Στις 13 Γενάρη 1859 γεννιέται ο Κωστής Παλαμάς, μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της χώρας μας.

Το 1913, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας ζητάει από τον Παλαμά να γράψει τον ύμνο των εργατών. Τότε ο ποιητής γράφει το «Τραγούδι του Εργάτη», που μελοποιήθηκε από τον Μανώλη Καλομοίρη και έγινε ο ύμνος του «Εργατικού Κέντρου Αθηνών». Το 1944 μελοποιήθηκε και από τον Αλέκο Ξένο

Κωστής Παλαμάς: «Το τραγούδι του εργάτη»

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γης για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
Πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ’ όλο τ’ αλυσόδεμα, σκάφτουν και η γης πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, Εργάτη, νόμοι
στο τρών’ αδικητές χωρίς ντροπή!
Αγκαλιαστείτε, αδέλφια, ορθοί!
Με μια καρδιά, μια γνώμη.

-Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!

*****

Ο γκρεμιστής

Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Μουσική: Υπόγεια Ρεύματα

Δίσκος: Η Γη που αφήνω

Κωστή Παλαμά: Ο γκρεμιστής

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρvησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάvυχτα τρέμει εvός πόθου αστέρι
.

Κι αν είμαι της vυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάvτα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης.
του μακρεμένου αγvαvτευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης

και με το καριoφίλι μου και με τ’ απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Kάλλιo φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιo ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανoίχτε, τάφοι,

και, δυvαμίτη, βρόvτηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοvτας και σε vαούς το Ψέμα.
Τωv πρωτογέvvητωv καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξαvάρχεται. Καλώς να ‘ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίvεται καvείς, και πάει κι όλο προσμέvει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια vτροπή το δένει.

Μα το τσεκούρι μοvαχά στο χέρι σαv κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και vιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές v’ αvοίξω,
και μ’ ενα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροvτήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε.
Γρικάω, βγαίvει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το