Στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, εμφανίζονταν με διάφορους τρόπους οι επιρροές από τις πιο καινοτόμες ιδέες, τα τεχνολογικά γκάτζετ και τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα που είχαν απήχηση στους νέους. Σεξουαλική ελευθερία, γρήγορα αυτοκίνητα, μίνι φούστες και σι-θρου μπλούζες, καμπάνες και τζιν, μακριά μαλλιά και φαβορίτες, προφυλακτικά και αντισυλληπτικά, οικολογία και δορυφόροι, πικάπ και δίσκοι 33 στροφών, Rolling Stone και Playboy, πειρατικοί σταθμοί, ξένες γλώσσες, το «Blow up» του Αντονιόνι, η «Σιωπή» του Μπέργκμαν και το «Βίβα Λας Βέγκας» του Τζορτζ Σίντνεϊ με τον Έλβις και την Αν Μάργκρετ, Μπητλς και Κινκς, Ντίλαν και Τζόαν Μπαέζ, Τζάγκερ και Λένον, Φέντερ και Γκίμπσον κιθάρες, ντραμς Λούντβιχ και Μάρσαλ ενισχυτές, Κόντακ ινσταμάτικ και σλίπιν’ μπαγκ, υπαίθρια φεστιβάλ και υπόγεια κλαμπ, Τζέιμς Μπράουν και χοροί των μαύρων, χίπις και Κρίσνα… Αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα, τα πολιτικά δικαιώματα, οι εξεγέρσεις και οι καταλήψεις στα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ο Τζακ Κέρουακ και ο Μαρκούζε, ο Έλντριτζ Κλίβερ και οι Μαύροι Πάνθηρες και πολλοί άλλοι και άλλα που έκαναν το μυαλό μας να ερεθίζεται ασταμάτητα. Αλληλένδετα, οι αντιαποικιακοί αγώνες, ο Κάστρο και ο Τσε, οι Βιετκόνγκ και οι Παλαιστίνιοι, ο Μάο και οι γυναίκες που είναι το μισό τ’ ουρανού, ο Γαλλικός Μάης και η Άνοιξη της Πράγας, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η RAF, όλα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα, έδειχναν να αλλάζουν τον κόσμο που ζούμε με τριγμούς, σπασμούς και αλαλαγμούς. Σαν να εφευρίσκονταν και να ξαναγεννιόνταν τα πάντα, στην πραγματικότητα ή τη φαντασία, δεν είχε σημασία.
Ο απόηχος όλων αυτών που μας φαίνονταν απλησίαστα και φαντασμαγορικά καθώς συνοδεύονταν από έναν αέρα πρωτόγνωρης ελευθερίας, αντίστασης και δημιουργίας, έφτανε σε μας περισσότερο μέσα από τη μουσική και τους μουσικούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι επιρροές εκδηλώθηκαν εντονότερα με τη δημιουργία αφενός του νέου κύματος, όχι μόνο λόγω του δυτικότροπου ύφους και στυλ των τραγουδιών, αλλά και του τρόπου και του χώρου παρουσίασής τους στις μπουάτ, αφετέρου της ποπ σκηνής με τα συγκροτήματα, τα νάιτ κλαμπ και τα κυριακάτικα πρωινά. Οι φωνές του Ζακ Μπρελ, του Αζναβούρ και της Φρανσουάζ Αρντί ή του Σέρτζιο Εντρίγκο και του Πεπίνο ντι Κάπρι συνηχούσαν με τις made in Greece απομιμήσεις των Στόουνς και των Άνιμαλς.
Κόσμοι διαφορετικοί
Οι διεθνείς εξελίξεις, αλλά και οι εντεινόμενες τριβές στην ανώμαλη πολιτική ζωή του τόπου, με κορύφωση την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, επίσπευσαν την ωρίμαση και πολιτικοποίηση των μουσικών ρευμάτων. Οι μπουάτ αποκτώντας εντονότερο πολιτικό χρωματισμό και το ελληνικό ροκ θεωρούμενο αντικοινωνικό και φθοροποιό αντιμετωπίστηκαν με μέτρα επιτήρησης και περιστολής.
Τα τραγούδια του Θεοδωράκη λόγω της ταυτότητας του δημιουργού τους και της απαγόρευσης κυκλοφορίας και αναμετάδοσής τους έγιναν το σάουντρακ του αντιδικτατορικού αγώνα. Για πολλούς, όμως, νέους ανθρώπους, αυτό το είδος τραγουδιού δεν ήταν αρκετό για να εκφράσει τις γενικότερες επιθυμίες και ανάγκες χειραφέτησής τους. Γιατί εξέφραζε μεν το πνεύμα αντίστασης στη χούντα, αλλά δεν εξέφραζε τις αντικουλτούρες που διαμορφώνονταν διεθνώς. Ήταν τοπικό και κλασικό. Δεν έφερνε κάτι απ’ αυτά τα κοσμογονικά, τα πρωτότυπα και τα εναλλακτικά που γοήτευαν τους νέους πολιτισμικά και κοινωνικά. Αυτοί που γούσταραν τους Κριμ, τον Τζίμι Χέντριξ και την Τζάνις Τζόπλιν, δεν έβρισκαν κάτι απ’ αυτό που τους συνέδεε με τα διεθνή κινήματα της νέας κουλτούρας, στις μουσικές των εντόπιων συνθετών και ερμηνευτών. Ο Θεοδωράκης δεν ήταν ο Μπομπ Ντίλαν και ο Μπιθικώτσης δεν ήταν ο Τζιμ Μόρισον, ούτε η Φαραντούρη η Γκρέις Σλικ! Στη δεδομένη ιστορική στιγμή, οι κόσμοι αυτοί ήταν μεταξύ τους διαφορετικοί. Ανάμεσα στους θιασώτες του Θεοδωράκη και τους θιασώτες των Ντορς υπήρχε διάσταση έως και αγεφύρωτη αντίθεση. Αρκετά αργότερα, καθώς οι γενικότερες συνθήκες μεταβάλλονταν, αυτές οι αποστάσεις έπαψαν να υπάρχουν ή μίκρυναν.
Ροκ ελληνικό
Αυτό το «άλλο», στο οποίο μετείχα ενεργά, ήθελε να περιγράψω ο Χρήστος Παπουτσάκης όταν έβγαλε το «Αντί» ζητώντας μου να γράψω για την ελληνική μουσική και το ελληνικό ροκ, το 1972. Το κεντρικό σημείο του άρθρου μου, το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας γιατί το δεύτερο τεύχος απαγορεύτηκε από τη χούντα, ήταν ότι αυτό που επιζητούσαν μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια οι νέοι δεν μπορούσαν να το βρουν στην καθιερωμένη ελληνική μουσική. Άκουγαν από Λούτσιο Ντάλα και Λέοναρντ Κοέν μέχρι Χου και Φρανκ Ζάππα, αλλά έβρισκαν τις μουσικές του Θεοδωράκη και του Λεοντή πολύ συμβατικές, τον Ξυλούρη και τον Μητσιά πολύ καθωσπρέπει, τους στίχους του Βίρβου και τα ποιήματα του Ρίτσου άρτια, αλλά μιας προηγούμενης εποχής. Τα εντόπια τραγούδια, αν δεν συνδέονταν με τις σύγχρονες κουλτούρες, με τη νέα αισθητική και ένα αλλιώτικο τρόπο ζωής, και δεν χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα που εξέφραζε τα νέα ρεύματα και τις τάσεις, δεν τους συγκινούσαν.
Το ροκ των δικών μας μουσικών είχε εισαγόμενα στοιχεία, αλλά ήταν ελληνοποιημένο και κύρια ελληνόφωνο. Είχε ζωντάνια, φρεσκάδα, νεανικότητα και το πιο ζητούμενο: εξωστρέφεια, διεθνισμό, πολυπολιτισμικότητα, έναν ήχο και μια γλώσσα που κόντραρε κατά μέτωπο τις περασμένες γενιές, πολιτικούς, γονείς, Τύπο, εκκλησία και δασκάλους. Και ήταν ακηδεμόνευτο. Ούτε οι εταιρίες το πατρονάρανε, ούτε τα κόμματα ενδιαφέρονταν, ούτε βιώσιμο ήταν επαγγελματικά, διατηρώντας έτσι την ανεξαρτησία, την αθωότητα, τον ερασιτεχνικό και τον αυτοδιαχειριστικό του χαρακτήρα, που το καθιστούσαν πολύ ελκυστικό για τους νεολαίους που ψάχνονταν για μορφές έκφρασης αντισυμβατικές τις οποίες οι μεγάλοι, το κατεστημένο, απεχθάνονταν.
Το πρόβλημα με το ελληνικό ροκ είναι ότι άρχισε να ωριμάζει όταν πια οι πηγές έμπνευσής του είχαν αρχίσει να ξεθυμαίνουν. Κι όταν εκτινάχθηκε το αντιδικτατορικό φοιτητικό –αρχικά– κίνημα, το ελληνικό ροκ δεν ήταν σε θέση –σαν ρεύμα– να συντονιστεί έγκαιρα μ’ αυτό, χάνοντας έτσι τον πρωτοποριακό για την εποχή ρόλο του. Με διακεκριμένη εξαίρεση τον Σαββόπουλο.
Λόγος άλλος
Το 1970, ο Σαββόπουλος ήταν ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ροκ. Εμπεριείχε πολλά από τα στοιχεία που θεωρούσαμε ότι είναι συστατικά του ροκ. Όχι, όμως, αναμασήματα ούτε αυτούσια ή ελαφρώς διασκευασμένη απομίμηση του ροκ. Ο Σαββόπουλος επηρεάζεται από τον Μπρασένς και τον Ντίλαν, αλλά ανήκει στην ελίτ του Χατζιδάκι, του Εγγονόπουλου, του Κουν, του Τσιτσάνη και του Πατσιφά. Αντλεί από τη Δύση, από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Αγγλοσάξονες, αλλά δεν κατακυριεύεται απ’ αυτούς.
Στα τραγούδια του, η ελληνική παράδοση και η βαλκανική γειτονιά συνυπάρχουν με τα δυτικά στοιχεία, αναμιγνύονται και αναπλάθονται δημιουργώντας κάτι καινούργιο σε στυλ, ύφος, χρώμα και περιεχόμενο. Χωνευτήρι ιδεών και ρευμάτων, πανταχόθεν αλλά όχι ανερμάτιστα, ο Σαββόπουλος μάλλον είναι ο σημαντικότερος καλλιτέχνης του ελληνικού μοντερνισμού και, μάλιστα, με λαϊκό έρεισμα.
Η μουσική του δεν είναι κλισέ, δεν είναι στατική, συνεχώς εμπλουτίζεται και μεταμορφώνεται, είναι πολυδιάστατη. Από δίσκο σε δίσκο η διαφοροποίηση είναι διαρκής και ευδιάκριτη. Το «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελού», «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», ο «Μπάλλος» και «Το βρώμικο ψωμί» είναι αυτοτελή. Χρησιμοποιεί τα «Μπουρμπούλια» χωρίς να ενδίδει στη ροκ υπόστασή τους και τον μαέστρο Γιώργο Κοντογιώργη για να ενορχηστρωθούν αρτιότερα οι πρωτότυπες ιδέες του, τη φλαουτίστα Στέλλα Γαδέδη, τον τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλλη, αλλά και τον σαντουριέρη Τάσο Διακογιώργη και τον κλαρινίστα Βασίλη Σαλέα, ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε κομματιού. Συνεργάζεται με Δόμνα Σαμίου και Μαρίζα Κωχ, με Γιώργο Ρωμανό, Ελένη Βιτάλη, Αφροδίτη Μάνου και Μιχάλη Μενιδιάτη για την ταινία του Βούλγαρη, αλλά βγάζει και τον Νίκο Παπάζογλου και τον Μανώλη Ρασούλη στους «Αχαρνής». Και, βέβαια, τραγουδάει μαζί με τον Μπαγιαντέρα και συνταξιδεύει με τη Σωτηρία Μπέλλου «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια».
Αλλά αν είναι οι μουσικές του που εξέχουν από τη στρωτή πορεία του δημοφιλούς ελληνικού τραγουδιού, είναι η γλώσσα, ο στίχος και τα θέματά του που ταράζουν την καθεστηκυία τάξη στο πεδίο της μελοποιημένης ποίησης. Μιλάει αλλιώς, για άλλα. Και δεν είναι μόνο το πώς το εκφράζει μουσικά ή το λέει στιχουργικά. Είναι το όλον. Είναι και η σκηνική παρουσία, η σκηνοθεσία, το θέαμα, ο συμβολισμός και η στάση ζωής. Τα τραγούδια του είναι πολύ διαφορετικά από του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, του Σπανού και του Μούτση. Δεν μιλάνε συμβατικά για την πολιτική και τον έρωτα. Μιλάνε για άλλες καταστάσεις και άλλα πρόσωπα μιλάνε για τον φοιτητή που το κόμμα τον τραβάει απ’ το μανίκι, για το Κιλελέρ ή το Βιετνάμ που πυρπόλησαν το ρύζι, μιλάνε για τον Καραγκιόζη και τα παιδιά στο Λαύριο, μιλάνε για την πρόστυχη Ζωζώ και τον ισοβίτη Κοεμτζή. Μιλάνε για παλιούς φίλους και παιδιά που χάθηκαν. Δεν κάνουν πολιτική, είναι πολιτική. Οι εικόνες είναι φλογερές και σε μεταφέρουν σε άλλα μήκη κύματος. Στη Μαύρη Θάλασσα και σε τοπία φανταστικά. Με ανανεωμένη γλώσσα, σύγχρονη, ποιητική, αιχμηρή, αλλού κατανοητή κι αλλού δυσνόητη, με αλληγορίες και μύθους. Αυτό για μας ήταν ροκ και νέο ελληνικό τραγούδι!
Κάθε τραγούδι του Σαββόπουλου είναι μια ιστορία, ένα νοητικό ντοκιμαντέρ, με πολλά στοιχεία από διαφορετικές πηγές, άλλοτε σαν αίσθηση κι άλλοτε ως δάνειο, αλλά πάντοτε, στην τελική του σύνθεση, ως κάτι αυτόνομο, ευφάνταστο, πρωτότυπο. Τρυγούσε πολλά αμπέλια για να φτιάξει το κρασί του. Με κεραίες τεντωμένες, έπαιρνε ιδέες από τους φίλους του, σπαράγματα από τα διαβάσματά του, ρυθμούς και φράσεις από τις μουσικές που άκουγε. Κι όλα όσα έβγαιναν από μέσα του κι όλα όσα κρατούσε από τις επιρροές που δεχόταν, τα ζύμωνε, τα φιλτράριζε, τα συγχώνευε και τα μετέπλαθε δημιουργικά με το ταλέντο του. Δεν του έλειπαν οι πρωτότυπες ιδέες, αλλά ήταν δεξιοτέχνης και στο κολάζ, πολύ πριν οι ράπερ το κάνουν επιστήμη και το καθιερώσουν παγκόσμια.
Μετά
Τον παρακολουθώ από πολύ κοντά μια εικοσαετία. Εκδίδω τη «Μουσική Γενιά» το 1972 με τη συμβολή του στο πρώτο φύλλο. Συμμετέχει στα προεόρτια για το «ντέφι». Συνεργαστήκαμε πολύ στενά το 1983 με τα «Τραπεζάκια έξω». Οργανώνω την περιοδεία του στη Βόρεια Ελλάδα. Μετά χανόμαστε. Από την ερειπωμένη Ηλεκτρική Εταιρία του Βόλου και τη συναυλία για το «1-1-4» στη Θεσσαλονίκη τον βλέπω στο Ολυμπιακό Στάδιο να απομακρύνεται με το αερόστατο. Όταν έξι χρόνια αργότερα βγάζει τον επόμενο δίσκο του μου φαίνεται ακόμα πιο απόμακρος. Και συμβατικός. Από αιρετικός γίνεται ορθόδοξος καθεστωτικός. Ποιος; Ο Σαββόπουλος!
Δεν παύω να τον ευγνωμονώ για το ρόλο του στη ζωή μου, από τα 16 στα 33 μου. Κι απ’ αυτό που έκτοτε κουβαλάω μέσα μου άφθαρτο. Αλλά με τα μετέπειτα τραγούδια του, δεν συντονίζομαι καθόλου. Σαν να με άφησε στα κρύα του λουτρού. Μα πώς έγινε κάποιος άλλος; Αναρωτιέμαι. Μυστήρια πράγματα…
Τον ακούω και νιώθω ότι απευθύνεται σε ένα ακροατήριο γερασμένο, συντηρητικό και αντικαλλιτεχνικό, πολιτισμικά σε κώμα. Αλλά ένα τέτοιο ακροατήριο που δεν έχει καμία σχέση με εναλλακτικές κουλτούρες, στείρο και μπανάλ, τι είδους έμπνευση μπορεί να του προσφέρει; Από πού θα αντλήσει υλικό; Κι εμείς τα ψιλοχάνουμε λιγάκι με τις πολιτικές μας αντιφάσεις, αλλά αυτός είναι σαν να πέρασε σε μια πλευρά που βασιλεύει ανομβρία. Δικαίωμά του είναι να αφήσει πίσω εμάς και τον παλιό του εαυτό, αλλά πού και με τι θα φτιάξει τον καινούργιο;
Είναι σαν να ψάχνει για νερό σε άνυδρη περιοχή. Όσο προβληματική και να ήταν η προηγούμενη, αναμφισβήτητα είχε κάποιους χυμούς.
Η σιγή μπορεί να είναι μια φυσική ολοκλήρωση για ένα καλλιτέχνη. 20 χρόνια υψηλής δημιουργίας είναι μεγάλο επίτευγμα. Αν έμενε εκεί, το έργο του θα ήταν υπεραρκετό για να τον κατατάξει στις σημαντικότερες μορφές των τεχνών διαχρονικά. Όμως, ο Σαββόπουλος δεν αποσύρθηκε, απλά αραίωσε, ως τραγουδοποιός. Πέρα από επανεκτελέσεις, διασκευές, θεατρικά και συμμετοχές, συνέχισε να γράφει και να ηχογραφεί καινούργια τραγούδια και, μάλιστα, με επιθετικό λόγο και τρόπο, οπότε τα νεότερα έργα του αναπόφευκτα συγκρίνονται με τα παλαιότερα και το συμπέρασμα είναι αποκαρδιωτικό.
Σύγκριση άνιση
Κατά τη γνώμη μου, υπονόμευσε ο ίδιος την καλλιτεχνική του οντότητα αλλάζοντας προσανατολισμό και ακροατήριο. Ξεκόπηκε από τη φλέβα του. Γιατί ο αριστερός κόσμος των ιδεών –με τον οποίο δεν ταυτίζεται σώνει και καλά ο κομματικός–, ο καλλιεργημένος και ανήσυχος βιότοπος μέσα στον οποίο ζυμώθηκε ο Σαββόπουλος, παραμένει ένας χώρος με βλάστηση, ακόμα και καταπατημένος, απ’ όπου μπορείς να αντλήσεις έμπνευση και υλικό. Η κλιματική αλλαγή, η εξαφάνιση των ειδών, οι ανισότητες, οι πόλεμοι, η ρύπανση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι εναλλακτικές κουλτούρες, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι φυλετικές διακρίσεις, ο σοβινισμός, ο αυταρχισμός, η ομοφοβία, ο μισογυνισμός, η λεηλασία της Ελλάδας, δηλαδή τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας που είναι εξαιρετικά οξυμένα και θα ήταν στον προηγούμενο Σαββόπουλο πηγή τροφοδοσίας και δημιουργίας με ρηξικέλευθο τρόπο, μάλλον δεν τον αγγίζουν για να μετουσιωθούν σε τραγούδια. Η Αριστερά μπορεί να είναι φθαρτή σαν κομματικός χώρος, αλλά ως πνευματικός πόλος και φορέας αγώνων για ένα καλύτερο κόσμο είναι υπαρκτή και αναγκαία και αποτελεί ένα καρποφόρο οικοσύστημα για ένα καλλιτέχνη με κοινωνικό πρόσημο. Εκεί που πήγε ο Σαββόπουλος, σιχτιρίζοντας τους αριστερούς, δεν βρήκε τίποτα άλλο από παρακμή και ένδεια. Αυτοεξορίστηκε στο λάκκο της εξουσίας.
Σε κάποια σημεία που επικρίνει τα εκφυλιστικά φαινόμενα στην οργανωμένη Αριστερά και τις παραφυάδες της έχει δίκιο, αλλά το κοινό στο οποίο στράφηκε δεν ήταν μόνο χειρότερο, ήταν και παραμένει εντελώς αδιάφορο στο σπουδαίο έργο του. Αυτό το κοινό είναι στειρωτικό. Κι αυτό φαίνεται από το έργο του. Από το «Κούρεμα» θα περάσουν άλλα πέντε χρόνια για να βγάλει τον επόμενο δίσκο με καινούργια τραγούδια, με τίτλο «Μην πετάξεις τίποτα». Κι άλλα πέντε για να βγάλει τον «Χρονοποιό». Λίγο και με ελάχιστες αναλαμπές, από το 1984 μέχρι σήμερα. Τρία-τέσσερα τραγούδια άξια μνείας, μέσα σε 35 χρόνια! Όχι απλώς δυστοκία, ατεκνία. Δεν ξέρω αν φταίει η Αριστερά που ο Σαββόπουλος «φοράει» την ελληνική σημαία μαζί με τον υπουργό στρατιωτικών και νιώθει άνετα στο Sky του Big Brother, αλλά, καλλιτεχνικά, η στροφή του ουδόλως τον ωφέλησε δημιουργικά.
Βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσω ότι είμαστε σε φάση που γενικότερα στο ελληνικό τραγούδι υπάρχει μεγάλη δυσκαμψία, όπως φαίνεται και από τις επαναλήψεις, διασκευές, επανεκτελέσεις και τα παρατράγουδα.
Η τελευταία συνεργασία μας ήταν το 2009, με μια μικρή συνδρομή μου στις εκδηλώσεις που σχεδίασε και υλοποίησε για τα 60s. Ενδιαφέρον εγχείρημα, με τη συνδρομή πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών. Αλλά γιατί ο Σαββόπουλος επανέρχεται κάθε τόσο στη δεκαετία του 1960 από την οποία έχει διακόψει κάθε ουσιαστική σχέση τουλάχιστον από το 1983; Από το άχθος, άραγε, της απώλειας που ακολούθησε; Μήπως ακόμα προσπαθεί, όντας από καιρό αλλού, να ζωογονήσει την παρουσία του επανασυνδέοντας τον εαυτό του με τον παλιό Σαββόπουλο; Η πρόσφατη εκδήλωσή του στο Μέγαρο Μουσικής, την πρώτη Σεπτεμβρίου, με τίτλο «Στο Woodstock, ήμουν εδώ», δεν φαίνεται κι αυτή σαν μια προσπάθεια να μας θυμίσει ποιος ήταν κάποτε; Ώρες-ώρες δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει να αντλήσει δύναμη από την τεχνητή αναβίωση του πρώτου Σαββόπουλου από τον οποίο έχει ο ίδιος αποξενωθεί. Σαν να νιώθει ότι μόνο με την υπόμνηση του παρελθόντος του ανακτά δυνάμεις και αποκτά λόγο ύπαρξης.
Το χασίσι
Έκανα μια σύντομη αναδρομή σε σημεία της πορείας μέσα από την οποία ο Σαββόπουλος έφτασε στο σημείο, μιλώντας στον δημοσιογράφο Κώστα Μανιάτη, να «δώσει» δημόσια τα ονόματα έξι φίλων και συνεργατών του, μεταξύ των οποίων και το δικό μου, με τους οποίους λέει ότι κάπνισε χασίσι! Από τα εφηβικά μου χρόνια που ασχολούμαι με τον καλλιτεχνικό χώρο, έχοντας γνωρίσει αρκετούς ανθρώπους που ήταν καπνιστές τέτοιων «χόρτων», ποτέ δεν βγήκε άνθρωπος, ακόμα και για τους εχθρούς του μιλώντας, να κατονομάσει κάποιον. Βέβαια, δεν κινδυνεύουμε από συλλήψεις και φυλακίσεις, αλλά το «κάρφωμα» δεν είναι και εντελώς απαλλαγμένο συνεπειών. Ακόμα κι αν δεν τίθεται θέμα ποινικού κολασμού και κοινωνικού στίγματος, δεν παύει η χρήση ουσιών να αποτελεί προσωπικό δεδομένο, απολύτως στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του κάθε ατόμου. Και μ’ αυτή την έννοια, με λυπεί η απρέπεια του Σαββόπουλου, που φοβάμαι ότι είναι συνέπεια του καλλιτεχνικού του αδιεξόδου. Και δεν είναι μόνο προσωπικό το ζήτημα. Το αστείο δε, αν υπάρχει αστείο, είναι ότι υπήρξα όλη μου τη ζωή απόλυτος αντικαπνιστής. Όπως και να έχει, με αυτό το απαράδεκτο έως κακοήθες ατόπημα, που προστίθεται σε άλλα φάλτσα του, ο Σαββόπουλος αφενός επιβεβαιώνει πόσο μακριά είναι από το Woodstock που κάθε λίγο επικαλείται και αφετέρου δίνει λαβή στους νεότερους να τον ακυρώσουν ολοσχερώς.
Πηγή: Στέλιος Ελληνιάδης – edromos.gr
e-prologos.gr