Το πρωινό της Παρασκευής 8 Νοεμβρίου ο Λάμπρος Γούλας εμφανίστηκε στον εισαγγελέα φορώντας χειροπέδες και κολάρο στον αυχένα, κουτσαίνοντας και φέροντας εμφανή τραύματα. Ο δικαστικός λειτουργός, αντί να απαιτήσει εξηγήσεις από τους αστυνομικούς που ευθύνονταν γι’ αυτή την απερίγραπτη εικόνα και να κινήσει τις αντίστοιχες ποινικές διαδικασίες, απλώς επικύρωσε ένα σαθρό κατηγορητήριο εις βάρος του ως παραπέτασμα ψεύδους για να συγκαλυφθεί η βίαιη κακοποίηση που είχε υποστεί το προηγούμενο βράδυ. Και δε ντράπηκε. Όπως, εξάλλου, δε ντράπηκε και η συντριπτική πλειονότητα των αστυνομικών συντακτών που καθ’ υπόδειξη της ΓΑΔΑ άναψε λεκτικά πυροτεχνήματα, γράφοντας ότι συνελήφθη «στέλεχος του Ρουβίκωνα» αλλά αποκρύπτοντας ουσιωδώς την αλήθεια, ότι δηλαδή ξυλοκοπήθηκε, βασανίστηκε και στάλθηκε στο νοσοκομείο «στέλεχος του Ρουβίκωνα».

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Μία ανατριχιαστική καταγγελία για βασανιστήρια από δυνάμεις των ΜΑΤ, τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής στα Εξάρχεια, όταν σημειώθηκε και η απόπειρα εισβολής ανδρών της ΟΠΚΕ σε καφενείο της περιοχής, κάνει ο Λάμπρος Γούλας. Μεταξύ άλλων, καταγγέλλει άγριο ξυλοδαρμό, ενώ αναφέρει ότι οι αστυνομικοί τον έγδυσαν.

Παραθέτουμε, λοιπόν, τη λεπτομερή και ανατριχιαστική μαρτυρία του Λάμπρου Γούλα για τα όσα συνέβησαν, έτσι όπως τα περιέγραψε στο omniatv, στο ρεπορτάζ της Μαρίας Λούκα:

“Όταν σχόλασα από τη δουλειά, πήγα με το αφεντικό μου σ’ ένα διπλανό μαγαζί να φάμε και να δούμε τον Ολυμπιακό. Κάποια στιγμή άρχισαν να καταφθάνουν μηνύματα στο κινητό μου ότι γίνεται χαμός στην πλατεία και ότι η Αστυνομία έχει αποκλείσει το καφενείο. Πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί βρίσκονταν μέσα αρκετοί σύντροφοι και φίλοι μου. Η εικόνα που αντίκρισα μόλις έφτασα ήταν αποκαλυπτική. Δε μπορούσες ούτε να μπεις, ούτε να βγεις από το καφενείο. Οι είσοδοι ήταν αποκλεισμένοι από την Αστυνομία.

Έκατσα απ’ εξω, όπου ήδη μαζευόταν κόσμος και διαμαρτύρονταν. Ζητούσαν να φύγουν τα ΜΑΤ και να ελευθερωθεί ο χώρος. Ξεκίνησαν να φεύγουν και ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία φώναζε συνθήματα. Εγώ βρισκόμουν στη γωνία Τοσίτσα και Τσαμαδού. Χωρίς την παραμικρή αφορμή αρχίσουν κα ρίχνουν χημικά. Εμένα άνοιξαν τη φυσούνα στο πρόσωπο μου κανονικά. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να φύγω για να απομακρυνθώ από τα δακρυγόνα. Ένας ματατζής μου έριξε μια κλωτσιά από πίσω κι έπεσα κάτω. Έρχονται κι άλλοι από την ίδια διμοιρία, πέφτουν πάνω μου και με βαράνε με το γκλοπ ενώ ήμουν ακινητοποιημένος. Με σηκώνουν, με κρατάνε δύο ματατζήδες από τα χέρια κι ένας με πιάνει από το σβέρκο και με ξαναγυρίζουν προς την πλατεία. Αγχώθηκα γιατί δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Εμφανίζεται μάλλον η άλλη μισή ομάδα της διμοιρίας, με πετάνε σ’ αυτούς και αρχίζει το πανηγύρι.

Σ’ όλη τη διαδρομή στην Τσαμαδού και στην Τοσίτσα με χτυπούσαν. Κάναμε δεξιά στη Μπουμπουλίνας και λίγο πριν φτάσουμε στο Υπουργείο Πολιτισμού ακούω τον έναν που λέει «μη τον πάτε στο Υπουργείο, έχει κάμερες, βάλτε τον εδώ πέρα». Με βάζουν σε μια γωνία κι ούτε που ξέρω πόσο με χτύπησαν, έχασα το μέτρημα. Ο ένας από αυτούς ήταν πιο τρελαμένος, μου κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο και προσπαθούσα να το προστατέψω. Αυτός κάποια στιγμή έδωσε εντολή να με γδύσουν. Με πέταγε ο ένας στον άλλον και προσπαθούσαν να μου βγάλουν τα ρούχα. Έδωσα μάχη να κρατήσω το εσώρουχο μου. Με πετάνε γυμνό, μόνο με το εσώρουχο στον τοίχο και ούρλιαζαν «στον τοίχο». Αρχίζουν και ψάχνουν τα πράγματα μου. Δε βρίσκουν τίποτα ούτε στην τσάντα μου, ούτε στα ρούχα μου. Βγάζει ο συγκεκριμένος την ταυτότητα μου, διαβάζει «Γούλας» και μου κοπανάει ξανά το κεφάλι. Μετά ανοίγει το πορτοφόλι μου. Βρίσκει τα χρήματα μου, λέει μια εξυπνάδα που δεν τη θυμάμαι και αρχίζει να τα σκορπάει. Το αντιλαμβάνομαι, γυρίζω και προσπαθώ να τα μαζέψω. Αυτοί χλεύαζαν και με χτυπούσαν πάλι πετώντας με ο ένας στον άλλον. Μετά από κανα πεντάλεπτο κυνηγητό και ξύλο τέτοιου τύπου, με πιάνει πάλι ο συγκεκριμένος και με κολλάει στον τοίχο. Τότε συνέβη κάτι φοβερό. Μου κατεβάζει το εσώρουχο, κολλάει από πίσω μου και φωνάζει «Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει στα Εξάρχεια. Εμείς κάνουμε κουμάντο». Τελείωσε όλο αυτό. Έχασα τη αίσθηση του χρόνου αλλά νομίζω ότι όλη η φάση πρέπει να διήρκεσε περίπου ένα μισάωρο.

Ήρθαν από την Άμεση Δράση. Μου είπαν να ντυθώ, μου πέρασαν χειροπέδες πισθάγκωνα και με έβαλαν πάλι βίαια στο περιπολικό. Έφτασα στην ασφάλεια χτυπημένος, πρησμένος και σέρνοντας την αριστερή μου πλευρά. Με το που μπήκα, άκουσα που λέγανε «μας φέρανε το Γούλα». Παρότι είχα άλλους 14 προσαχθέντες , με βάλανε σ’ ένα γραφείο μόνο μου. Μέσα σε τρία λεπτά, άκουσα που λέγανε «Διώξτε τους όλους, κρατάμε μόνο το Γούλα».

Ζήτησα να πάρω τηλέφωνο τη δικηγόρο μου. «Μην ανησυχείς – μου είπαν – ξέρει, θα πάρει μόνη της». Όντως, δεν ξέρω αν παρακολουθούν και τη δικηγόρο μου αλλά μετά από 5 λεπτά πήρε. Έκανε πολλές παρεμβάσεις ζητώντας να με μεταφέρουν στο νοσοκομείο.

Μετά από μια ώρα με πήγαν στον Ευαγγελισμό, σαν εγκληματία βέβαια, με χειροπέδες. Οι γιατροί μου φέρθηκαν μια χαρά, απαίτησαν να βγουν οι χειροπέδες, μου έδωσαν πρώτες βοήθειες, μου έκαναν εξετάσεις. Επέστρεψα στη ΓΑΔΑ και μετά αυτόφωρο.

Στο δικαστήριο είχε δηλωθεί ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου ένας αστυνομικός από τη διμοιρία. Εννοείται πως δεν εμφανίστηκε. Απαίτησα να εμφανιστεί κι έτσι το δικαστήριο πήρε αναβολή για τις 20 Νοέμβρη”.

Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του omniatv, ο Λάμπρος Γούλας κατηγορείται για αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση, βαριά σωματική βλάβη και οπλοκατοχή. Το κατηγορητήριο είναι αστείο. Θα καταρρεύσει στο δικαστήριο πιο εύκολα κι από ένα τραπουλόχαρτο. Υπάρχουν δεκάδες μάρτυρες που πιστοποιούν ότι πρόκειται για μια εντελώς αναίτια σύλληψη. Υπάρχουν, επίσης, δεκάδες μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τον άγριο ξυλοδαρμό και το βασανισμό που υπέστη.

«Η σύλληψη του ήταν προσχηματική και σκόπιμη. Υπέστη βασανιστήρια πριν μεταφερθεί στην Κρατική Ασφάλεια, τα οποία είδαν αυτόπτες μάρτυρες. Ο συνδυασμός υπέρμετρης αστυνομικής βίας και βαριάς προσβολής της προσωπικότητας συντελέστηκε με συγκεκριμένες μεθόδους που είναι γνωστές σε συνθήκες κατάλυσης της δημοκρατίας. Οι πράξεις των αστυνομικών είναι κακουργηματικές και ως τέτοιες θα έπρεπε να κριθούν» σημειώνει η Αννυ Παπαρρούσου, συνήγορος του Λάμπρου Γούλα.

Διαβάστε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το