έθιμα αυτά ήταν ακλόνητη, γεγονός που υποχρέωσε τους πατέρες της εκκλησίας να τα εγκιβωτίσουν στη χριστιανική πίστη. Η προσπάθεια όμως αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μ. Αλεξίου, «δεν υπήρξε μόνο ασυνείδητη φυσική διεργασία, αλλά ήταν αποτέλεσμα συνειδητών παρεμβάσεων της εκκλησίας».

Οι απόπειρες απεμπόλησης των δρωμένων αυτών βέβαια δεν σταμάτησαν ακόμη και έως τον προηγούμενο αιώνα. Η περιφορά του επιταφίου της Μ. Παρασκευής -την οποία πολλοί θεωρούν αναπόσπαστο και απολύτως καθιερωμένο στη χριστιανική πίστη έθιμο- στην πραγματικότητα είναι προϊόν αντιγραφής! 
Η εγκύκλιος της I. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 12 Μαΐου του 1882 θεωρεί το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου «άσκοπον και ανεβλαβές», ενώ επικαλείται για την κατάργηση της περιφοράς τις σχετικές θεολογικές θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Μπακούρος).
Ακόμη και ο επιτάφιος θρήνος, όπως αναφέρει ο Β. Μπακούρος, «ως τελετή αποτελεί εκκλησιαστική ιεροπραξία που διαμορφώθηκε σταδιακά και το κυριότερο στοίχησε με τις απαιτήσεις της λαϊκής ψυχής».

Είναι άξιο αναφοράς, εν κατακλείδι, να επισημάνουμε ότι οι σύγχρονοι πολυθεϊστές με τη σχετική θρησκευτική ελευθερία των τελευταίων ετών όχι απλώς αναβιώνουν αλλά βιώνουν εκ νέου τα τελετουργικά αυτά δρώμενα προς τιμήν του θεού Άδωνη, γεγονός που αποδεικνύει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ελληνική κοσμοθέαση στις ψυχές αυτού του λαού.
Επιτάφια έθιμα των Αδωνίων, προπομπός του Πάσχα

Ο Άδωνης, όπως κι άλλες μυθολογικές θεότητες των πολυθεϊστικών παραδόσεων, ανήκει στο μοτίβο του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού, που ήταν εδραιωμένο από τους πανάρχαιους χρόνους στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Λατρευτικά, η παράδοση για τον θάνατο και την ανάσταση του Άδωνη παρουσιάζει ομοιότητες κυρίως με τα τελετουργικά δρώμενα στις εκκλησίες κατά τη χριστιανική Μεγάλη Εβδομάδα (θρήνος και περιφορά επιταφίου τη Μ. Παρασκευή) και την Κυριακή του Πάσχα (ψήσιμο οβελία, πλούσιο γεύμα και γλέντι με χορούς και τραγούδια) και αντανακλά πρακτικές από το τελετουργικό των Αδωνίων.

Αναφορικά με τις ομοιότητες Άδωνη και Ιησού, επισημαίνεται ότι σε αμφότερους αποδίδεται το χάρισμα του εξωτερικού κάλλους, όπως τονίζεται και στον επιτάφιο θρήνο του Ιησού («Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»).

Ακόμη, αμφοτέρων τον θάνατο επιφέρει ένα πλήγμα (από τους χαυλιόδοντες ενός αγριόχοιρου στη βουβωνική χώρα του Άδωνη και από τη λόγχη του Ρωμαίου εκατόνταρχου Λογγίνου στη δεξιά πλευρά του Ιησού), ενώ στο τελετουργικό του επιτάφιου θρήνου αποτυπώνεται η πρακτική με το μύρο και το ανθοστόλισμα.

πηγή: istorika-ntokoumenta.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το