Στο άρθρο που ακολουθεί θεωρούμε σκόπιμο να φωτίσουμε πλευρές των θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της Πολιτικής Απόφασης της 3ης Συνδιάσκεψης όπως τελικά ψηφίστηκαν (κατά πλειοψηφία) από το σώμα. Ιδιαίτερο βάρος θα δώσουμε στην ανάλυση της “Πολιτικής πρότασης και το Πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ” με βασικό άξονα το Αντικαπιταλιστικό Μεταβατικό Πρόγραμμα, διακηρυγμένος στόχος του οποίου είναι η “εμβάθυνσή του”.
Πριν επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένες πλευρές των θέσεων και της Πολιτικής Απόφασης, αυτό που θα μπορούσε κανείς να σημειώσει, μελετώντας το πολιτικό πλαίσιο που προτείνεται, είναι ότι η “εμβάθυνσή” του κινείται στην εδώ και χρόνια ακολουθούμενη πολιτική γραμμή.
Παράλληλα διαπνέεται από μια προσπάθεια συγκερασμού αντικρουόμενων πολιτικών θέσεων, συγκάλυψης των αντιφάσεων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, που για μια ολόκληρη περίοδο αποτέλεσε συγκολλητική ύλη με την “κυβερνώσα αριστερά” του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα με την ΛΑΕ και από την άλλη από μια προσπάθεια ανασκευής και αποσιώπησης προηγουμένων εξόφθαλμα λαθεμένων αντιλήψεων και συνθημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως τα περί “κατοχής”.
Στις θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συναντήσει κανείς και διάφορους καινοφανείς για την κομμουνιστική αριστερά ορισμούς, δανεισμένους από την αστική πολιτική και ορολογία, π.χ. για την κρίση ότι “…πρόκειται επομένως για τη δομική κρίση του καπιταλισμού, που συνοδεύεται από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση…”, βασισμένων στις γνωστές θέσεις του ΝΑΡ για τον “ολοκληρωτικό καπιταλισμό”.
Η θεωρία περί του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η άρνηση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας μας, διαπνέει, αν και πιο καλυμμένα, το σύνολο των θέσεων της συνδιάσκεψης.
Τα αδιέξοδα της πολιτικής γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που καθόρισε την πορεία της και τα συνθήματά της όλο το προηγούμενο διάστημα, κάτω από το βάρος της σκληρής πραγματικότητας της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και της υποτέλειας του πολιτικού προσωπικού της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας, που δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν και να φτιασιδωθούν, υποχρεώνουν σε κάποια αναπροσαρμογή των πολιτικών θέσεων, χωρίς όμως να ανατρέπουν το βασικό τους πυρήνα.
Αυτό βέβαια γίνεται χωρίς καμία αυτοκριτική διάθεση και με λεκτικές ακροβασίες για να συγκεραστούν προφανώς αποκλίνουσες πολιτικές θέσεις, αφήνοντας όμως σε κάθε περίπτωση στο απυρόβλητο το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και τα καθήκοντα που αυτό βάζει μπροστά στις πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά.
Παρατηρούμε επίσης μια συνειδητή απόκρυψη της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης πίσω από τις γενικόλογες αναφορές για “ανισότητες και ανισορροπίες μεταξύ του πυρήνα και των χωρών της περιφέρειας”, που θυμίζουν τις αναλύσεις του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και άλλων αστικών κομμάτων), τις θεωρίες για τη “συμμαχία των χωρών του Νότου” και άλλες τέτοιες καιροσκοπικές πολιτικές απόψεις, που οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα.
Στην ενότητα των θέσεων που αφορά “Μερικά κρίσιμα ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης” φαίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια να γεφυρωθούν πολιτικές θέσεις που από τη μια προσπαθούν να αναδείξουν ζητήματα “ιμπεριαλιστικής επιβολής” και σχέσης “εθνικού – διεθνικού” (όπως τα χαρακτηρίζουν) και από την άλλη ενός “καθαρού” αντικαπιταλιστικού αγώνα, οδηγώντας τελικά σε θέσεις που μετεωρίζονται, χωρίς να μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το πρωτεύον από το δευτερεύον. Παράλληλα γίνεται παραδεκτό με όρους αυτοκριτικής το λανθασμένο του συνθήματος της “κατοχής”. ‘Οπως οι ίδιοι σημειώνουν :
“Η ΕΕ και οι “θεσμοί” δεν καταργούν το ελληνικό αστικό κράτος – ώστε να μιλήσουμε για “κατοχή” – αλλά το αναδιοργανώνουν σε αντιδραστική κατεύθυνση γύρω από τη στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που ακολουθούν σε όλη την Ευρώπη”.
Ιδιαίτερο βάρος στις θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνεται στην “εμβάθυνση” του περιβόητου πλέον Αντικαπιταλιστικού Μεταβατικού Προγράμματος (κατάργηση μνημονίων, διαγραφή χρέους , κρατικοποίηση τραπεζών, ρήξη και αποδέσμευση από ευρώ – ΕΕ, εργατικός έλεγχος κ.λ.π.) με έμφαση στον “εργατικό έλεγχο” αφού όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά “αποτελεί το κόκκινο νήμα που διαπερνά όλο το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Είναι το κλειδί για το αποφασιστικό προχώρημα όλων των ριζικών αλλαγών…”.
Προσπαθώντας να απαντήσουν στην κριτική που τους έχει ασκηθεί, ιδιαίτερα από τήν πλευρά του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος, για το σε ποιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και με ποια εξουσία θα εφαρμοστεί το μεταβατικό πρόγραμμα, καταφεύγουν σε λεκτικές ακροβασίες και αντιφατικές διατυπώσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη μια παράγραφο μιλούν ενάντια στην αδιέξοδη πολιτική των ρεφορμιστικών “σταδίων” (θέση 36) και στις επόμενες παραγράφους περιγράφεται ακριβώς ένα τέτοιο ρεφορμιστικό “μεταβατικό” στάδιο στον καπιταλισμό.
Το ανακάτεμα και η εξίσωση σκόπιμα μέσα στο πλαίσιο των πολιτικών στόχων του μεταβατικού προγράμματος αιτημάτων άμεσης συνδικαλιστικής διεκδίκησης από τις αστικές κυβερνήσεις, όπως αυξήσεις μισθών, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μείωση χρόνου συνταξιοδότησης κ.λ.π., με διεκδικήσεις που μπορούν να υλοποιηθούν με φιλολαϊκό περιεχόμενο μόνο από μία λαϊκή εξουσία, όπως διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση – κρατικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό – λαϊκό έλεγχο κ.λ.π., παραπέμποντας από τη μια στη Λαϊκή εξουσία, Λαϊκή οικονομία του ΚΚΕ και από την άλλη στην παραγωγική ανασυγκρότηση της ΛΑΕ, γίνεται σκόπιμα για να επιτρέπει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πατάει και στις δύο όχθες.
Παρά το γεγονός ότι από τις στήλες του Λαϊκού Δρόμου έχουμε επανειλημμένα κάνει κριτική για τα συνθήματα και τους βασικούς στόχους του μεταβατικού προγράμματος, είμαστε αναγκασμένοι για άλλη μια φορά να επανέλθουμε σε μια προσπάθεια να αποκαλύψουμε το κάλπικο “ριζοσπαστικό” και “αντικαπιταλιστικό” περιεχόμενό του, το οποίο για μια ολόκληρη περίοδο αποτέλεσε τη συγκολλητική ύλη με τον κυβερνητισμό του ΣΥΡΙΖΑ και που τώρα αναπαράγεται από την ΛΑΕ, αφού το κόμμα του Λαφαζάνη εμφανίζεται ως ο “συνεπής” υπερασπιστής και συνεχιστής του “αντιμνημονιακού” ΣΥΡΙΖΑ.
Υπενθυμίζουμε ότι από την είσοδο της χώρας στον νεοαποικιακό μνημονιακό ζυγό, αναπτύχθηκαν προτάσεις που περιγράφονταν είτε σαν «φιλολαϊκή διέξοδος επίλυσης της κρίσης», είτε σαν «ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμά πάλης”, είτε σαν «προοδευτική διέξοδος από την κρίση» και περιλάμβαναν μια σειρά θέσεις, όπως η «παύση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους», η «έξοδος από το ευρώ και την ΟΝΕ», η «εθνικοποίηση των τραπεζών», ο «εργατικός και κοινωνικός έλεγχος στις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας» κλπ και οι οποίες διατυπώνονταν και σαν αιτήματα στο μαζικό κίνημα από βεντάλια πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων που ξεκινούσαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και έφθαναν έως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Και ενώ αποκαλύφθηκε πλήρως το σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο του «αριστερού και ριζοσπαστικού» προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αντί οι πολιτικές δυνάμεις που συναποτελούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βγάλουν συμπεράσματα και να αναθεωρήσουν τη λανθασμένη πολιτική του «αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος», τελικά προχωρούν σε «εμβάθυνση» και επέκτασή του, επιμένοντας στην ίδια χρεοκοπημένη αντίληψη.
★★★
Στη θέση 45 του κεφαλαίου Γ2 «Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα – στόχοι πάλης» των θέσεων, όπου στην εισηγητική παράγραφο αναφέρεται ότι «Με βάση τα παραπάνω κριτήρια για την επόμενη περίοδο (σ.σ. δηλαδή των άμεσων στόχων πάλης) προτείνουμε το παρακάτω πρόγραμμα πολιτικών στόχων και διεκδικήσεων», διατυπώνονται, μεταξύ άλλων συνδικαλιστικών αιτημάτων, μια σειρά πολιτικά αιτήματα που παραπέμπουν σε ένα συνεκτικό πλαίσιο άμεσης κυβερνητικής διαχείρισης, ανεξάρτητα από τις κούφιες διακηρύξεις περί «αντικαπιταλιστικής» ανατροπής. Πολιτικοί στόχοι που οι πιο σημαντικοί, επανεπιβεβαιώνονται στην πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης και τίθενται άμεσα ως «κρίσιμοι πολιτικοί κόμβοι για μια μαχόμενη ανατρεπτική αριστερά που θα εμπνεύσει και καθοδηγήσει το εργατικό λαϊκό κίνημα σε μια νικηφόρα πορεία». Σημειώνουμε χαρακτηριστικά:
“✓✓Κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών νόμων.
✓ ✓Κανένα ευρώ από αύριο κιόλας στους δανειστές. Μη αναγνώριση, παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους τώρα!. Κοινή πάλη των λαών για πανευρωπαϊκή διαγραφή του χρέους που αποτελεί παντού όπλο στα χέρια των τραπεζιτών για επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών
✓✓ Έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ στην προοπτική μιας άλλης, εργατικής, σοσιαλιστικής διεθνοποίησης. Αποπομπή του ΔΝΤ χωρίς αποπληρωμή του. Πλήρης απαλλαγή από όλα τα ευρωενωσιακά σύμφωνα πανευρωπαϊκής λιτότητας και βάρβαρων αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων».
✓✓Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση για τους μετόχους, με εργατικό -λαϊκό έλεγχο. Έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου και της διακίνησης κεφαλαίων.
✓✓Άμεση βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων με πολιτική ριζικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου. Να χάσει το κεφάλαιο υπέρ της εργασίας.
✓…Απαγόρευση των απολύσεων. Επίδομα ανεργίας για όλους με χρηματοδότηση από τα κέρδη και τα δισ. που δίνονται από το κράτος για την δωρεάν υπενοικίαση…
✓ ✓Εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση με εργατικό και λαϊκό έλεγχο όλων των τραπεζών, των εταιρειών πετρελαιοειδών, ηλεκτρικής ενέργειας, ορυκτού πλούτου, τροφίμων, συγκοινωνιών, μεταφορών, ύδρευσης, φαρμακοβιομηχανιών, καθώς και των επιχειρήσεων που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους και λειτουργία τους με εργοστασιακά συμβούλια και εργατικό-λαϊκό έλεγχο. Απαγόρευση των ιδιωτικοποιήσεων. Κοινωνική, αποκλειστικά δημόσια αξιοποίηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, με πλήρη σεβασμό στο οικοσύστημα ενάντια στον λεγόμενο «πράσινο καπιταλισμό».
✓ ✓Ενιαίος δημόσιος φορέας τροφίμων και φαρμάκων για κεντρικό σχεδιασμό με πρώτο στόχο την κάλυψη των διατροφικών και υγειονομικών αναγκών της χώρας. Ιδιαίτερα για τα τρόφιμα δημόσιο σύστημα διακίνησης των προϊόντων για χτύπημα των μεσαζόντων….Δημιουργία δημοκρατικών πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών με μαζική και ποιοτική συγκέντρωση -εμπορία των προϊόντων των συνεταιρισμένων φτωχομεσαίων αγροτών σε ρήξη με τους αγροτοπατέρες, τα κυκλώματα εμπόρων-μεσαζόντων, τραπεζών, καρτέλ που προστατεύονται από τον κρατικό μηχανισμό. Δημόσια αγροτική τράπεζα για την παροχή άτοκων καλλιεργητικών δανείων σε νέους αγρότες, μικρομεσαίους, αγροτοκτηνοτρόφους και αλιείς.
✓✓Γενναίο πρόγραμμα δαπανών από τον προϋπολογισμό για τις κοινωνικές λαϊκές ανάγκες …με αφανισμό των περιβόητων «εθνικών προμηθευτών» και κάθε λογής τρωκτικών του δημοσίου.
✓✓Στοχευμένη κατάληψη εργοστασίων και επιχειρήσεων που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους και λειτουργία τους με εργατολαϊκό έλεγχο, εθελοντικό κοινωνικό σχεδιασμό και με τη λογική των εργοστασιακών συμβουλίων πλήρως ανεξάρτητων από το κράτος (υπογράμμιση δική μας), τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό, την εργατική αριστοκρατία και την ΕΕ. Σε πλήρη διαχωρισμό από τη λογική των ΚΟΙΝΣΕΠ που προωθούν κυβέρνηση, κράτος και ΕΕ. Όπου όλη η εξουσία στους τόπους δουλειάς θα ανήκει στους άμεσους παραγωγούς, μέσω των κυρίαρχων συνελεύσεων τους για την οργάνωση, τη διεύθυνση, τον προσανατολισμό της παραγωγής, της εργασιακής διαδικασίας και το σύστημα μισθοδοσίας. (υπογράμμιση δική μας)
✓✓ Μέτρα όπως τον αφοπλισμό της αστυνομίας, την κατάργηση των δυνάμεων καταστολής ενάντια στον λαό, (ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ), όλων των σωμάτων που «στρατιωτικοποιούν» την αστυνομία, της χρήσης του στρατού για καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», κατάργηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, με την προώθηση ανεξάρτητων θεσμών αγώνα και λαϊκής αυτοδιεύθυνσης. (υπογράμμιση δική μας)
✓✓ Απλή αναλογική σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες, κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών και κάθε αντίστοιχης αντιδημοκρατικής πρόβλεψης. Αλλαγές στο πολιτικό σύστημα: όχι στα προνόμια των αιρετών, ίση μεταχείριση σε όλους τους πολίτες σε φορολογικό, νομικό και ποινικό επίπεδο.
✓ Προετοιμασία του λαού ώστε σε ενδεχόμενες οξυμμένες συνθήκες ταξικής πάλης και πολιτικής κρίσης να επιβληθεί, από τη σκοπιά και κάτω από τη λογική του επαναστατικού περάσματος της πολιτικής εξουσίας και του πλούτου στους εργαζόμενους, η ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης, με βασικό στόχο την καθιέρωση του ρόλου των «οργάνων του οργανωμένου λαού», που θα αρθρώνονται σε εργασιακό, τοπικό, περιφερειακό και τελικά πανεθνικό επίπεδο, θα λειτουργούν ως θεσμοί αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων και θα αποτελούν γέφυρες ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτική δημοκρατία (υπογράμμιση δική μας)…”.
Στην πολιτική απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης τίθεται παραλλαγμένο και το γνωστό αίτημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και όχι μόνο) για την «πτώση της κυβέρνησης», που δεν είχε διατυπωθεί ξεκάθαρα στις θέσεις της συνδιάσκεψης: «Ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης του αστικού, μνημονιακού μπλοκ κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, ήττα και ανατροπή της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (υπογράμμιση δική μας) και όλου του αστικού μνημονιακού μπλοκ με τη δύναμη του εργατικού λαϊκού κινήματος». Ένα αίτημα που αποτέλεσε όχημα για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία και που στους δοσμένους πολιτικούς συσχετισμούς στην πράξη προλειαίνει το έδαφος για την ανάδειξη της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κυβέρνηση.
Παρατηρούμε ότι στα πλαίσια της «εμβάθυνσης» του μεταβατικού προγράμματος, δίπλα στις «κλασσικές» και «διαχρονικές» θέσεις της διαγραφής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών, την έξοδο από ευρώ-ΕΕ, του εργατικού ελέγχου που είχαν διατυπωθεί κατά τις προηγούμενες συνδιασκέψεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και έχουν αντικρουστεί εκτενώς από τις σελίδες του Λαϊκού Δρόμου, γίνεται εμπλουτισμός με μια νέα σειρά νέων ρεφορμιστικών αιτημάτων, άμεσης διεκδίκησης.
Αιτήματα όπως η κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, που παραπέμπουν στις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ, για κατάργησή τους με ένα νόμο ή την αντίστοιχη νομοθετική πρωτοβουλία του ΚΚΕ, σπέρνοντας για άλλη μια φορά αυταπάτες για το χαρακτήρα και το ρόλο των μνημονίων στο βάθεμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και της εμπλοκής της στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Ρεφορμιστικά αιτήματα τα οποία παραπέμπουν στις αναλύσεις του ΚΚΕ στα πλαίσια της Λαϊκής οικονομίας και εξουσίας, του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της ΛΑΕ και του «αντιμνημονιακού» ΣΥΡΙΖΑ και ξεκινούν από: Ενιαίο δημόσιο φορέα τροφίμων και φαρμάκων για κεντρικό σχεδιασμό, δημιουργία δημοκρατικών πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών με μαζική και ποιοτική συγκέντρωση-εμπορία των προϊόντων, δημόσια αγροτική τράπεζα για την παροχή άτοκων δανείων, αφοπλισμό της αστυνομίας, την κατάργηση των δυνάμεων καταστολής και την προώθηση ανεξάρτητων θεσμών αγώνα και λαϊκής αυτοδιεύθυνσης, αφανισμό(!) των περιβόητων εθνικών προμηθευτών (κοινώς «νταβατζήδων») και φθάνουν μέχρι την απαγόρευση των απολύσεων, τις εποικοδομητικές προτάσεις για την εξεύρεση πόρων για τη χρηματοδότηση των επιδομάτων ανεργίας και τις αλλαγές στο (ισχύον) πολιτικό σύστημα.
Αιτήματα που στο έδαφος του καπιταλισμού και της αστικής κυριαρχίας είναι είτε απογειωμένα είτε ενσωματώσιμα, όπως έδειξε και η θλιβερή κατάληξη του «ριζοσπαστικού» ΣΥΡΙΖΑ.
★★★
Αναγνωρίζοντας και οι ίδιοι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πως το ζήτημα της εξουσίας που θα υλοποιήσει το μεταβατικό πρόγραμμα είναι κομβικής σημασίας και αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» των θεωρητικών τους αναλύσεων, αναβαθμίζουν μέσα από μια σειρά μηχανιστικών θεωρητικών κατασκευασμάτων, τον «εργατικό έλεγχο» ως το όχημα για την επιβολή του μεταβατικού προγράμματος. Σύμφωνα με τις θέσεις τους :
«Μετά και την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ανοίγει διάπλατα η συζήτηση για το ποιος και με ποιο τρόπο μπορεί να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των διεκδικήσεων της εργαζόμενης πλειοψηφίας κόντρα στους εκβιασμούς και τις επιθέσεις των καπιταλιστών. Ποια τάξη και σε ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει τον πραγματικό έλεγχο της οικονομίας και του κράτους στα χέρια της. Το αίτημα του εργατικού ελέγχου αναδεικνύεται σε κομβικό ζήτημα.
Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι σύνθημα του μέλλοντος και δεν αφορά μόνο την αυριανή εξουσία των εργαζομένων. Είναι αίτημα για το σήμερα. Μπορεί να επιβάλλεται μέσα από τους αγώνες του εργατικού κινήματος, αμφισβητώντας την εξουσία των καπιταλιστών και του διευθυντικού τους μηχανισμού, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής, στους χώρους δουλειάς, όσο και στην κοινωνία συνολικά. Διαπερνά τις διεκδικήσεις του σήμερα, τους δίνει ανατρεπτικό περιεχόμενο και τις κάνει νικηφόρες και πολιτικά επικίνδυνες. Η κατάληψη της ΕΡΤ από τους εργαζόμενούς της, η κινηματική στήριξη και αλληλεγγύη γύρω από το αυτοδιαχειριζόμενο πρόγραμμα, η κατάληψη της ΒΙΟΜΕ και η ταξική αλληλεγγύη που έχει αναπτυχθεί γύρω της, δείχνουν τι σημαίνει στην πράξη το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά».
Ο εργατικός έλεγχος αποτελεί το κόκκινο νήμα που διαπερνά όλο το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Είναι το κλειδί για το αποφασιστικό προχώρημα όλων των ριζικών αλλαγών κόντρα στη δεδομένη λυσσαλέα αντίδραση της κυρίαρχης τάξης απέναντι σε κάθε προσπάθεια κλονισμού της εξουσίας της. Μόνο η ίδια η εργατική τάξη (κατά τη διαδικασία πολιτικής της συγκρότησης σε τάξη για τον εαυτό της) μέσα από μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε κάθε πλευρά της οικονομικής δραστηριότητας, από το εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, το εξωτερικό εμπόριο και τη διακίνηση των κεφαλαίων, έως τις αλυσίδες των μεγάλων σουπερμάρκετ, τις φαρμακοβιομηχανίες και την ενέργεια, μπορεί να απαντήσει στις απειλές και τα σαμποτάζ που θα προσπαθήσει να επιβάλλει η αστική τάξη για να υπερασπιστεί την εξουσία της (κλείσιμο επιχειρήσεων, δημιουργία ελλείψεων σε βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, τα φάρμακα, τα καύσιμα κλπ.).
Το αίτημα του ελέγχου της παραγωγικής δραστηριότητας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας, αφορά όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας, εκφράζει και προωθεί την ανατροπή του σημερινού κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος του κεφαλαίου. Χρειάζεται να το προβάλουμε και να το αναδείξουμε ακόμα περισσότερο στην επόμενη περίοδο, να βαθύνουμε το περιεχόμενό του, αλλά και να στηρίξουμε την εφαρμογή του.» (υπογραμμίσεις δικές μας)
Από την παραπάνω ανάλυση και ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρχαν αυταπάτες για τη δυνατότητα υλοποίησης του μεταβατικού προγράμματος από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αφού ενσωματώνεται η «εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», σχηματοποιείται αυτό που στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν κατά νου ως «προχώρημα και βάθεμα της επαναστατικής διαδικασίας» ώστε να επιβιώσει μια «εργατική-αριστερή κυβέρνηση» «που θα προκύψει σε συνθήκες «οξυμμένης ταξικής πάλης» και θα διακηρύξει «τη ρήξη με τις δυνάμεις του συστήματος πριν την επανάσταση».
Με φάρο την κατάληψη της ΕΡΤ και την αυτοδιαχείριση της ΒΙΟΜΕ οι αντικαπιταλιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαντασιώνονται «εργατικούς ελέγχους» σήμερα, σε κάθε πεδίο της οικονομίας, μέσα από τους οποίους θα αμφισβητηθεί η εξουσία των καπιταλιστών και το διευθυντικό δικαίωμα, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής, στους χώρους δουλειάς όσο και στην κοινωνία γενικά.
Φαντασιώνονται νησίδες αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου σε όλο το πεδίο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, οι οποίες μέσα σε μια εξελικτική πορεία θα μετεξελιχθούν σε όργανα δυαδικής εξουσίας, και καταληκτικά μέσα από Συντακτική Συνέλευση θα γίνει καθιέρωση του ρόλου τους ως «οργάνων του οργανωμένου λαού». Δηλαδή μια συντακτική συνέλευση που θα θεσμοθετήσει μια τύπου «κομμούνας» κρατική δομή με κύτταρό της, τα κατά τόπους εγχειρήματα εργατικού ελέγχου, αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων και τα οποία θα αποτελούν γέφυρες ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτική δημοκρατία.
Τι πιο τρανή απόδειξη για το ρεφορμιστικό περιεχόμενο των θεωρητικών κατασκευασμάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που παρά την πληθωρική επαναστατική αντικαπιταλιστική φρασεολογία, ουσιαστικά ευαγγελίζονται την βαθμιαία μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, δια μέσου της εξάπλωσης του «εργατικού ελέγχου» σε κάθε πεδίο της οικονομικής ζωής, μέσα στα πλαίσια της κυριαρχίας του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος.
Αλλά ο «εργατικός έλεγχος» δεν είναι παιχνίδι με τις λέξεις, κι όταν γίνεται τέτοιο, όπως εδώ, δεν χάνει απλώς το περιεχόμενό του μένοντας κενός λόγος, αλλά -κάτι πολύ χειρότερο- μετατρέπεται σε χονδροειδή παραμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης και σε εξωραϊσμό του αστικού κράτους. Στην πραγματικότητα, αν και τέτοια μέτρα παρουσιάζονται σαν πολύ «αριστερά» και ρηξικέλευθα, δεν είναι παρά τυπικές επανεκδόσεις του πιο καραμπινάτου ρεφορμισμού.
O εργατικός έλεγχος -χωρίς εισαγωγικά- προϋποθέτει την ύπαρξη δύναμης, δηλ. εξουσίας του λαού που μπορεί να τον επιβάλει και να τον ασκήσει όχι λογοκοπικά και στα χαρτιά, αλλά πραγματικά. Την επαύριον της Οκτωβριανής Επανάστασης, πράγματι, ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν από την επαναστατική εξουσία των Σοβιέτ, περιλαμβάνονταν το διάταγμα που εγκαθίδρυε τον εργατικό έλεγχο στην οικονομία. Tους τελευταίους μήνες πριν από τον Oκτώβρη του 1917, όταν οι εργοδότες έκλειναν τις επιχειρήσεις και διέκοπταν την παραγωγή με σκοπό να ασκήσουν πίεση μπροστά σε μια αποφασιστική πολιτική αναμέτρηση που σύντομα θα επέρχονταν, ο εργατικός έλεγχος σαν κατεύθυνση και σαν σύνθημα σήμαινε πριν απ’ όλα ότι οι εργάτες που πάλευαν για να περάσει «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», έπαιρναν όλο και περισσότερα εργοστάσια στην κατοχή τους χρησιμοποιώντας την ένοπλη βία, πολεμώντας για τη σωτηρία της παραγωγής.
Αν ο εργοδότης έφερνε αντίσταση, η κόκκινη φρουρά τον πετούσε έξω από το εργοστάσιο. Αν τώρα μερικοί θέλουν να υποβιβάσουν τον εργατικό έλεγχο σε κίβδηλο και «μεταλλαγμένο» είδος, κατάλληλο μόνο για «ριζοσπαστικό» περιτύλιγμα μιας αντίληψης που αδυνατεί να ξεκόψει από το ρεφορμισμό, ο εργατικός έλεγχος δεν παύει παρά ταύτα να διατηρεί το ιστορικό του επαναστατικό νόημα και περιεχόμενο.
Είναι κατατοπιστικότατη η τοποθέτηση του Λένιν στο έργο του «Η Καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε», το οποίο γράφτηκε τον Σεπτέμβρη και εκδόθηκε τέλη Οκτώβρη του 1917, για το πραγματικό επαναστατικό περιεχόμενου του εργατικού ελέγχου: «Γιατί χωρίς αληθινά επαναστατικά μέτρα, χωρίς σοβαρότατο καταναγκασμό οι καπιταλιστές δεν θα υποταχθούν σε κανένα έλεγχο, δεν θα φανερώσουν τους προϋπολογισμούς τους, δεν θα θέσουν «κάτω από τον έλεγχο» του δημοκρατικού κράτους τα αποθέματά τους σε χαρτονομίσματα…Οι οργανωμένοι σε ενώσεις εργάτες και αγρότες, εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας με νόμο για όλους τους πλούσιους την υποχρεωτική κυκλοφορία επιταγών, καταργώντας το εμπορικό απόρρητο, εφαρμόζοντας τη δήμευση περιουσίας για την απόκρυψη εισοδημάτων κτλ., θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να κάνουν τον έλεγχο και πραγματικό και καθολικό…Για να γίνει αυτό χρειάζεται η επαναστατική δικτατορία της δημοκρατίας, μ’ επικεφαλής το επαναστατικό προλεταριάτο, δηλαδή για να γίνει αυτό πρέπει η δημοκρατία να γίνει επαναστατική στην πράξη. Εδώ βρίσκεται όλος ο κόμπος.»
★★★
Παρά την προσπάθεια των καθοδηγητών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσω των θέσεων και της πολιτικής απόφασης της Συνδιάσκεψης, να διαχωριστούν από την πολιτική του αριστερού συμπληρώματος του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, που τους οδήγησε στο σημείο να διαδηλώνουν από κοινού, για τη στήριξη της κυβέρνησης κατά τη «διαπραγμάτευσή» της με τους δανειστές, αλλά και την κριτική διαφοροποίηση από κόμματα όπως η ΛΑΕ και το ΚΚΕ, τα οποία έχουν παρόμοιες ρεφορμιστικές θεωρητικές επεξεργασίες με αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι οποίες κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, είτε ονομάζονται «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα», είτε «παραγωγική ανασυγκρότηση», είτε «Λαϊκή εξουσία-Λαϊκή οικονομία» δεν γίνονται πιστευτοί. Αυτό που προκύπτει ως επιστέγασμα των διακηρύξεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια ξαναζεσταμένη μορφή της χρεωκοπημένης πρότασης της πολιτικής συνεργασίας όλων των δυνάμεων της αριστεράς, στη βάση των αξόνων του μεταβατικού προγράμματος για την οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού μετώπου/πόλου.
Για την οικοδόμηση αυτού του μετώπου/πόλου προκρίνονται τρεις (3) δρόμοι, που όλοι τους έχουν σαν πολιτική βάση συμπόρευσης το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, ανεξάρτητα από το επίπεδο συνεργασίας στο οποίο απευθύνονται (συνδικαλιστικό-εργατικό κίνημα, πρωτοβουλίες κοινής δράσης, κεντρική πολιτική συνεργασίας) και κατατείνουν στην κατεύθυνση της πολιτικής συνεργασίας «όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς και των πολύμορφων δυνάμεων που κινούνται σε λογική ρήξης και ανατροπής, των δυνάμεων που έρχονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό σε ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης».
Όπως αναφέρεται στην πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης: “Προτάσεις για πολιτικές συνεργασίες και ακόμα περισσότερο για βήματα στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου/πόλου μπορούν να οικοδομούνται στη βάση του αναγκαίου περιεχομένου, να στηρίζονται στο πλαίσιο των στόχων του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης (υπογράμμιση δική μας), να έρχονται σε ρήξη με την αστική τάξη, την ΕΕ, τον ιμπεριαλισμό.»
Αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική μετωπικών συνεργασιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι αποτελούν μια επανέκδοση της γνωστής ιδέας της «παναριστερής πολιτικής συνεργασίας», η οποία αν και έχει επανειλημμένα χρεοκοπήσει (η πολιτική συνεργασία μιας σειράς αριστερών οργανώσεων και ομάδων στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, την τελευταία δεκαετία, είναι το πιο χειροπιαστό πρόσφατο παράδειγμα), επανέρχεται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως έγινε και πρόσφατα, με τη μορφή καλεσμάτων «παναριστερού πολιτικού συντονισμού» κάθε φορά που εκδηλώνεται μια αντιλαϊκή επίθεση και προκύπτει κάποιο γεγονός.
Στο βάθος αυτού του δρόμου βρίσκεται ένα ενιαίο πολιτικό κέντρο αγώνα, ένα μέτωπο/πόλος των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά, το οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαντάζεται ότι μπορούν να συγκροτήσουν οι ρεφορμιστικές οργανώσεις, οι μ-λ οργανώσεις, οι τροτσκιστικές οργανώσεις κ.ο.κ και να κατευθύνουν από κοινού τον αγώνα των εργαζομένων και του λαού, παραγνωρίζοντας τις βαθιές διαφορές που χωρίζουν τα πολιτικά ρεύματα που αναφέρονται στην αριστερά, τις αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές γραμμές τους, που έχουν άμεση σχέση με το πώς, με ποια πολιτική κατεύθυνση, με ποιους στόχους, με ποια ταχτική, με ποιες μορφές μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να αναπτυχθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γνωρίζουν πολύ καλά τις πολιτικές θέσεις των δυνάμεων στις οποίες απευθύνουν την πρότασή τους για πολιτική συνεργασία. Αντιλαμβάνονται πού υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων και πού υπαρκτές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, που καθιστούν ανέφικτη μια τέτοια συνεργασία, παρά τις κατά καιρούς επικοινωνιακές επιδιώξεις της.
Αν και με μικρότερες δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά (τροτσκιστικές, «ριζοσπαστικές» κλπ) και με τις οποίες υπάρχει κοινή βάση προγραμματικής συνεργασίας, υπάρχει το έδαφος για να προχωρήσει μια μετωπική συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού: «υπάρχουν, επίσης, ορισμένες οργανωμένες δυνάμεις και συλλογικότητες που προγραμματικά αποδέχονται και συμφωνούν με θέσεις του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, χωρίς όμως να έχουν έως τώρα δεσμευτεί σε μια συνολική μετωπική πολιτική προσπάθεια και με τις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπτύσσει ήδη κοινή δράση» (παράγραφος 21 της πολιτικής απόφασης), βασική επιδίωξη των οργανώσεων ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η συνεργασία με το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ.
Και ενώ η πόρτα της συνεργασίας από το ΚΚΕ ήταν και παραμένει, μέχρι νεοτέρας, κλειστή, δεν συμβαίνει το ίδιο με την ΛΑΕ με την οποία, παρά την κρίση στις σχέσεις τους παραμονές των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, που οδήγησε στη διάσπαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την προσχώρηση δύο οργανώσεών της στη ΛΑΕ, διατηρούν προνομιακές σχέσεις.
Αυτό πιστοποιείται και από την πρόσφατη επιλεκτική διμερή συνάντηση των αντιπροσωπειών των ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα πλαίσια του καλέσματος «πολιτικού συντονισμού» για την «κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της αριστεράς ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την έκδοση ξεχωριστής κοινής ανακοίνωσης των δύο πολιτικών φορέων, η οποία εκδόθηκε μάλιστα την ίδια μέρα που δημοσιοποιήθηκε και η «κοινή ανακοίνωση οργανώσεων και συλλογικοτήτων της Αριστεράς», δηλαδή των υπόλοιπων οργανώσεων που ανταποκρίθηκαν και συμφώνησαν στο κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αν και η ΛΑΕ παραβρέθηκε και σε αυτήν τη συνάντηση). Ενδεικτικό του προνομιακού και αναβαθμισμένου ρόλου που επιδιώκει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πολιτική συνεργασιών της με τη ΛΑΕ.
Στη συγκεκριμένη διμερή ανακοίνωση τέθηκε και το πολιτικό πλαίσιο μιας μελλοντικής κεντρικής πολιτικής συνεργασίας, αφού αναφέρεται ότι στόχος της κοινής δράσης και συνεργασίας των δύο οργανώσεων είναι: «να συνδέσουμε τους αγώνες κατά της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης, με την πάλη για την απαλλαγή συνολικά από τα μνημόνια, για τη διαγραφή του χρέους, για τη σύγκρουση και ρήξη με την πολιτική των μεγαλοεπιχειρηματιών, των τραπεζιτών, της ΕΕ και των κυβερνήσεών τους, των συνεχών θυσιών στο όνομα του ευρωμονόδρομου, για την ανατροπή όλου του μνημονιακού αστικού μπλοκ».
Μια κεντρική πολιτική συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΛΑΕ, με το βλέμμα και σε ενδεχόμενες νέες εκλογικές αναμετρήσεις, αφού κάτι τέτοιο, όχι μόνο δεν αποκλείεται με βάση το πλαίσιο πολιτικών στόχων που καλείται να αναδείξει και να παλέψει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, αλλά και προκύπτει από την κριτική που επιφυλάσσει στη ΛΑΕ, μέσω των θέσεων και τη πολιτικής απόφασης της συνδιάσκεψης, αφού θεωρεί ότι: «Καθοριστικό για τη φυσιογνωμία της είναι η συμμετοχή της στην περιφερειακή και τοπική κρατική διαχείριση σε συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ που οδηγεί ακόμα και στη στήριξη αντιλαϊκών κυβερνητικών επιλογών (Περιφέρεια Αττικής, ΤΣΜΕΔΕ κλπ). Αρνητικό είναι επίσης το γεγονός ότι πολλές δυνάμεις της ΛΑΕ παραμένουν εγκλωβισμένες στα ίδια πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα με τον ΣΥΡΙΖΑ (λχ ΜΕΤΑ στα συνδικάτα)», υπονοώντας ότι μια διάρρηξη των σχέσεων της ΛΑΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και στο συνδικαλιστικό κίνημα, τροποποιεί ριζικά τη φυσιογνωμία της.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα, αυτό είναι το καθοριστικό για τη φυσιογνωμία της ΛΑΕ και θα βαρύνει στην πολιτική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί της και όχι ότι η πολιτική της «αποτελεί πιστό αντίγραφο του ρεφορμιστικού προγράμματος που πρόβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ τα πρώτα χρόνια των μνημονίων «ως εναλλακτική αντιμνημονιακή λύση» για να οδηγηθεί μέσα από μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης στη θλιβερή μνημονιακή κατάληξη…σπέρνοντας ρεφορμιστικές αυταπάτες και εγκλωβίζοντας δυνάμεις σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία με γνωστή κατάληξη». (θέση του Μ-Λ ΚΚΕ)
Εν κατακλείδι «Το «μεταβατικό» πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ελάχιστα διαφοροποιείται απ’ αυτό της ΛΑΕ. Πρόκειται για ένα κράμα μιας ρεφορμιστικής πολιτικής με ακατάσχετη κινηματική και αντικαπιταλιστική φλυαρία, που άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τις οδήγησε ήδη και συνεχίζει να τις σπρώχνει στη ΛΑΕ, και άλλες προς το ΚΚΕ, στη βάση μιας «καθαρής» αντικαπιταλιστικής πάλης, που αρνείται την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και υποστηρίζει τη θεωρία της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας.
Παρ’ ότι χρεοκόπησε η γραμμή της παναριστερής συνεργασίας, οδηγώντας μια σειρά εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις να γίνουν νεροκουβαλητές του ΣΥΡΙΖΑ, εξακολουθεί και σήμερα να προβάλλεται και να αναπαράγεται ιδιαίτερα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η ιδέα της «παναριστεράς», η πολιτική δηλαδή της ιδεολογικοπολιτικής συμπόρευσης και συγχώνευσης με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού, με το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ.
Σύμφωνα με τη δική μας θέση, προϋπόθεση για να προσφέρει στο κίνημα ένα σημαντικό αγωνιστικό δυναμικό που δραστηριοποιείται στα πλαίσια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, είναι η σταθερή ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση στις λαθεμένες και επιζήμιες θέσεις και αντιλήψεις που κυριαρχούν σ’ αυτόν το χώρο».
Πηγή: Εφημερίδα Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr