Στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, ο πληθυσμός ηλικίας 30-45 ετών (γενεές Υ) αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες αυτόνομης στέγασης, ενώ το μέλλον είναι δυσοίωνο και για τις νεότερες γενεές (γενεές Ζ, άτομα 14-29 ετών σήμερα). Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αύξηση του πλήθους τους, καθώς οι γενεές αυτές είναι σαφώς ολιγοπληθέστερες από τις προηγούμενες (εξαιτίας κυρίως της πτώσης των γεννήσεων μετά το 1980). Έτσι, με δεδομένο ότι οι δημογραφικές εξελίξεις δεν έχουν συμβάλει στη τρέχουσα στεγαστική κρίση, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε εκτός της δημογραφίας πεδία για να αναζητήσουμε τους λόγους. Στον δημόσιο διάλογο, ως κύριες αιτίες παρουσιάζονται συχνά οι χρονομισθώσεις, το πρόγραμμα «χρυσή βίζα» και  ο σημαντικός αριθμός των κενών -μη αξιοποιήσιμων- κατοικιών στα μεγάλα αστικά κέντρα, που, σε αντίθεση όμως με τις χρονομισθώσεις και το πρόγραμμα χρυσής βίζας, δεν είναι κάτι νέο, καθώς το πλήθος τους ήταν σημαντικό και την προ του 2017 περίοδο. Τα μέτρα δε για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης επικεντρώνονται στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, στη χρυσή βίζα και στις κενές κατοικίες, στη χορήγηση περιορισμένου αριθμού δανείων στις νεότερες γενεές με ευνοϊκούς όρους για την απόκτηση κύριας κατοικίας  καθώς και στην επιδότηση ενοικίων για ευάλωτα νοικοκυριά.

Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν είναι δυνατόν να αμβλύνουν ουσιαστικά -πόσο μάλλον να επιλύσουν- το πρόβλημα της αυτόνομης στέγασης του μεγαλύτερου τμήματος των γενεών Υ και Ζ. Αυτά οφείλονται κυρίως στις συνθήκες παράγωγης κυρίας κατοικίας (με βάση τα στοιχεία των δυο τελευταίων απογραφών, το 2001-2010  είχαμε κατά μέσο όρο ετησίως την προσθήκη 91,5 χιλ. νέων κατοικιών σε εθνικό επίπεδο και 30,5 χιλ. στην Αττική, ενώ την επόμενη δεκαετία είχαμε μόνον 26 και 4,5 χιλ. αντίστοιχα) καθώς και στις συνθήκες πρόσβασης σε αυτή των νεότερων γενεών, δευτερευόντως δε στους τρεις προαναφερθέντες παράγοντες (χρυσή Βίζα, βραχυχρόνιες μισθώσεις, κενές κατοικίες). Για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης απαιτείται, επομένως, μια μακροπρόθεσμη στρατηγική και νέα εργαλεία παρέμβασης στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα, απαιτείται η δημιουργία ενός δημόσιου φορέα στεγαστικής πολιτικής και ενός αποθέματος ενοικιαζόμενων με χαμηλό ενοίκιο ενεργειακά αποδοτικών κοινωνικών κατοικιών.  Η επιλογή αυτή θα επέτρεπε να καλυφθεί και το μεγάλο έλλειμμα δημοσίας πολιτικής για κατοικία στην Ελλάδα, η οποία είναι και η μόνη ανάμεσα στις 19 χώρες-μέλη της ΕΕ με ποσοστά ιδιοκατοίκησης χαμηλότερα του 85% που δεν διαθέτει προγράμματα κοινωνικής κατοικίας.

πηγή: Δημογραφικά Νέα, τ. 48

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το