Τον Αύγουστο του 2015 με πήρε κάποιος τηλέφωνο. Ήταν η εποχή που τηλεφωνούσαν άγνωστοι. Δεν έδωσα βάση.
– Ονομάζομαι Γιάννης Μπεχράκης. Είμαι φωτορεπόρτερ. Βρίσκομαι στην Κω. Έμαθα ότι έχετε και στην Κάλυμνο πολύ κόσμο. Θέλω να ρθω.
Στην προκυμαία της Καλύμνου είχαν στριμωχτεί τότε περίπου
1700 άνθρωποι. Δεν είχαμε τίποτα σχεδόν εκείνο τον καιρό. Βρεφικά γάλατα, πάνες, νερά σε μεγάλα παγούρια και μια απίστευτη εξάντληση.
Η προκυμαία βρωμούσε κάτουρο, ξερατό και φόβο.
Δεν άντεχαν στον ήλιο και στη δίψα και ξέμεναν από ηλεκτρολύτες. Είχαν ήδη μήνες που είχαν αφήσει πίσω τους κουφάρια σπιτιών και ανθρώπων. Είχαν περάσει κάτω από συρματοπλέγματα, είχαν περπατήσει χωρίς παπούτσια, είχαν στριμωχτεί στη σαπιόβαρκα κι έφταναν σε μας για να μπουν σ’ ένα νέο κύκλο φρίκης.
Δεν προλαβαίναμε να μεταφέρουμε στο νοσοκομείο στεγνούς λιπόθυμους.
Το Γιάννη Μπεχράκη δεν τον ήξερα τότε. Είχαν πλακώσει στο νησί και κάτι περίεργες φάτσες, ήμουν κουρασμένη βαθιά και μ΄ένα μόνιμο πονοκέφαλο να τρυπάει τα μηλίγγια.
– Ελάτε όποτε θέλετε.
Ήταν σίγουρα πριν τις 10 Αυγούστου. Στο μυαλό μου έχουν θολώσει πολλά ονόματα και γεγονότα από εκείνο τον καιρό. Όμως εκείνη την ημερομηνία τη θυμάμαι. Έφερνα την Άλια από το νοσοκομείο, το ίδιο στεγνή, όσο την είχα πάει. Και την πήγαινα ξανά κάτω από τον ίδιο ήλιο και την ίδια δίψα.
Στο λιμάνι επικρατούσε κάτι απροσδιόριστα απειλητικό.
Η προβοκάτσια έσκασε σε λίγο.
Είχαν έρθει φασίστες από αλλού.
– Έσχισαν την ελληνική σημαία.
Ουρλιαχτά και ποδοβολητά.
– Βενζίνη, ρε να τους κάψουμε τους αντίχριστους
Ήμασταν στο λιμάνι όλοι κι όλοι τρεις δικοί μας, οι εκατοντάδες στεγνοί, μισολιπόθυμοι με γουρλωμένα μάτια και οι εισαγόμενοι φασίστες.
Δεν έγινε είδηση από κανένα. Δεν ήρθε κανένας να βοηθήσει στο λιμάνι. Δεν ρώτησε ποτέ, κανένας. Όχι μόνο γι αυτό, για όλη τη δίψα, το θάνατο, την απόγνωση, το φόβο.
Πέρασε περίπου μια βδομάδα. Τον θυμήθηκα κι έψαξα τις κλήσεις. Τον πήρα τηλέφωνο.
-Δεν θα έρθετε τελικά;
– Είμαι στην Ειδομένη. Η Κως ήταν γεμάτη ανθρώπους και γεγονότα. Η Ειδομένη βράζει. Θα προσπαθήσω να έρθω αργότερα.
Τον ξαναπήρα τηλέφωνο κάπου κοντά στα Χριστούγεννα.
– Θέλω να σας ζητήσω μια χάρη. Φτιάχνω ένα μικρό βίντεο για το προσφυγικό. Μπορώ να χρησιμοποιήσω κάποιες φωτογραφίες σας; Είμαι εντελώς ερασιτέχνης αλλά θα το κάνω με πολύ σεβασμό. Ξέρετε, τη δική μας ματιά, σ’ αυτή την ιστορία.
– Όσες θέλετε. Γι αυτό υπάρχουν.
Σήμερα είχα όλη τη μέρα τον ίδιο πονοκέφαλο που τρυπάει τα μηλίγγια.
Ένοιωσα την ίδια κούραση, βαθιά μέχρι μέσα.
Και στεγνή σαν την Άλια.
Η προσφυγιά ορφάνεψε κι άλλο.
Θα λείψεις πολύ, Γιάννη Μεχράκη.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr