Μέρα Μαγιού … γεννήθηκε

Του 1909 την Πρωτομαγιά γεννήθηκε. Ημέρα, σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονέμων. Των προλεταρίων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.

Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Έργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Έργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλαιότερων γενιών. Έγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη».

Χειρόγραφα του «Επιταφίου»

Επιπλέον, αφορμή της αναφοράς μας στον «Επιτάφιο» είναι η διαφύλαξη στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) πέντε χειρόγραφων σελίδων -διά χειρός Γιάννη Ρίτσου- με αποσπάσματα του «Επιταφίου». Τις χειρόγραφες σελίδες δώρισε στο ΕΛΙΑ η ηθοποιός Ασπασία Παπαθανασίου, μαζί με ένα αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του «Επιταφίου», το 1956, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Το αντίτυπο φέρει χειρόγραφη αφιέρωση του ποιητή στην ηθοποιό και στον σύζυγό της Κώστα Μαυρομάτη.

Η ιστορία του «Επιταφίου»

Πρωτομαγιά του ’36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ’ όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες -κατακτητές και «συμμάχους»- μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί της εργατιάς να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά της, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν, όπως τραγουδά και ο ποιητής διά στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:

«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το