Γιάννης Κουκουλάς
Πριν από δεκαπέντε χρόνια βγήκαν στο φως οι περιβόητες φωτογραφίες από τα βασανιστήρια των Αμερικανών στρατιωτών με θύματα Ιρακινούς κρατούμενους στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ στη Βαγδάτη. Πώς αντιμετώπισαν τότε οι γελοιογράφοι τη χυδαιότητα του αμερικανικού στρατού και πώς το έγκλημα δεν έχει ξεχαστεί μέχρι σήμερα;
Το εξαιρετικό «The Working Dead…End» του συνεργάτη μας Πάνου Ζάχαρη, που παρουσιάσαμε την περασμένη εβδομάδα, μας έδωσε την αφορμή να θυμηθούμε τη φρίκη των βασανιστηρίων του Αμπού Γκράιμπ. Σε ένα ολοσέλιδο επεισόδιό του, ο Ζάχαρης παρουσιάζει τη Λίντι Ινγκλαντ, Αμερικανίδα στρατιωτίνα στις φυλακές της ιρακινής πρωτεύουσας το 2004, να σέρνει έναν αναίσθητο κρατούμενο με λουρί και να χαμογελά με χαιρεκακία βλέποντας άλλους κρατούμενους, γυμνούς και με σακούλες στα κεφάλια.
Σκοπός του Ζάχαρη είναι να καυτηριάσει με σαρκαστικό χιούμορ την απάθεια των Αμερικανών τηλεθεατών που δεν ένιωσαν συγκλονισμένοι από την απανθρωπιά και το μίσος απέναντι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, αλλά ενοχλήθηκαν από το τσιγάρο στο στόμα της βασανίστριας. Για να περάσει το μήνυμά του, ωστόσο, επανέφερε εσκεμμένα στη μνήμη των αναγνωστών αυτές τις σοκαριστικές σκηνές.
Οι ίδιες σκηνές είχαν χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη σε γελοιογραφίες της εποχής, ειδικότερα τον Απρίλιο του 2004, όταν και έγιναν γνωστές παγκοσμίως οι φωτογραφίες των βασανισμών. Σε ειδικό κεφάλαιο με τίτλο «Abu Ghraib Prison» η ετήσια ανθολογία «The Best Political Cartoons of the Year 2005», με γελοιογραφίες της προηγούμενης χρονιάς, σε επιμέλεια των Daryl Cagle και Brian Fairrington (εκδόσεις Que), παρουσιάζει μια επιλογή από δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις.
Σε ορισμένες από αυτές αρνητική πρωταγωνίστρια είναι η Λίντι Ινγκλαντ, που για τις αποτρόπαιες πράξεις της αποτάχθηκε από τον αμερικανικό στρατό και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση. Εξέτισε τη μισή ποινή της και έκτοτε δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει ότι δεν έχει μετανιώσει για όσα έκανε καθώς, όπως λέει, τα έκανε για τη χώρα της εν καιρώ πολέμου.
Σε γελοιογραφία τού Robert Ariail, η Ινγκλαντ σέρνει με το λουρί το άγαλμα του θείου Σαμ, τον οποίο έχει αποκαθηλώσει από το βάθρο των υποτιθέμενων ηθικών αξιών που πρεσβεύει, ενώ σε άλλη γελοιογραφία του Jeff Koterba οι πράξεις της παραλληλίζονται με τις τρομοκρατικές ενέργειες του ISIS, που οι Αμερικανοί τις χαρακτηρίζουν διαβολικές, ενώ για τις δικές της αρκέστηκαν στον χαρακτηρισμό «βλακώδεις».
Στην πολιτική ηγεσία στοχεύει η γελοιογραφία του Mark Streeter, που παρουσιάζει την Ινγκλαντ να προσφέρει στον τότε υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, το λουρί με το οποίο σέρνει τους κρατούμενους, και σε παρόμοιο κλίμα ο John Sherffius καταλογίζει ευθύνες στη στρατονομία, τη διανόηση, τη στρατιωτική ηγεσία, το Πεντάγωνο, τον Ράμσφελντ και εντέλει στον ίδιο τον τότε πρόεδρο, Τζορτζ Μπους, που βρίσκεται στην άλλη άκρη του λουριού στο οποίο είναι δεμένος ο άτυχος Ιρακινός.
Αν, όμως, το πρόσωπο στο οποίο συμπυκνώθηκε γελοιογραφικά η αμερικανική κτηνωδία ήταν αυτό της Ινγκλαντ, η εικόνα που κυριάρχησε και έγινε σύμβολο των διαμαρτυριών ενάντια στα βασανιστήρια ήταν αυτή ενός ανώνυμου Ιρακινού με κουκούλα στο κεφάλι, μια βρόμικη και σκισμένη κουβέρτα για μόνο ένδυμα και ηλεκτροφόρα καλώδια στα χέρια.
Ο Steve Breen τοποθετεί τη σιλουέτα του Ιρακινού στο (τραυματισμένο) μάτι του θείου Σαμ, ο Jim Morin βάζει τον ίδιο τον θείο Σαμ, με το καπέλο να του καλύπτει το πρόσωπο, στην ίδια θέση, ο Mike Thompson ειρωνεύεται τις επιλεκτικές ευαισθησίες των Αμερικανών που λεκτικά καταδικάζουν τα βασανιστήρια αλλά επιτρέπουν στην Κου Κλουξ Κλαν να διαπράττει ρατσιστικά εγκλήματα, ο Michael Ramirez τοποθετεί στη θέση του ταπεινωμένου Ιρακινού την αμερικανική αξιοπιστία, ο Steve Benson επιλέγει τον Ράμσφελντ στην ίδια πόζα να δηλώνει υποκριτικά: «Αισθάνομαι τον πόνο σας», και ο Paul Conrad βάζει τον ίδιο τον Τζορτζ Μπους να ποζάρει στη στάση του κρατούμενου για να τον «ξεσκεπάσει».
Στο έργο του Steve Greenberg η εικόνα του θύματος γίνεται αστέρι στην αμερικανική σημαία με τη ρητορική ερώτηση: «Τι απέγιναν οι αξίες που μεταδίδουμε στον κόσμο;», ενώ ο David Catrow παρομοιάζει τον Ιρακινό με τη βελόνα της «ηθικής πυξίδας» των ΗΠΑ που έχουν πλήρως απολέσει τον μπούσουλα και πορεύονται με μόνο κριτήριο την άνευ όρων και ορίων επίδειξη ισχύος.
Πιο σκληρό είναι το σκίτσο χωρίς λόγια του Dennis Draughon που δημιουργεί ένα γελοιογραφικό κολάζ από την περιβόητη φωτογραφία του Nick Ut με τα καμένα παιδιά από τις αμερικανικές ναπάλμ στο Βιετνάμ του 1972 και τον Ιρακινό κρατούμενο να τρέχει μαζί τους ως ακόμη ένα θύμα της στρατιωτικής βίας.
Με τον τίτλο «Rumsfailed», ο John Sherffius σκιτσάρει τον Ντόναλντ Ράμσφελντ να ατενίζει βλοσυρός τον Ιρακινό και ένα φέρετρο, τυλιγμένο με την αστερόεσσα που αντανακλώνται στα γυαλιά του, ενώ ο Rob Rogers τοποθετεί και αυτός τον Τζορτζ Μπους στο «βάθρο» του κρατούμενου να συλλογίζεται ότι το βρομερό και αυτοσχέδιο ρούχο του δεν τον κάνει να αισθάνεται όπως με το σκηνοθετημένο τζάκετ που φορούσε όταν φωτογραφιζόταν να πετά με τα μαχητικά αεροπλάνα για να εμψυχώσει τους Αμερικανούς πιλότους.
Ακόμη ένα φέρετρο με την αμερικανική σημαία να μπαίνει στο αεροπλάνο για να μεταφερθεί στις ΗΠΑ δίπλα στην εικόνα του «εσταυρωμένου» Ιρακινού σκιτσάρει ο Bruce Beattie και αναρωτιέται, ρωτώντας παράλληλα και τους αναγνώστες του: «Για ποια από τις δύο εικόνες θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο η κυβέρνηση του Μπους;».
Στην ωμότητα και τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ δεν αντέδρασαν με τα έργα τους μόνο οι πολιτικοί γελοιογράφοι αλλά και μια σειρά εικαστικοί καλλιτέχνες που δημιούργησαν έργα εμπνευσμένα από τις φρικαλεότητες του Αμπού Γκράιμπ για να τις καταγγείλουν.
Πιο γνωστός από αυτούς είναι αναμφίβολα ο Κολομβιανός Φερνάντο Μποτέρο, ένας καλλιτέχνης που, έτσι κι αλλιώς, με την τεχνοτροπία του, τις παραμορφωμένες φιγούρες των προσώπων των πινάκων του και των γλυπτών του και τα συνήθη θέματά του προσεγγίζει συχνά το γελοιογραφικό στιλ. Ο Μποτέρο, το 2004 και το 2005, συγκλονισμένος και βαθύτατα ενοχλημένος από τις εικόνες των βασανιστηρίων, φιλοτέχνησε περισσότερους από 50 πίνακες βασισμένους στις φωτογραφίες από την ιρακινή φυλακή, τους εξέθεσε σε διάφορες χώρες και τους περιέλαβε στο βιβλίο του με τίτλο «Abu Ghraib».
Μπορεί σε αυτούς να μην πρωταγωνιστεί η Λίντι Ινγκλαντ και οι εγκληματίες συνάδελφοί της, αλλά παρουσιάζονται δεκάδες άλλοι Αμερικανοί βασανιστές να ξυλοκοπούν, να φτύνουν, να βασανίζουν, να κρεμούν τους Ιρακινούς, να ουρούν πάνω τους, να τους βιάζουν, να τους απειλούν με σκυλιά και με εικονικές εκτελέσεις, να τους δολοφονούν.
Η συγκεκριμένη σειρά έργων του Μποτέρο είναι μία από τις ελάχιστες που δεν έχει ούτε κατ’ ελάχιστον χιουμοριστικές αιχμές και διαστάσεις. Αποτελείται από πίνακες σκληρούς και σχέδια τραχιά, που φαίνεται πως υλοποιήθηκαν υπό καθεστώς οργής απέναντι στην αμερικανική βαναυσότητα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις γελοιογραφίες για το Αμπού Γκράιμπ. Δεν προκαλούν «γέλιο» και δεν είναι φτιαγμένες για κάτι τέτοιο. Προκαλούν οργή και υπενθυμίζουν το έγκλημα ώστε οι αμέτρητοι «Ινγκλαντ» του αμερικανικού στρατού να μην το επαναλάβουν.
Πηγή: efsyn.gr
e-prologos.gr