Ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ και κατά τη διάρκεια της Κατοχής πολέμησε στην εθνική αντίσταση. Τα πολιτικά του φρονήματα όμως μετά τον πόλεμο τον οδήγησαν στην εξορία στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άη-Στράτη. Στην Μακρόνησο γνώρισε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Ανέπτυξαν αμέσως μια μεγάλη φιλία. Τους ένωσαν οι κακουχίες της εξορίας και η ιδεολογία τους. Οι δύο άντρες γνωρίστηκαν επειδή βρίσκονταν στον ίδιο «κλωβό», δηλαδή στο ίδιο συγκρότημα σκηνών. Κάποια στιγμή, ο Ρίτσος με τον Κατράκη έμειναν μαζί στην ίδια σκηνή. Κατά διαστήματα όμως, χωρίζονταν, διότι ο Ρίτσος ήταν καταβεβλημένος από τη φυματίωση και έμπαινε συχνά στο νοσοκομείο. Ο Κατράκης είχε εντυπωσιαστεί από το πάθος του Ρίτσου για τη γραφή.
Στην βιογραφία του σημείωνε: «Θυμάμαι με συγκίνηση το πάθος του για το γράψιμο. Πάθος που, βέβαια, δεν τον άφησε ποτέ. Ξύπναγε το πρωί, άπλωνε το ένα χέρι δεξιά, το άλλο αριστερά, έπιανε μολύβι και χαρτί, ανασηκωνόταν λιγάκι και άρχιζε να γράφει. Έγραφε… Έγραφε… Έγραφε… Έσκιζε, ξαναέγραφε, χωρίς να πιει καφέ, χωρίς τίποτα»
Ο μεγάλος ηθοποιός θυμάται ακόμη: «Σηκωνόμουν εγώ να του κάνω ένα καφεδάκι κι αυτός εκεί να γράφει, παρόλο που δεν ήταν πολύ καλά. Είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες. Καμιά φορά, όταν μπορούσα, πήγαινα και του μάζευα κανένα χορταράκι να του το βράσω, να πιει το ζουμί του που ήταν δυναμωτικό». Οι διώκτες τους, τους αποκαλούσαν αμετανόητους και τους έστελναν στα ξερονήσια για «αναμόρφωση». Εκεί τους βασάνιζαν, τους εκβίαζαν και τους έκαναν ψυχολογικό πόλεμο, με σκοπό να τους αναγκάσουν να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα αποκήρυσσαν τις ιδέες τους.
Όταν ήρθε η σειρά των δύο ανδρών, ο Ρίτσος φοβήθηκε ότι θα έβρισκαν τα ποιήματά του και θα τα έσκιζαν. Τότε, ο Κατράκης μαζί με τον επίσης εξόριστο ηθοποιό Γιώργο Γιολάση, σκέφτηκαν να κρύψουν τα ποιήματα μέσα σε μπουκάλια. Τα έβαλαν σε κουβά, τα σκέπασαν με πανί και είπαν ότι πάνε να μαζέψουν χόρτα. Ο Κατράκης πίστευε ότι έπρεπε να το ρισκάρουν και να περάσουν μπροστά από τους στρατιώτες για να μη φανούν ύποπτοι. Ο Γιολάσης είχε αντίθετη άποψη. Στη βιογραφία του ο Κατράκης αναφέρει: «Είχαμε έναν καβγά με τον Γιολάση, γιατί εγώ τράβαγα προς το φυλάκιο. Εκείνος έλεγε ότι θα μας δουν και μου φώναζε ότι είμαι τρελός. Εγώ πάλι πίστευα ότι, αφού μας βλέπανε σχεδόν κάτω από τη μύτη τους, δε θα υποψιαζόντουσαν.» Έτσι, ο Κατράκης με τον Γιολάση έκαναν ότι μάζευαν χόρτα με το μαχαίρι και παράλληλα έσκαβαν ένα μικρό λάκκο, όπου έβαλαν τα μπουκάλια με τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Αργότερα, λίγο πριν στείλουν τον Κατράκη στον Άη-Στράτη, τα ξέθαψε και τα πήρε μαζί του χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Τα ποιήματα αυτά είχαν γραφτεί τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 και έγιναν γνωστά ως «Μακρονησιώτικα» ή αλλιώς «Πέτρινος Χρόνος».
Απόσπασμα από τα «Μακρονησιώτικα»: «Κι η μέρα, ακόμα κι η πιο άδικη, σου αφήνει στην τσέπη μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ’ τη γιορτή τής θάλασσας, σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο αγέρα, σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα, που μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο. Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα- σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
Ο Μάνος Κατράκης το 1950, μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη. Λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στην Αθήνα. Ο Γιάννης Ρίτσος απολύθηκε από την Μακρόνησο τον Ιούλιο του 1950, λόγω της ασθένειάς του, αλλά δεν άργησε να συλληφθεί και πάλι. Αυτή τη φορά τον έστειλαν στον Άη Στράτη, όπου έμεινε μέχρι το 1952. Αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από το ξεσηκωμό ανθρώπων του πνεύματος παγκοσμίως, όπως ήταν ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούντα και ο Πάμπλο Πικάσο. Και οι δύο έμειναν πιστοί στις πεποιθήσεις τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο «Κατράκης. Η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον Αλέξη Κομνηνό», Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ…
Πηγή: mixanitouxronou.gr
e-prologos.gr