Eκατό χρόνια πριν, το 1918, ο κόσμος γνώρισε την πρώτη μεγάλη πανδημία του 20ού αιώνα. Η ισπανική γρίπη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 50 έως 100 εκατ. ανθρώπων, που αντιστοιχεί στο 25% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μετά από αυτήν, τίποτα δεν ήταν το ίδιο, καθώς οι εκτεταμένες απώλειες πυροδότησαν τη μεγαλύτερη «επανάσταση» στον τομέα της δημόσιας υγείας.
Ο κόσμος ήταν εντελώς διαφορετικός κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η υγειονομική περίθαλψη δεν περιελάμβανε την παραμικρή έννοια προστασίας του γενικού πληθυσμού. Στον βιομηχανικό κόσμο, οι γιατροί -τουλάχιστον, στην συντριπτική πλειοψηφία- εργάζονταν ως ιδιώτες ή χρηματοδοτούνταν από φιλανθρωπικά και θρησκευτικά ιδρύματα, συνεπώς οι πολίτες δεν είχαν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους.
Ουδείς εξ αυτών σκέφτηκε να αναζητήσει τις αιτίες των ασθενειών στις κακές συνθήκες διαβίωσης, στα εξαντλητικά ωράρια εργασίας, στην κακή διατροφή.
Όταν αρρώσταιναν και πέθαναν από τύφο, χολέρα και άλλες θανατηφόρες ασθένειες οι υπέρμαχοι της ευγονικής ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για δικό τους λάθος -της εργατικής τάξης- , επειδή δεν προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ξεσπούσε επιδημία, η δημόσια υγεία αφορούσε μέτρα που αποσκοπούσαν στην προστασία της ελίτ από τις «μολυσματικές ασθένειες του όχλου».
Το πρώτο «κύμα» της ισπανικής γρίπης ξέσπασε την άνοιξη του 1918.
Βεβαίως και δεν είχε κάποιο… ισπανικό στοιχείο. Ονομάστηκε έτσι -εντελώς άδικα- επειδή οι πρώτες αναφορές για την πανδημία προήλθαν από τον Τύπο της Ισπανίας, η οποία δεν συμμετείχε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εφημερίδες των κρατών που συμμετείχαν στον Πόλεμο απλά, λογοκρίνονταν.
Αλλά ήταν γρίπη και όπως είναι γνωστό, η γρίπη μεταδίδεται από τον ασθενή που βήχει ή φτερνίζεται σε άλλον άνθρωπο μέσω σταγονιδίων που εκλύονται στον αέρα. Είναι εξαιρετικά μεταδοτική και εξαπλώνεται πιο εύκολα μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι ζουν κοντά ο ένας στον άλλον, για παράδειγμα σε φτωχογειτονιές, ή τάφρους (όπως στα χαρακώματα), εξού και συχνά χαρακτηρίζεται ως «ασθένεια του πλήθους».
Το πρώτο κύμα ήταν σχετικά ήπιο, όχι ιδιαίτερα χειρότερο από τη συνηθισμένη εποχική γρίπη, αλλά όταν ξέσπασε η δεύτερη και πιο θανατηφόρα φάση της πανδημίας, το φθινόπωρο του 1918, οι άνθρωποι δύσκολα πίστευαν ότι επρόκειτο για την ίδια ασθένεια.
Τα πρώτα κρούσματα της εκδηλώθηκαν στη Γαλλία τον Απρίλιο του 1918 στα βρετανικά συντάγματα που στάθμευαν στη Ρουέν και στο Βιμερέ. Καθώς μετακινούνταν τα στρατεύματα μετακινείτο και η ασθένεια. Τον Μάιο είχε επεκταθεί σε όλη τη Γαλλία και στην Ιταλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Γερμανία εισήλθε με τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει. Τον Ιούνιο η πανδημία έφτασε στις Ινδίες, τον Ιούλιο στη Νέα Ζηλανδία και τον Αύγουστο στη Νότιο Αφρική. Έως τον Ιανουάριο του 1919 η Αυστραλία κατόρθωσε να μην πληγεί λόγω μιας αυστηρής καραντίνας.
Το ποσοστό των θανάτων σήμανε συναγερμό: Πέθαναν 25% περισσότεροι άνθρωποι από τις προηγούμενες επιδημίες γρίπης. Παρόλο που αρχικά οι ασθενείς ανέφεραν τα κλασικά συμπτώματα της γρίπης, του πονόλαιμου και του πονοκέφαλου, λίγο μετά, τα συμπτώματα εξελίσσονταν, καθώς παρατηρούνταν κυάνωση του δέρματος ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο, στο στόμα, στον λαιμό και στα δάκτυλα, δυσκολία στην αναπνοή, ακόμη και αιμορραγία από τη μύτη και το στόμα. Όταν η κυάνωση γινόταν έντονη και το πρόσωπο έμοιαζε σχεδόν μαύρο, η πιθανότητα ανάκαμψης ήταν ελάχιστη. Οι πνεύμονες ήταν γεμάτοι υγρά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επεξεργαστούν τον αέρα, και ο θάνατος ερχόταν μέσα σε ώρες ή ημέρες. Το δεύτερο κύμα υποχώρησε προς το τέλος του έτους, αλλά υπήρξε ένα τρίτο και τελευταίο στις αρχές του 1919.
Η γρίπη προκαλείται από έναν ιό, αλλά οι ιοί ήταν μια νέα υπόθεση το 1918, και οι γιατροί νόμιζαν ότι είχαν να κάνουν με μια βακτηριακή ασθένεια, που σημαίνει ότι ήταν εντελώς ανήμποροι απέναντι στην ισπανική γρίπη.
Εμβόλιο κατά της γρίπης δεν υπήρχε, ούτε καν αντιβιοτικά, τα οποία θα μπορούσαν να δράσουν εναντίον των δευτερογενών βακτηριακών λοιμώξεων που τελικά, σκότωσαν τα περισσότερα από τα θύματά της ισπανικής γρίπης (με τη μορφή πνευμονίας).
Τα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, όπως η καραντίνα και το κλείσιμο δημόσιων χώρων συνάθροισης (όπως θέατρα), θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικά, αλλά ακόμα και όταν επιβλήθηκαν, αυτό συνέβη αργά, επειδή η γρίπη το 1918 δεν ήταν καταγεγραμμένη ασθένεια.
Αυτό σήμαινε ότι οι γιατροί δεν ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν περιστατικά ασθενών στις αρχές και ως εκ τούτου οι αρχές δεν μπόρεσαν να δουν την πανδημία που ερχόταν.
Ο αριθμός των θυμάτων της ισπανικής γρίπης είναι δυσθεώρητος: Όπως γράφει o smithsonianmag.com, για να κατανοήσει κανείς τη «μεγάλη εικόνα», αρκεί να λάβει υπόψιν του ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σκότωσε 18 εκατομμύρια ανθρώπους και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 60 εκατομμύρια ανθρώπους.
Τα στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι νόσησαν και σε όσους τελικά, πέθαναν, διαφέρουν δραματικά από χώρα σε χώρα, γεγονός που αποδίδεται σε πλήθος παραγόντων τους οποίους η επιδημιολογία μελέτησαν συν τω χρόνω λεπτομερώς.
Σε γενικές γραμμές ωστόσο, η ισπανική γρίπη «θέρισε» τους λιγότερο προνομιούχους, αλλά όχι για τους λόγους που πίστευαν οι υπέρμαχοι της ευγονικής: Πολύ απλά, η ελίτ δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη στη διασπορά της γρίπης.
Το μάθημα που πήραν οι υγειονομικές υπηρεσίες από την καταστροφή ήταν ότι δεν ήταν πλέον λογικό να κατηγορούμε κανέναν επειδή ασθένησε, ούτε να τον αντιμετωπίζουμε ως μεμονωμένο περιστατικό.
Τη δεκαετία του 1920 πολλές κυβερνήσεις άρχισαν να προσδίδουν κοινωνικό χαρακτήρα στην υγεία και να εφαρμόζουν πολιτικές δωρεάν περίθαλψης για όλους.
Η Ρωσία ήταν η πρώτη χώρα που δημιούργησε ένα κεντρικό σύστημα δημόσιας υγείας, το οποίο χρηματοδότησε μέσω ενός κρατικού ασφαλιστικού συστήματος, ενώ το παράδειγμα της ακολούθησαν και άλλες χώρες στη Δυτική Ευρώπη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη, διαχειρίστηκαν το ζήτημα επιλέγοντας ένα ασφαλιστικό σύστημα που βασίζεται στους εργοδότες, ωστόσο και στις ΗΠΑ, τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη γρίπη ελήφθησαν μέτρα όσον αφορά τη νομοθεσία για την περίθαλψη.
Το 1924, η σοβιετική κυβέρνηση έκανε λόγο για τον γιατρό του μέλλοντος, δηλώνοντας ότι θα έχει «τη δυνατότητα να μελετά τις επαγγελματικές και κοινωνικές συνθήκες που προκαλούν ασθένειες και όχι μόνο να θεραπεύει κάθε ασθένεια, αλλά επιπλέον να προτείνει τρόπους για την πρόληψή της. Το όραμα της Σοβιετικής Ένωσης υιοθετήθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον κόσμο και η δημόσια υγεία άρχισε να μοιάζει περισσότερο με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της δημόσιας υγείας είναι η επιδημιολογία, που ορίζεται ως η επιστημονική μελέτη των παραγόντων που επηρεάζουν την συχνότητα εμφάνισης της υγείας και των ασθενειών σε έναν πληθυσμό, μέσω της εφαρμογής της στατιστικής στην ιατρική. Είναι η βάση και η λογική των παρεμβάσεων με ενδιαφέρον για τη Δημόσια Υγεία. Θεωρείται ως μεθοδολογία αιχμής στην έρευνα που είναι σχετική με τη Δημόσια Υγεία.
Από το 1925, για παράδειγμα, όλες οι Πολιτείες των ΗΠΑ εισήχθησαν σε ένα εθνικό σύστημα αναφοράς ασθενειών, που έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μίας «συσκευής έγκαιρης προειδοποίησης» που δεν υπήρχε το 1918. Δέκα χρόνια αργότερα, οι Αμερικανοί πολίτες πήραν μέρος στην πρώτη έρευνα εθνικού επιπέδου για την υγεία.
Τη δεκαετία του 1920, πολλές χώρες δημιούργησαν ή αναδιοργάνωσαν τα Υπουργεία Υγείας. Ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της πανδημίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι επικεφαλής της δημόσιας υγείας είτε απαξιώνονταν πλήρως στις συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων, είτε έβλεπαν τα κονδύλια και τις αρμοδιότητες τους να μειώνονται δραματικά, αναζητώντας πόρους από άλλα Υπουργεία.
Εκτός αυτού, η ανάγκη συντονισμού της δημόσιας υγείας σε διεθνές επίπεδο, θεωρήθηκε επιβεβλημένη, καθώς είχε καταστεί σαφές με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι τα μεταδιδόμενα νοσήματα δεν ξέρουν από σύνορα. Το 1919 στη Βιέννη άρχισε να λειτουργεί μία διεθνής υπηρεσία για την καταπολέμηση των επιδημιών, ο Οργανισμός Υγείας – πρόδρομος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Μέχρι το 1946, οπότε και ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, γνωστός διεθνώς με το αρτικόλεξο WHO (World Health Organization), η ευγονική είχε μπει στο περιθώριο και το «σύνταγμα» της νέας εξειδικευμένη υπηρεσίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε μια νέα προσέγγιση όσον αφορά τη διεθνή δημόσια υγεία: «Η απόλαυση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων, οικονομικής ή κοινωνικής κατάστασης».
Η φιλοσοφία δεν θα εξαλείψει την απειλή μιας νέας πανδημίας γρίπης -ο ΠΟΥ έχει αντιμετωπίσει τρεις πανδημίες από ιδρύσεως του και σίγουρα θα αντιμετωπίσει στο μέλλον και άλλες- ωστόσο, άλλαξε μια για πάντα τον τρόπο με τον οποίο τις διαχειριζόμαστε, καθώς μετέθεσε το κέντρο βάρους, καθιστώντας σαφές ότι δεν πρόκειται για ατομικό, αλλά για κοινωνικό πρόβλημα.
e-prologos.gr