Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.
Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.
Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954).
Καρλ φον Λε Ζουίρ
Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς.
Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.
Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.
Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος.
Παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει αναγνωρίσει δημόσια τη ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμμιά αποζημίωση. Τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα όπου εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Εντούτοις όμως, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
Για τον αριθμό θυμάτων και επιζώντων από τη σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου αλλά για το συνολικό αριθμό των θυμάτων από την επιδρομή των Γερμανών στην περιοχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αντιφατικοί αριθμοί. Το ίδιο ισχύει και για τις τις υλικές καταστροφές.
Ανθρώπινες απώλειες
Απόρρητο τηλεγραφικό σήμα που έστειλε το τμήμα Ia της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, στις 31 Δεκεμβρίου 1943, προς το κεντρικό αρχηγείο του 68ου Σώματος Στρατού, αναφέρει πως, στα πλαίσια αντιποίνων, εκτελέστηκαν 696 Έλληνες σε όλη την περιοχή.
Στις 7 Νοεμβρίου 1944, στο έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας εναντίον που συνέταξε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για Εγκλήματα Πολέμου (UNWCC), αναφέρεται πως στα Καλάβρυτα εκτελέστηκαν είτε «περίπου 1.000» είτε «πάνω από 750» και έγινε δυνατό να ταυτοποιηθούν, ονομαστικά, 461 θύματα. Ο τελευταίος αριθμός στηρίχτηκε σε κατάλογο που συνέταξε το δημαρχείο Καλαβρύτων, υπό το νέο δήμαρχο Τάκη Σπηλιόπουλο (ένας από τους επιζώντες).
Στις 29 Δεκεμβρίου 1945, ο Σπηλιόπουλος δημοσίευσε τα 461 ονόματα του προαναφερθέντος καταλόγου, με την επιφύλαξη ότι «εκτός από τα αναφερθέντα, εκτελέστηκαν και άλλα πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων δεν έγινε δυνατό μέχρι σήμερα να διακριβωθούν». Το 1952, το Ελληνικό Γραφείο για Εγκληματα Πολέμου έστειλε στη γερμανική δικαιοσύνη τον κατάλογο αυτό, με παρόμοια επιφύλαξη για επιπλέον θύματα.
Το 1945, ο Κ. Καλαντζής δημοσίευσε κατάλογο 521 θυμάτων από την εκτέλεση στα Καλάβρυτα, όπου περιλαμβάνονται όμως και εκτελέσεις σε άλλες ημερομηνίες. Ο κατάλογος αυτό ανέφερε και την ηλικία των περισσότερων θυμάτων.
Στις 13 Ιανουαρίου 1946, ο δήμαρχος Τ. Σπηλιόπουλος κατέθεσε ενόρκως στις δικαστικές αρχές για «περίπου 800 ντόπιους και ξένους νεκρούς»ς και ο μητροπολίτης Πατρών Θεόκλητος για« 750 κατοίκους των Καλαβρύτων».
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη δίκη των στρατηγών νοτιοανατολικού χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε 1.390 νεκρούς μόνο στα Καλάβρυτα. Επιπλέον, μίλησε και για «επιπλέον 240 πρόσωπα, που βρίσκονταν εκείνη τη μέρα τυχαία στην περιοχή των Καλαβρύτων». Παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η υπεράσπιση, για τη βασιμότητα των αριθμών αυτών, η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη στην αιτιολόγηση της ποινής των 15 ετών που επιβλήθηκε σε έναν από τους κατηγορουμένους.
Το 1947, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε τον αριθμό των 1.436 νεκρών Καλαβρυτινών, χωρίς αναφορά πηγών ή άλλων λεπτομερειών.
Το 1949, ο Δ. Μαγκριώτης δημοσίευσε βιβλίο του κατάλογο 1.450 προσώπων που εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα στην Αχαΐα, σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το βιβλίο βασίστηκε σε πληροφορίες του Εθνικού Γραφείου Ερευνών για Εγκλήματα Πολέμου.
Το 1952, η Γερμανίδα Έρενγκαρντ Σαμ επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα, όπου την πληροφόρησαν ότι είχαν εκτελεστεί 800-1000 άνδρες. Με βάση αυτούς τους αριθμούς, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέταξε ένα υπόμνημα όπου αναφέρεται αριθμός για τα θύματα που οπωσδήποτε ξεπερνά τα 1.000.
Το 1962, και άλλοι επιζήσαντες ανέφεραν, σε ένορκες καταθέσεις τους, αριθμούς θυμάτων μεγαλύτερους από εκείνους που είχαν καταθέσει λίγο μετά το γεγονός. Οι αριθμοί αυτοί, κατά περίπτωση, ήταν «περισσότερα από 1.000 και λιγότερα από 1.500», «περίπου 1.200», «περίπου 1.250».
Το 1980, στο εκκλησάκι κάτω από το μνημείο, τοποθετήθηκαν χάλκινες πλάκες όπου αναγράφονται τα ονόματα 601 θυμάτων των εκτελέσεων της 13ης Δεκεμβρίου. Οι πλάκες αυτές, όμως, περιέχουν και ονόματα ανδρών που έχασαν τη ζωή τους σε άλλες περιοχές και υπό διαφορετικές συνθήκες.
Το 1992, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο, στη σειρά εγγράφων του Η Ευρώπη στη σκιά του αγγυλωτού σταυρού, αναφέρει 1.300 νεκρούς. Αργότερα, ο αριθμός αυτός υιοθετήθηκε από ελληνικές, αγγλικές και γερμανικές επιστημονικές μελέτες.
Μεταξύ 1992 και 1995, οι Καλαβρυτινοί Α. Δαφαλιάς και Φ. Σαρδελιάνος, μετά από εντατικές επιτόπιες έρευνες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των νεκρών της 13ης Δεκεμβριου ήταν κάτω από 500.
Εκτός των παραπάνω αριθμών που προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες ή ερευνητές, στο θέμα έχει αναφερθεί κατα καιρούς και ο ξένος (αγγλόφωνος και γερμανόφωνος) Τύπος, με αριθμούς που κυμαίνονται από 511 έως 1.200 θύματα.
Σύμφωνα με το Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, οι πραγματικοί αριθμοί εκτελεσθέντων πρέπει να εξαχθούν κυρίως από τα αρχεία της γερμανικής μεραρχίας, καθώς ο επικεφαλής της στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ είχε δώσει σαφείς εντολές[20] να καταγράφουν με ακρίβεια όχι μόνο τις απώλειες όλων των εμπλεκομένων στις μάχες αλλά και αυτές των θυμάτων από τα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Ότι οι Γερμανοί καταμέτρησαν τα θύματα πριν τους οδηγήσουν στον τόπο εκτέλεσης, επιβεβαιώνεται και από Γερμανό στρατιώτη που ήταν παρών. Έτσι, σε συνδυασμό με τις ελληνικές πηγές, ο Μάγερ καταλήγει στους εξής αριθμούς:
677 άτομα εκτελέστηκαν σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων και των γειτονικών χωριών. Ο αριθμός προκύπτει από τους 696 εκτελεσθέντες που ανέφερε η μεραρχία, αφού αφαιρεθούν οι 12 διαφυγόντες (οι Γερμανοί δεν ήξεραν ότι υπήρχαν διαφυγόντες).. Από αυτούς, τουλάχιστον 143 άνδρες εκτελέστηκαν πριν η μεραρχία μπει στα Καλάβρυτα. Συγκεκριμένα, εκτελέσεις έγιναν στους Ρωγούς (58), Κερπινή (37), Άνω και Κάτω Ζαχλωρού (21), Μονή Μεγάλου Σπηλαίου (22) και κοντά στην Κερπινή (5).
Στα Καλάβρυτα, τη 13η Δεκεμβρίου, εκτελέστηκαν 499 άτομα (ο αριθμός προκύπτει αφαιρώντας, από τους 511 της γερμανικής αναφοράς, τους 12 διαφυγόντες).
Άλλες καταστροφές
Το τηλεγράφημα της μεραρχίας αναφέρει πως καταστράφηκαν οι τοποθεσίες Ρωγοί, Κερπινή, σιδ. σταθμός Κερπινής, άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μονή Μεγάλου σπηλαίου, Μονή Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσοκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια. Ταυτόχρονα, έγιναν πυρπολήσεις σπιτιών και σε άλλα χωριά τα οποία δεν αναφέρει η γερμανική αναφορά.
Σύμφωνα με την τελική αναφορά της ηγεσίας της μεραρχίας, οι μάχιμες γερμανικές ομάδες άρπαξαν 1.930 πρόβατα, 19 βόδια, 27 ορεινά μικρόσωμα άλογα, 28 γαϊδούρια και 1 άλογο. Οι αρπαγές αυτές έγιναν, σύμφωνα με την ηγεσία της μεραρχίας, για να στερήσουν από τον πληθυσμό τις προϋποθέσεις διαβίωσης.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1943, η αναφορά δύο Ελληνίδων νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κάνει λόγο για 360 κατεστραμμένα σπίτια (από τα οποία απόμειναν μόνο οι τέσσερεις εξωτερικοί τοίχοι), εκκλησίες και σχολεία. Διασώθηκαν μόνο 15 σπίτια.
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη Δίκη των Στρατηγών Νοτιοανατολικού Χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε ότι αρπάχτηκαν 30.000 ζώα, από τα οποία 15.000 πρόβατα και 5.000 άλογα και βόδια.
Το 1946, το ελληνικό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ανέφερε σε στατιστική του ότι τα Καλάβρυτα είχαν 700 σπίτια, από τα οποία καταστράφηκαν τα 640.
Το 1946, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε χάρτη των Καλαβρύτων ο οποίος είχε καταρτιστεί πριν την καταστροφή, απ’ όπου προκύπτει ότι υπήρχαν 400 περίπου κτίρια, από τα οποία σώθηκε ποσοστό μικρότερο του 10%. Με τους αριθμούς αυτούς συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό και ο Α. Δαφαλιάς.
Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φ. Μάγερ, ο γερμανικός στρατός πυρπόλησε περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά από τα οποία τα περισσότερα λεηλατήθηκαν πριν την καταστροφή τους. Επίσης, οι κατοχικές δυνάμεις μετέφεραν στις βάσεις τους περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και έκλεψαν περίπου 260.000.000 δραχμές.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΣ ΝΙΚΑ
Η Φραντζέσκα Νίκα εξιστορεί τις φρικτές εικόνες από το ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα όπως το έζησε η ίδια. Μέρος της συνέντευξης, που είναι από το αρχείο του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, μεταδόθηκε στην εκπομπή «η Ελλάδα του Χίτλερ».
Νίκα Φραντζέσκα (Ν.Φ.): Εγκαταστάθηκα στα Καλάβρυτα στις 29 Δεκεμβρίου του 1941, όπου και έμεινα μέχρι τον Μάη του 1944 σε ένα θείο μου, όταν και ήρθα στην Αθήνα. Η ζωή στα Καλάβρυτα το 1942… θυμάμαι ήταν ένας φρικτός χειμώνας. Εκείνο το χειμώνα τον έβγαλα με ένα ζευγάρι λινά παπούτσια, που πήγαινα και ερχόμουνα στο σχολείο. Το δημοτικό σχολείο που έχει γίνει τώρα μουσείο, το είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το σχολείο είχε μετεγκατασταθεί σε ένα διώροφο σπίτι προς την Καλαβρυτινή. Στην τάξη ήταν περίπου 35 παιδιά, ίσως και παραπάνω.
Δημοσιογράφος (Δ): Πως ήταν τότε τα Καλάβρυτα;
Ν.Φ.: Ήταν ένα μέρος που έσφυζε από κόσμο. Ο κόσμος γλένταγε. Δεν τα έζησα εγώ πριν τα Καλάβρυτα, από ότι έχω ακούσει από διηγήσεις. Γλεντούσαν τη ζωή τους. Απλοί άνθρωποι ήταν στα Καλάβρυτα που κοίταζαν τα παιδιά τους να τα πάνε σχολείο, τις γυναίκες τους να φροντίζουν, την δουλειά τους να κάνουν… Οι πιο πολλοί ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι, είχαν πολλά πρόβατα. Δεν ήταν φτιαγμένοι για να γίνουν ήρωες, απλοί άνθρωποι ήταν. Θυμάμαι όμως πως κάποια παιδιά 20χρονα ή 18χρονα, όταν έγινε το αντάρτικο, φύγανε και ανέβηκαν στο βουνό.
Δ: Τι έγινε την ημέρα του ολοκαυτώματος;
Ν.Φ.: Στα Καλάβρυτα έγινε μία, ας το πούμε, προπαγάνδα. Όταν άνθρωποι, όπως ο γυμνασιάρχης, ο πρόεδρος της κοινότητας κ.α. έχουν παιδιά αντάρτες, τότε ο άλλος κόσμος, ο «απλός», γιατί να φύγει; Ήταν ένα αποκοίμισμα. Όλοι οι άντρες έμειναν μέσα στα Καλάβρυτα. Μιλάω για αποκοίμισμα γιατί οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει από Αύγουστο, όταν κάψανε τα Σουδενά και τα γύρω χωριά. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, σε όλα τα βουνά της Ελλάδας γίνονταν μάχες. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν από το Διακοφτό το Νοέμβρη. Για τις ημερομηνίες δεν είμαι σίγουρη ότι τις θυμάμαι. Δεν είμαι ιστορικός και δεν θέλω να μπλεχτώ σε πολλά πράγματα. Ξεκίνησε ένα τάγμα Γερμανών για να κάνει κάποια ανίχνευση. Στην Κερπίνη οι Γερμανοί δέχτηκαν επίθεση. Αιχμαλωτίστηκαν και στη συνέχεια σκοτώθηκαν περίπου 75 με 80. Οι αντάρτες ήταν ψηλά στα βουνά και οι Γερμανοί περνούσαν από κάτω χωρίς να ξέρουν τον δρόμο. Έχουν ειπωθεί πολλά για αυτή την επίθεση, ακόμα και πως οι Γερμανοί δεν ήταν μάχιμοι. Αμέσως είπαν πως θα υπάρξουν αντίποινα και ο κόσμος θορυβήθηκε. «Θα έρθουν στα Καλάβρυτα; τι θα γίνει στα Καλάβρυτα;», όλοι ανησυχούσαν.
Όσοι από τους Γερμανούς αιχμαλώτους δεν σκοτώθηκαν πήγαν στα Μαζέικα. Εκεί τους «περιποιήθηκαν» και οι Μαζέοι και οι Καλαβρυτινοί. Εμείς εκείνες τις ημέρες δεν πολυβγαίναμε έξω. Αυτή ήταν και η αφορμή. Γιατί όπως μας μάθανε στο σχολείο, άλλα τα αίτια του πολέμου, και άλλες οι αφορμές. Τα αίτια ήταν άλλα και έγινε αυτό το κακό που έγινε. Ο θάνατος των αιχμαλώτων ήταν η αφορμή.
Δ: Μετά από αυτό επικράτησε ανησυχία;
Ν.Φ.: Το χωριό ήταν ανήσυχο πάντα. Δηλαδή όταν ερχόντουσαν οι Γερμανοί, από όσο θυμάμαι από τον θείο μου, φεύγανε οι Καλαβρυτινοί και πηγαίνανε στα βουνά.
Δ: Που πηγαίνατε;
Ν.Φ.: Στα βουνά. Αλλά στις 13 Δεκεμβρίου, δεν ήταν εύκολο να φύγεις και να πας στα βουνά. Μαζεύτηκαν και κάποιοι, κουβέντιασαν, και ο θείος μου γύρισε και μου είπε πως και αποφασίσανε να μη φύγουμε. Άλλωστε πού να πάμε μέσα στον χειμώνα και πού να φύγουμε και δεν ξέραμε και τι θα βρούμε στον δρόμο. Βέβαια οι φήμες πως οι Γερμανοί έρχονται στα Καλάβρυτα ήταν έντονες. Κάθε φορά που οι αντάρτες έδιναν το σύνθημα πως οι Γερμανοί φτάνουν στα Καλάβρυτα, εμείς φεύγαμε. Όταν η πληροφορία δεν επαληθεύονταν τότε επιστρέφαμε. Αυτό γινόταν όλο το καλοκαίρι, μέχρι που έφτασε η μέρα, 9 του Δεκέμβρη, που οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Ένα τάγμα περίπου 200 στρατιωτών. Μπήκανε από παντού, από τα Μαζέικα, από την Τρίπολη, από το Διακοφτό, από την Πάτρα, κύκλωσαν τα Καλάβρυτα.
Δ: Τι έγινε εκείνη την ημέρα;
Ν.Φ.: Οι Γερμανοί ήρθαν την Πέμπτη, εμείς τουλάχιστον κλειστήκαμε στα σπίτια μας, κάποιοι άλλοι κυκλοφορούσαν. Εμένα δεν με άφηνε ο θείος μου να βγω έξω, κι εκείνος κλείστηκε στο σπίτι, φοβόταν όλες τις μέρες. Φοβόταν πάρα πολύ. Νομίζω ότι την πρώτη μέρα βρήκανε τρεις αιχμαλώτους που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες και τους είχαν πετάξει σε ένα πηγάδι. Κάποιος μαρτύρησε πού είναι. Και τους βγάλανε να πάνε να τους θάψουνε. Και πήγανε όλοι, οι άντρες τουλάχιστον, στην κηδεία τάχα μου, που κάνανε οι Γερμανοί. Μετά κάνανε κάποια συγκέντρωση και μίλησε ένας Γερμανός και είπε ότι εμείς δεν ήρθαμε εδώ να κάνουμε καμιά ζημιά. Ήρθαμε φιλικά, είπε και κάτι τέτοια. Κάπως καθησυχαστήκαμε. Όμως τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας, περιμένοντας να μάθουμε πως έφυγαν. Ανοίγαμε τα παντζούρια και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν έχει μάθει πότε θα φύγουν. Εν τω μεταξύ όλες τις μέρες αυτές, οι Γερμανοί είχανε βάλει πολυβόλα στην Αγία Βαρβάρα, παντού, δηλαδή γύρω στα βουνά και χτυπούσαν κάθε τόσο, άκουγες τα πολυβόλα και δεν ήξερες τι γίνεται έξω.
Μετά άρχισαν να καίνε σπίτια ανταρτών. Κάψανε και το ξενοδοχείο τον Χελμό, γιατί εκεί κρύβονταν αντάρτες. Ενός αντάρτη το σπίτι δεν το έκαψαν γιατί είχε δίπλα σπίτια και δεν ήθελαν να προκαλέσουν κάποια ζημιά σε αυτά. Τελικά αποφάσισαν να το γκρεμίσουν. Θέλω να πω πως χτυπούσαν μόνο τα σπίτια των ανταρτών.
Κάποιοι που γνώριζαν γερμανικά, όπως η κόρη του διευθυντή των φυλακών στα Καλάβρυτα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Γερμανοί, ξέρανε πως θα υπάρξουν εκτελέσεις. Όπως μου είπε ο αδερφός της, ένας από τους Γερμανούς, μία ημέρα πριν, την προειδοποίησε για το ολοκαύτωμα. Της είπε να πάρει τον πατέρα της και να φύγουν γιατί αύριο βράδυ θα σκοτώσουν όλους τους άντρες. Η ίδια το είπε στον πατέρα της και αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε τον γιατρό, τον Χάμσα. Όμως ο γιατρός δεν τον πίστεψε. Άλλωστε ήταν και νύχτα, πού να πάνε. Τα πολυβόλα ήταν παντού γύρω και ακούγονταν όλη τη νύχτα. Δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι οι Γερμανοί θα σκοτώναν όλους τους άνδρες. Ήταν ασύλληπτο. Δηλαδή να σκοτώσουν όλους τους άνδρες, από 13 χρονών παιδιά; Δεν το βάζεις καν στο μυαλό σου. Μα γιατί, για ποιο λόγο; Άντε να πάρουν από το σωρό και να σκοτώσουν 50, 100. Όλους τους άντρες; Από 13 χρονών μέχρι 80. Μείνανε μόνο 5 με 6 γέροι;
Το επόμενο πρωί ξαφνικά άρχισαν να χτυπάν οι καμπάνες. Είπανε να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία. Μας είπαν να πάρουμε μαζί μας ψωμί για μία ημέρα και μία κουβέρτα ο καθένας. Ξεκινήσαμε να πάμε στην πλατεία. Στο δρόμο συναντούσαμε και άλλους ανθρώπους. Είχε μία ομίχλη που δεν την είχα ξαναδεί στα Καλάβρυτα. Να ήταν 7:00, να ήταν 8:00, το πρωί δεν ξέρω, γιατί αμέσως ετοιμαστήκαμε και αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Περπατούσαμε σαν μπουλούκια, δηλαδή έβλεπες τον παππού με τα δυο εγγόνια, έβλεπες τον πατέρα, έβλεπες την μάνα με τα μωρά, όλους στο δρόμο. Αυτό το μπουλούκι είναι κάτι που έρχεται σαν κινηματογραφική ταινία στο μυαλό. Άνθρωποι τρομαγμένοι. Ο ένας ρωτούσε τον άλλον αν έχει μάθει τι έχει συμβεί. Tα παιδιά προσπαθούσαν να πούνε κάτι πιο χαρούμενο, όμως οι γονείς δεν τους άφηναν. “Αφήστε τις κουβέντες”, μας έλεγαν. Προσπαθούσαμε σαν παιδιά να μαζευτούμε σε κάποια σημεία, όμως οι μεγάλοι μας αγριοκοίταζαν. Φοβόντουσαν μη χαθούμε. Πρόσεχαν να μην χαθούν οι οικογένειες.
Όταν φτάσαμε ένας Γερμανός μας χώρισε σε άνδρες και γυναίκες. Έγινε μία διαλογή των ανδρών. Αυτό ήταν κάτι πολύ τρομερό. Δεν θέλω να το θυμάμαι καθόλου. Δεν θέλω να θυμάμαι αυτή την σκηνή, δηλαδή τη στιγμή που χωρίσανε οικογένειες. Είδα τον θείο μου να τον παίρνουν. Δεν πρόλαβε καν να φιλήσει τη θεία μου. Από το ένα χέρι κρατούσε εμένα και από το άλλο τη θεία μου. Μας άφησε και φύγαμε. Εμείς πήγαμε αριστερά και δεξιά πήγανε τους άνδρες. Η θεία μου άνοιξε την πετσέτα που είχε το ψωμί και μου έδωσε ένα κομμάτι. Από τότε δεν τους ξαναείδαμε.
Δ: Ξέρατε ότι τους πάνε για εκτέλεση; Τι γνωρίζατε εκείνη την ώρα;
Ν.Φ.: Όχι, εκείνη τη στιγμή δεν το ξέραμε. Είχαμε ένα φόβο, αλλά δεν μπορούσες να βάλεις στο μυαλό σου αυτό το πράγμα. Ήταν αδύνατο να σκεφτείς πως θα πάρουν όλο αυτό το ανδρικό πληθυσμό και θα τους σκοτώσουν. Δεν ξέραμε τι θα τους κάνουν. Εμείς βλέπαμε μόνο κάτι άγριους, βλοσυρούς ανθρώπους, που αν τους φέρω τώρα στο μυαλό μου πρέπει να ήταν παιδάκια 19 και 20 χρονών. Αν είναι δυνατόν.
Δ: Ήταν η τελευταία φορά που είδατε τους άνδρες του χωριού σας και τους συμμαθητές σας;
Ν.Φ.: Ναι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά.
Δ: Μετά τι έγινε;
Μας έκλεισαν στο σχολείο. Επικρατούσε ένας πανζουρλισμός. Μία αίθουσα γεμάτη γυναικόπαιδα και ανάμεσά μας και δύο τρεις γέροι. Εκεί μείναμε ώρες. Αιώνες μας φάνηκαν. Δεν είχαμε και νερό μαζί μας. Θυμάμαι πως κάποια λιποθύμησε και μόνο τότε βρέθηκε λίγο νερό για να τη συνεφέρουν. Μία γυναίκα, η Μπακούλα, η Μπαρελά, καθόταν σε ένα παράθυρο και έλεγε “όχι ρε γυναίκες που θα το ρίξουμε τώρα στην λιποθυμία, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε”. Ήταν κάποιες δυναμικές, 30αρες, παντρεμένες με παιδιά, που προσπαθούσαν να δώσουν θάρρος στις άλλες. Άλλες πάλι είχαν πάρει εικόνες μαζί τους. Γυρίζανε με αυτές και ζητούσαν από εμάς τα παιδιά να προσκυνήσουμε και να προσευχηθούμε. Εμάς θα μας ακούσει καλύτερα ο Θεός έλεγαν. Επικρατούσε πανζουρλισμός. Μετά αρχίσανε να βάζουν φωτιά στα πρώτα σπίτια των Καλαβρύτων. Θα κάψουν τα σπίτια που είναι στην άκρη, λέγαμε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα έκαιγαν όλα τα Καλάβρυτα. Έτσι ξεκίνησαν από την άκρη και προχωρούσαν προς το κέντρο. Από το σχολείο είδαμε να καίνε και την Αγία Βαρβάρα. “Οι αντίχριστοι”, λέγαμε, “καίνε την Αγία Βαρβάρα”. Ξεκίνησαν τέτοιες συζητήσεις. Μέσα σε λίγη ώρα η φωτιά έφτασε στην τράπεζα και στα δικαστήρια, απέναντι από το σχολείο. Οι καπνοί άρχισαν να μας πνίγουν. Κάποιες έσπαγαν τζάμια. Μία γυναίκα πήδηξε από το παράθυρο και οι υπόλοιπες της πετούσαν τα παιδιά. Είχε απλώσει την ποδιά της και της πετούσαν τα παιδιά. Αυτή τα άφηνε ένα ένα κάτω στο χώμα. Άλλες προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα. Κάποιοι λένε ότι την πόρτα την άνοιξε ένας γερμανός. Κανένας γερμανός δεν την άνοιξε. Εγώ θυμάμαι ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, όμως στον πανικό μας εμείς την σπρώχναμε προς τα έξω, ενώ αυτή άνοιγε προς τα μέσα. Έπρεπε να στριμωχτούμε πολύ για να την ανοίξουμε. Τελικά άνοιξε και τρέξαμε προς την έξοδο. Ένας γερμανός βάραγε με τον υποκόπανο για να αραιώσουμε. Νομίζω πως δεν είχαν διαταγή να μας κάψουν. Βέβαια αυτό δεν το ξέρει κανένας, ωστόσο, αν είχαν τέτοια διαταγή θα βάζανε φωτιά γύρω από το σχολείο, όπως έκαναν στα σπίτια, και θα μας καίγανε. Βγήκαμε έξω μπουλούκια, άλλοι ξυπόλυτοι και άλλοι γυμνοί. Οι φωτιές από τα διπλανά σπίτια ήταν πολύ κοντά μας. Οι περισσότερες πήγαμε κατά τον σταθμό και κατά τα αμπέλια, γιατί δεν υπήρχε και άλλος δρόμος για να πάμε. Και εκεί καθόμασταν σαν χαζές και βλέπαμε τα Καλάβρυτα που καιγόντουσαν. Τους άντρες δεν τους βλέπαμε πουθενά, τίποτα. Κάποια στιγμή, λέω στην θεία μου, θα πάω προς τα πάνω, προς το σχολείο, να δω μήπως μπορέσω και πάω στο σπίτι, τάχα μου, είχαμε κρύψει κάτι χρυσαφικά, τρίχες.
Μου φωνάζει η θεία μου πρόσεχε, γιατί πέφτουν καδρόνια, μη περάσεις από τον δρόμο. Έξω από το σχολείο είχανε σταυρώσει τα χέρια σε μια γυναίκα, που την είχανε πατήσει, την Κρινιώ την Τσαβαλά και καθόντουσαν οι συγγενείς της και την κλαίγανε.
Δ: Πώς την είχανε πατήσει;
Όπως βγήκαμε.
Δ: Την είχαν ποδοπατήσει στον πανικό κατά την έξοδο;
Είχε πέσει κάτω. Την πατήσανε και πέθανε. Καθόντουσαν και την κλαίγανε. Ξαφνικά κάποιοι φώναξαν “νάτοι, νάτοι οι άνδρες”. Ήταν σε μία πλαγιά. Η πλαγιά ήταν κατακόκκινη, αλλά βλέπαμε και κάποιους να περπατάνε. Είχαν φτάσει κάποιες γυναίκες τελικά στο σημείο. Αυτές ήταν που περπατούσαν. Όσες ήμασταν στο σημείο αφήνουμε την πεθαμένη και τρέχουμε προς την πλαγιά. Από εκεί κατέβαινε μία γυναίκα. “Που πάτε; Τι πάτε να δείτε βρε γυναίκες; Όλους τους άντρες τους σκότωσαν”. Δεν είναι εύκολο να το πιστέψεις. Τι πάει να πει “όλους τους άνδρες”. Τι θα πει “τους σκότωσαν όλους”. Προχωρήσαμε προς το βουνό, προς το σημείο που τους σκοτώσανε, μέσα από κάτι δρομάκια που είχαν φτιαχτεί για τα γίδια και από χωράφια συρματοπλεγμένα. Μόλις ανεβήκαμε στην πλαγιά, φτάσαμε σε ένα επίπεδο σημείο, όπου αντικρίσαμε αμέσως τους νεκρούς. Ήταν κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω. Ο καθένας έψαχνε τον δικό του άνθρωπο, μήπως και ήταν ζωντανός, μήπως είχε απλά τραυματιστεί. Ανεβαίνοντας στην πλαγιά είχαμε δει δύο τραυματίες που κατέβαιναν. Εγώ θυμάμαι ανοιγόκλεινα τα μάτια μου. Έλεγα δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί, κοιμάμαι, δεν είναι δυνατόν να το βλέπω αυτό. Μέσα σε λίγα λεπτά συνήλθα. Άρχισα να ψάχνω για τον θείο μου.
Με φώναξε ο Νικολαϊδης, ένας τραυματισμένος, ήταν σε μια ρεματιά. Βαστούσα την κουβέρτα, ήταν και γείτονας μου και μου είπε, Φραντζέσκα, ρίξε μου την κουβέρτα που κρατάς και εγώ του έλεγα άλλα. “Μήπως είδες πουθενά τον θείο μου;”, τον ρωτούσα. Αυτός με παρακάλαγε να του ρίξω την κουβέρτα, εγώ την βάσταγα στην μασχάλη μου, δεν την έριχνα, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, αλλά είδα μια γυναίκα που πήγε και τον σκέπασε, που έτρεμε από το κρύο, ήταν τραυματισμένος πολύ.
Μετά ήρθε και η θεία μου. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της που ήταν πάρα πολύ αγριεμένα και της το είπα. “Δεν μπορώ να σε κοιτάζω, είναι πολύ αγριεμένα τα μάτια σου”, της είπα. Και με έπιασε από το χέρι και μου λέει, “έλα κοριτσάκι μου, και τα δικά σου τα μάτια είναι αγριεμένα. Πάμε να βρούμε τον θείο σου”. Ψάξαμε πάρα πολύ. Όταν τον βρήκαμε, ήταν πολύ άσχημα. Η σφαίρα είχε μπει από το στόμα, του είχε χαλάσει το κάτω χείλος, από τον λαιμό του τρέχανε αίματα. Έβαλα τα χέρια μου κάτω, για να του στρώσω. Της φώναζα της θείας μου να του βγάλουμε το παλτό, είναι καλύτερα να του σταυρώσουμε τα χέρια. Δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή είχα ζήσει αρκετούς θανάτους στο σπίτι είχα ακούσει που λέγανε σταυρώστε τους τα χέρια γρήγορα, να μη παγώσουνε. Έλεγα σε όλες τις γυναίκες, να τους ισιώσουμε, να προσπαθήσουμε να τους ισιώσουμε. Όλες κάτι έλεγαν, αλλά θυμάμαι εγώ έλεγα προσπαθήστε να τους σταυρώσουμε τα χέρια. Και λέγαμε, τι θα τους κάνουμε τώρα; Θα τους θάψουμε εδώ; Η μια γυναίκα κοίταγε την άλλη. Πού θα τους θάψουμε, τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα; Όλες οι γυναίκες ήταν χαμένες.
Οι γυναίκες οι μεγάλες σε ηλικία, που ήταν 50 με 60 χρόνων και τους είχαν εκτελέσει τον πατέρα, το παιδί, τον άντρα, τον κουνιάδο, τον αδελφό, αυτές που είχαν πάρα πολλούς νεκρούς, κάποιες μεγάλες φαμίλιες, τσοπαναραίοι ας πούμε, που είχαν πάρα πολλά παιδιά, είχαν και πολλούς σκοτωμένους. Κοίταζες τον εαυτό σου και έλεγες κάποια στιγμή, εγώ δεν είμαι και τίποτα, έναν έχω. Έφτασα δηλαδή στο σημείο να νιώθω πως εντάξει εγώ έχω μόνο έναν νεκρό.
Δ: Οι μανάδες που έβλεπαν νεκρά τα παιδιά τους;
Θυμάμαι συγκεκριμένα την Κελαϊδίτη. Είχα συμμαθητή, έναν από τα παιδιά της. Ήταν τρία αγόρια, ο Λεωνίδας, ο Δημήτρης και δεν μπορώ να θυμηθώ τον άλλον. Η μάνα τους και η θεία τους καθόντουσαν από πάνω τους σαν χαμένες. Εμείς πηγαίναμε πάνω κάτω στην πλαγιά. Κατεβάζαμε τους νεκρούς και άλλες έσκαβαν για να τους θάψουμε. Είπα σε αυτή τη γυναίκα πως ο ένας της γιος ήταν συμμαθητής μου και πως αν θέλει μπορώ να τη βοηθήσω να τον κατεβάσει. Αυτή με κοίταζε σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγα. Της πήρα την κουβέρτα από τα χέρια και την έστρωσα κάτω. Της έδειξα πως μπορούμε να βάλουμε πάνω ένα παιδί και να το κατεβάσουμε κάτω. Με ακολούθησε σαν χαμένη, σαν να ήμουν και εγώ δεν ξέρω τι. Κατεβάσαμε τον ένα της γιο. Εγώ ξανανέβηκα. Μία θεία μου με είχε φωνάξει να τη βοηθήσω να κατεβάσει το ένα της παιδί, το Σωτηράκη. “Έλα παιδάκι μου να με βοηθήσεις να κατεβάσουμε το Σωτηράκη μου κάτω”, μου είπε. Και κάθε φορά που κατέβαινα κάτω έβλεπα τη θεία μου να φτιάχνει κάτι. Πως φτιάχνουν δηλαδή ένα λείψανο, πως το στολίζουν, κάπως έτσι.
Δ: Συνολικά πόσοι άνδρες εκτελέστηκαν;
Τα πρώτα χρόνια είχαν πει για 1.300. Δεν είναι τόσοι. Νομίζω πως τελευταία λένε πως πρέπει να ήταν 689, κάπου τόσοι. Έχουν σταθεί όλοι στο πόσοι άνδρες σκοτώθηκαν. Εγώ απαντάω : Όλοι. Όλοι.
Δ: Εσείς και η θεία σας θάψατε τον θείο σας;
Ναι. Με ένα σκερπάνι. Δεν ξέρω που το βρήκαμε. Λογικά θα μπήκαν και θα τα πήραν από κάποια χωράφια. Σκάβαμε και με τα νύχια μας. Μπορεί να ξεκινούσες με κάποιο εργαλείο, όμως μετά στο άρπαζαν για να σκάψουν και οι άλλοι. “Έλα να βοηθήσεις”, σου έλεγαν. Εμείς είχαμε έναν νεκρό. Άλλοι είχαν τρεις να θάψουν. Σκάβανε και τους έβαζαν δίπλα, δίπλα. Εγώ με τη θεία μου τσακωνόμασταν γιατί του άφησε το παλτό. Και μετά δεν μπορούσαμε να του το βγάλουμε. Τσακωνόμασταν για ένα παλτό. Τον ακουμπήσαμε κάτω. Δεν τολμούσαμε να του ρίξουμε χώμα στο πρόσωπο. Είναι πολύ φριχτό. Τον σκεπάσαμε με χώμα μέχρι το λαιμό. Στο πρόσωπο δεν του ρίχναμε με τίποτα. Η θεία μου έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της και του σκέπασε το πρόσωπο. Κόψαμε και κάτι κλαράκια τα ρίξαμε από πάνω. Έτσι γρήγορα, για να τελειώσουμε και να βοηθήσουμε κάποιους διπλανούς. Μετά επιστρέψαμε στο κέντρο. Περπατήσαμε ανάμεσα στα καμένα. Κατεβήκαμε από το νεκροταφείο, διασχίσαμε την πρώην αγορά. Είδαμε τα καμένα σπίτια, τα καμένα μαγαζιά, στην πλατεία τα τύμπανα της φιλαρμονικής σκορπισμένα και καμένα.
Δ: Είχαν κάνει πλιάτσικο πριν τα κάψουν;
Ναι. Μεγάλο πλιάτσικο. Ό,τι είχανε τα σπίτια πολύτιμο και τους άρεσε, το πήρανε. Όταν φτάσαμε στο σπίτι μας, τα στρώματα ήταν αναποδογυρισμένα δεν ξέρω τι βρήκανε και τι πήρανε, δεν μπορώ να θυμηθώ. Όταν μπήκα στο σπίτι, ήταν πάρα πολλές γυναίκες μέσα, δεν μπήκαμε πρώτες εγώ και η θεία μου, ανοιχτές ήταν οι πόρτες. Ήταν κάτω το συμβολαιογραφείο του θείου μου, ήταν στο ισόγειο και είχανε βάλει φωτιά στα συμβόλαια.
Δ: Οι Γερμανοί είχαν φύγει;
Ναι είχαν φύγει. Εκεί στα αμπέλια που περιμέναμε τους είδαμε να περνούν, καμία 70αριά, τραγουδώντας ένα γερμανικό τραγούδι. Είχαν και το φόβο μην τους επιτεθούν οι αντάρτες από τα βουνά. Από μακρυά τους βλέπαμε. Πρέπει να ήταν νέοι…
Δ: Έλληνας ήταν μαζί τους;
Δεν το ξέρω, αλλά κάποιοι είπαν πως άκουσαν και ορισμένους να μιλούν ελληνικά.
Δ: Είπατε πως τα Καλάβρυτα είχαν πολλούς αντάρτες. Ανθρώπους που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς είχαν;
Ούτε κι αυτό μπορώ να το ξέρω. Λέγανε για κάποιους. Δεν μου αρέσει να απαντάω στο αν υπήρχαν δωσίλογοι…
Δ: Συχνά λένε πως μαζί με τους Γερμανούς πηγαίναν και Έλληνες ώστε να τους υποδεικνύουν τα σπίτια των ανταρτών…
Πρέπει να έγιναν και τέτοια. Αλλά δεν θέλω να τα συζητάω. Αυτά έχουν γραφτεί από κάποιους άλλους. Άλλοι τα είδανε, άλλοι δεν τα είδανε. Μαθαίναμε μετά ότι ο τάδε ήτανε δωσίλογος… Δεν με ενδιαφέρει τι ήτανε. Δεν μπορώ να αμαυρώσω τη μνήμη μου, χωρίς να το ξέρω από πρώτο χέρι. Ξέρω κάποια ονόματα, αλλά δεν έχει και καμιά σημασία νομίζω…
e-prologos.gr