Την ώρα που γράφονται αυτές οι σειρές βρισκόμαστε λίγα 24ωρα πριν τις πρόωρες εκλογές στη Γερμανία, οι οποίες απασχολούν τη διεθνή επικαιρότητα εν μέσω ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και του ανοιχτού πολεμικού μετώπου στην Ουκρανία.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν εξαρχής τον υποψήφιο των Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU), Φρίντριχ Μερτς, σχεδόν βέβαιο νικητή της αναμέτρησης, ενώ η ακροδεξιά παγιώνεται στη δεύτερη θέση. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του Όλαφ Σολτς έρχεται τρίτο στις προτιμήσεις, με τις όποιες ελπίδες του να έχουν λίγο πολύ εξανεμιστεί από τη μέρα της προκήρυξης των εκλογών. Πράσινοι, Αριστερά, Φιλελεύθεροι (FDP) και η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ακολουθούν κατά σειρά στις δημοσκοπήσεις.
Στο debate μεταξύ των υποψηφίων που διεξήχθη πριν μία εβδομάδα συμπυκνώθηκε ολόκληρη η προεκλογική αντιπαράθεση που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στη Γερμανία, με την αντιακροδεξιά ρητορική απέναντι στην υποψήφιο της AfD και θέματα όπως η μετανάστευση και η άμυνα να κυριαρχούν.
Μεταναστευτικό και άμυνα μονοπωλούν τη συζήτηση
Κύριο χαρακτηριστικό της προεκλογικής περιόδου ήταν η μεγάλη άνοδος της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) που είχε ήδη γίνει φανερή από τις εκλογές σε τρία κρατίδια τον προηγούμενο χρόνο. Δεν λείπουν ωστόσο οι σφοδρές αντιδράσεις, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στις αρχές Φλεβάρη σε πολλές πόλεις της Γερμανίας κατά της ακροδεξιάς και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
Στη συζήτηση ωστόσο κυριαρχούν -σχεδόν μονοπωλούν- δύο θέματα: το μεταναστευτικό και η άμυνα. Η επίθεση σε απεργούς του συνδικάτου Ver.di στο Μόναχο, με φερόμενο δράστη έναν Αφγανό και νεκρούς μια μητέρα 37 ετών και το 2χρονο παιδί της, ήρθε λίγο διάστημα μετά από αντίστοιχες επιθέσεις στη Γερμανία και έφερε ξανά στο προσκήνιο το αίτημα για «σκληρότερη» μεταναστευτική πολιτική.
Δεν λείπουν ακόμα και οι λεγόμενες «συστημικές» φωνές που στρέφονται σε αυτή την κατεύθυνση, όπως ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ, που ανήκει στην Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) -εταίρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU)- ο οποίος ζητά τη δημιουργία κέντρων απελάσεων.
Την ίδια ώρα, η Γερμανία πληρώνει το τίμημα του πολέμου στην Ουκρανία. Η στάση που κράτησε το Βερολίνο και η επακόλουθη βαθιά ρήξη με τη Μόσχα, με τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου οδήγησε σε εκτόξευση των τιμών στην ενέργεια συνολικά, επιτείνοντας τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στην οικονομία της χώρας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η παρέμβαση του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, από το Μόναχο και το βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια (MSC), ήρθε να ταράξει ακόμα περισσότερο τα νερά στην Ευρώπη και στη Γερμανία με αφορμή το Ουκρανικό. Κατηγόρησε τους Ευρωπαίους για «έλλειμμα δημοκρατίας», ενώ συνέστησε τους πολιτικούς ηγέτες του Βερολίνου να συνεργαστούν με την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) μετά τις εκλογές. Δεν παρέλειψε δε να δώσει το στίγμα της παγκόσμιας στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ, λέγοντας ότι «υπάρχει νέος σερίφης στην πόλη», σκιαγραφώντας ουσιαστικά την πρόθεση να ανακατέψει την «τράπουλα» στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών και να αναδείξει τις ΗΠΑ ως το αφεντικό του μπλοκ της Δύσης, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην Ασία και την Κίνα.
Ο Σολτς απάντησε οργισμένα λέγοντας ότι η Γερμανία δεν θα ανεχθεί παρεμβάσεις ξένων στη Δημοκρατία της, απορρίπτοντας τη συνεργασία με την ακροδεξιά και τονίζοντας ότι οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν «σημαντικά». Μάλιστα τόνισε ότι ο ειδικός προϋπολογισμός ύψους 100 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση του γερμανικού στρατού είναι μόνο «το πρώτο βήμα». Ο καγκελάριος τάχθηκε για μία ακόμα φορά υπέρ της άρσης του «φρένου χρέους» με το σκεπτικό της «έκτακτης ανάγκης», προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο περαιτέρω εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων και η στήριξη στη Ουκρανία.
Όπως είπε ο Σολτς, για να επιτευχθεί η πρόβλεψη του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, θα πρέπει να δαπανηθούν επιπλέον 30 δισ. ευρώ από το 2028, κάτι που «δεν μπορεί να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό και όποιος το ισχυρίζεται, δεν λέει την αλήθεια στους πολίτες». Όλα αυτά με φόντο την ευρύτερη συζήτηση στην Ευρώπη για αύξηση των πολεμικών δαπανών, τη συγκρότηση ευρωπαϊκού στρατού και την μετακύλιση κονδυλίων στην πολεμική βιομηχανία.
Εκλογές με τη γερμανική οικονομία σε περιδίνηση
Όπως έχει ήδη σχολιάσει επανειλημμένα ο «Λ.Δ», η γερμανική οικονομία διέρχεται από σοβαρή κρίση, με την άλλοτε κραταιά «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας να έχει… «χαλάσει».
Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στο όριο της φτώχειας, έπειτα από χρόνια περικοπών και λιτότητας, με χαμηλούς μισθούς και ευτελείς συντάξεις, την ώρα που το ενεργειακό κόστος και η ακρίβεια «εκτοξεύονται».
Παράλληλα, το ενεργειακό σοκ από την εκτόξευση των τιμών μετά τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου κλόνισε τη γερμανική βιομηχανία, η οποία βασιζόταν στη φθηνή ενέργεια που διευκόλυνε την παραγωγή εξαγώγιμων βιομηχανικών προϊόντων.
Άλλωστε, όπως γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο, «ο πρόεδρος της BDI, Πέτερ Λάιμπινγκερ, χαρακτήρισε την κατάσταση “πολύ σοβαρή”, καθώς “η ανάπτυξη ειδικότερα στη βιομηχανία υπέστη διαρθρωτική ρήξη”, με την οικονομική κρίση να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συνέπεια της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία».
Την ίδια ώρα η Κίνα αναδεικνύεται σε βασικό ανταγωνιστή, με γερμανικά μονοπώλια της αυτοκινητοβιομηχανίας να δέχονται ισχυρές πιέσεις, ιδιαίτερα στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων. Πλέον, έχουν ήδη εξαγγελθεί ή πραγματοποιηθεί χιλιάδες απολύσεις και κλείσιμο εργοστασίων. Όλα αυτά με φόντο την έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, ιδιαίτερα σε τομείς της υψηλής τεχνολογίας, της καινοτομίας και της έρευνας.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr