Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα, η υπουργός Παιδείας, στις σχεδόν καθημερινές –προεκλογικού χαρακτήρα- εμφανίσεις της στα φιλικά της ΜΜΕ προβάλλει τις «σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εκπαίδευσης» με τίτλο «Η Παιδεία αλλάζει. Στην Πράξη». Πρόκειται για έναν απολογισμό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Νίκης Κεραμέως, ένα είδος «Γιάννης κερνάει, Γιάννης Πίνει»
Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε ότι στους «τίτλους» των νομοσχεδίων «ζωγραφίζουν» οι κρατούντες βαφτίζοντας κάθε νομοθετικό εξάμβλωμα με όρους που ουδεμία σχέση έχουν με το περιεχόμενό τους.
Πράγματι οι τελευταίοι νόμοι για τη σχολική εκπαίδευση (4692/2020 και 4823/21) έχουν πολλά κοινά στην ονομασία τους: Ο ένας, ο Ν. 4692/2020, ονομάζεται “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις” ενώ ο άλλος, ο Ν. 4823/2021, ονομάζεται “Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις”.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο εκπαιδευτικός Μιχάλης Τζανάκης πολλοί ήταν εκείνοι οι εκπαιδευτικοί που χάρηκαν με το νομοσχέδιο περί … «ενδυνάμωσης» των εκπαιδευτικών καθώς θεώρησαν ότι θα τους χορηγούνταν κάποιο έξτρα οικονομικό επίδομα λόγω αδυναμίας τους να πληρώσουν με το μισθό τους –όχι το ενοίκιο, αλλά έναν λογαριασμό. Κάποιοι άλλοι νόμισαν ότι θα λάμβαναν κάποια από τα «αγαπημένα» voucher ή pass της κυβέρνησης για εγγραφή σε κάποιο γυμναστήριο, καθώς ειδικά το χειμώνα που δεν θα έχουν θέρμανση θα τους χρειάζεται. Αλλά δεν ήταν αυτό που νόμιζαν!
Και «…ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών», λοιπόν!
Αλλά πόσο ο συντάκτης της ονομασίας αυτών των νόμων πρέπει να απεχθάνεται τους εκπαιδευτικούς για να καλύψει το περιεχόμενο των νόμων με μια αναποδογυρισμένη ονομασία;
Το λέμε αυτό γιατί αν ρίξει κανείς μια ματιά στους δυο τελευταίους αυτούς νόμους για την σχολική εκπαίδευση (Νόμος 4692/2020 και Ν. 4823/2021), θα απορήσει πραγματικά με τον τρόπο που εννοεί το υπουργείο Παιδείας ότι “ενδυναμώνει” τους εκπαιδευτικούς.
Και, βέβαια, θα απορήσει, όχι μόνο με το πλήθος των συνεδριάσεων που προβλέπονται από τη νέα νομοθεσία στους συλλόγους των εκπαιδευτικών αλλά κυρίως και με τις ευθύνες και τις εξωεκπαιδευτικές αναθέσεις που φορτώνονται οι εκπαιδευτικοί.
Και εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, καλά, πότε προλαβαίνουν να διδάξουν οι εκπαιδευτικοί, πότε προλαβαίνουν να προετοιμαστούν, πότε προλαβαίνουν να έρθουν σε επαφή – επικοινωνία με τους μαθητές τους και τους γονείς τους, πότε προλαβαίνουν να διορθώσουν τις εκθέσεις, τα τεστ και τα διαγωνίσματα;
Η απάντηση είναι συγκεκριμένη: Απλά δεν προλαβαίνουν! Μεταφέρουν περισσότερο από ποτέ δουλειά στο σπίτι (εκτός από διορθώσεις, βαθμολογίες, απουσίες τώρα και τηλεσυνεδριάσεις κα) και αρκετές φορές είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την τάξη τους για να διεκπεραιώσουν από αναθέσεις νοσηλευτικού περιεχομένου (οι υπεύθυνοι covid) ή αναθέσεις αντιμετώπισης ζητημάτων σε τομείς που απασχολούν τη σχολική μονάδα, όπως ενδεικτικά, η διαχείριση κρίσεων και πρόληψη ακραίων συμπεριφορών, μαθησιακές δυσκολίες, (Σύμβουλοι σχολικής ζωής) μέχρι και αναθέσεις σχετικές με τις Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (Ε.Δ.Ε.Α.Υ.) κλπ
Εξουθένωση των εκπαιδευτικών: Πίεση, γραφειοκρατικός φόρτος, τοξικό περιβάλλον
Το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να μετατρέψει την εκπαιδευτική διαδικασία και τα ζωντανά της στοιχεία σε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό ελέγχου και συμμόρφωσης έτσι ώστε να μπορεί να ξετυλίγει ευκολότερα και χωρίς αντιδράσεις την εκπαιδευτική του πολιτική.
Θα μπορούσαμε να μείνουμε (γιατί αυτό είναι το κύριο και το βασικό) στο περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις δεκάδων συνεδριάσεων που επιβάλλονται, ωστόσο, θα εστιάσουμε σε μια άλλη πλευρά, διόλου ευκαταφρόνητη, που αφορά στην απογείωση της εξουθένωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού στα γρανάζια εξωεκπαιδευτικών αναθέσεων.
Ίσως είναι η πρώτη φορά μεταπολιτευτικά που ένα μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών νιώθει αφενός τέτοια αφόρητη πίεση και αφετέρου τέτοια έλλειψη χαράς για τη διδασκαλία που αντί να τονώνει όπως παλιότερα, “αδειάζει” σωματικά και ψυχικά. Μιλάμε για μια κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής και ψυχικής καταπόνησης, που προκαλείται από μακροχρόνια συμμετοχή τους σε καταστάσεις απαιτητικές ή στρεσογόνες.
Ένα βαθιά τοξικό περιβάλλον για τα εργασιακά, μορφωτικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών διαμορφώνεται σταδιακά τον τελευταίο καιρό (με δικαστικές αποφάσεις, με εκβιαστικές εγκυκλίους και «προθεσμίες» που λειτουργούν ασφυκτικά θέτοντας τελεσίγραφα υλοποίησης εντολών, με προϊσταμένους στο ρόλο του επιτηρητή που κουνάνε το δάχτυλο με αυστηρότητα για να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» οι εκπαιδευτικοί).
Την ίδια ώρα, ολοένα και περισσότεροι εκπαιδευτικοί νιώθουν να “σκάει” πάνω τους ένα μπαράζ αδιόρατων και ορατών απειλών από το υπουργικό επιτελείο, τους προϊστάμενους εκπαίδευσης, τους συντονιστές, τους διευθυντές σχολείων και κάποιες φορές και από ένα τμήμα μαθητών και γονέων που αντιλαμβάνονται τον εκπαιδευτικό σαν τον “βολικό” ένοχο για τα αδιέξοδα και την έλλειψη νοήματος που αντιμετωπίζουν στο σχολείο και στη ζωή τους.
Αφόρητη κατάσταση
Μαζί, χέρι χέρι, ένας ατελείωτος βομβαρδισμός εξωεκπαιδευτικών εργασιών, γραφειοκρατικού φόρτου, ευθυνών που διασπείρουν άγχος, αβεβαιότητα και αγωνία.
Έγγραφα, Οδηγίες, Εγκύκλιοι, Υπουργικές Αποφάσεις, νέα νομοθεσία και βροχή από νέες ευθύνες που ετσιθελικά μετατρέπουν τους εκπαιδευτικούς σε πληροφορικούς, νοσοκόμους, γιατρούς και ψυχολόγους που μαζί με τους παλιότερους μόνιμους ρόλους του διοικητικού προσωπικού, του φύλακα, κλπ κάνουν “φύλο και φτερό” την εκπαιδευτική διαδικασία και εξουθενώνουν τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι στη χώρα μας, στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσια – Λύκεια) έχουν μέση ηλικία 50 ετών και άνω.
Ίσως γι αυτό μαζί με τις εστίες αντίστασης που αναζωπυρώνονται από το “λάδι που ρίχνει στη φωτιά” το ΥΠΑΙΘ, εκδηλώνεται και μια κατάσταση “σιωπηρής παραίτησης” ενός τμήματος των εκπαιδευτικών αλλά και ένα πρωτοφανές «κύμα νοερής φυγής» προς την συνταξιοδότηση (το οποίο δεν εκδηλώνεται πρακτικά καθώς υπάρχει ο φόβος και ο τρόμος των ατελείωτων μηνών σύνταξης στα 700 ευρώ), καθώς οι αντίξοες συνθήκες εργασίας (εντατικοποίηση, πίεση, εξάντληση, έλλειψη νοήματος, τηλεκπαίδευση και αξιολόγηση) έχουν κάνει αφόρητη τη ζωή χιλιάδων εκπαιδευτικών.
Οι νομοθετικές παρεμβάσεις της Υπουργού Παιδείας, ναι αυτές τις οποίες προβάλλει κάθε λίγο και λιγάκι η υπουργός Παιδείας ως το ελιξίριο της εκπαιδευτικής αναβάθμισης, αποτελούν μια βραδυφλεγή βόμβα στο “κλίμα” του σχολείου. Η επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών τείνει να απογειωθεί, η πίεση και η ανασφάλεια δημιουργεί ολοένα και περισσότερες αποικίες στο εκπαιδευτικό σώμα και ο κίνδυνος μιας κατάστασης εμφύλιας διαμάχης είναι ορατή και έτοιμη να διαχυθεί και προς “τα κάτω” και να επηρεάσει κάθε μέλος του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Χρήστος Κάτσικας
e-prologos.gr