Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί διενήργησαν ένα από τα απεχθέστερα εγκλήματα της κατοχής.
Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων έγινε στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta») που είχε σκοπό την εξόντωση των ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβε ο υποστράτηγος Καρλ φον Λε Ζουίρ ο οποίος ήταν επικεφαλής των μονάδων της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο. Οι άντρες του είχαν εντολή να μη δείξουν κανένα έλεος.
Από την αρχή του μήνα, οι Γερμανοί πλησίαζαν τα Καλάβρυτα και έκαιγαν όσα χωριά έβρισκαν στο διάβα τους. Όταν έφτασαν στο χωριό καθησύχασαν τους πολίτες, λέγοντας ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, καθώς στόχος τους ήταν οι αντάρτες.
Ωστόσο, το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου τους κάλεσαν στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Στη συνέχεια οδήγησαν τους άντρες άνω των 13 ετών σε έναν λόφο που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή».
Σύμφωνα με μία μαρτυρία: “Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάν οι καμπάνες. Είπανε να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία. Μας είπαν να πάρουμε μαζί μας ψωμί για μία ημέρα και μία κουβέρτα ο καθένας. Ξεκινήσαμε να πάμε στην πλατεία. Στο δρόμο συναντούσαμε και άλλους ανθρώπους. Είχε μία ομίχλη που δεν την είχα ξαναδεί στα Καλάβρυτα. Να ήταν 7:00, να ήταν 8:00, το πρωί δεν ξέρω, γιατί αμέσως ετοιμαστήκαμε και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Περπατούσαμε σαν μπουλούκια, δηλαδή έβλεπες τον παππού με τα δυο εγγόνια, έβλεπες τον πατέρα, έβλεπες την μάνα με τα μωρά, όλους στο δρόμο”.
Ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ έριξε μια φωτοβολίδα από το κέντρο του χωριού που σηματοδοτούσε την έναρξη της εκτέλεσης. 800 άνθρωποι πυροβολήθηκαν με πολυβόλα όπλα και βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι μοναδικοί που επέζησαν ήταν 13 Καλαβρυτινοί οι οποίοι καλύφθηκαν από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους πέρασαν για νεκρούς. Ακολούθησε η πυρπόληση των σπιτιών και του δημοτικού σχολείου όπου βρίσκονταν τα γυναικόπαιδα.
Ο Αλέξης Μασούλας ο οποίος το 1943 ήταν 5 ετών είχε περιγράψει εκείνη την εφιαλτική ημέρα: “Μπήκαμε στο σχολείο και μας έκλεισαν εκεί. Τους άντρες, όπως μάθαμε αργότερα, τους ανέβασαν ψηλά, στον τόπο της εκτέλεσης. Ισως φοβούμενοι τους αντάρτες, κράτησαν εμάς κλεισμένους σαν αιχμαλώτους. Δεν είχαμε ιδέα τι θα συμβεί.Σύντομα άρχισαν να μας πνίγουν πυκνοί καπνοί. Επικράτησε πανικός. Μετά από λίγο άρχισε να καίγεται και το πάτωμα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να βάλουν φωτιά και στο σχολείο με τα γυναικόπαιδα. Αυτό δεν έχει ακουστεί. Θυμάμαι γυναίκες να πηδούν από τα παράθυρα, να πετούν τα παιδιά τους για να τα σώσουν. Νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε μέχρι που κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα από την πίεση. Ο φρουρός δεν αντέδρασε. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Εγώ με την θεία μου και μια ψυχοκόρη που είχε, λίγο μεγαλύτερη από εμένα, κρυφτήκαμε σε ένα χαντάκι. Βλέπαμε όλα τα σπίτια στα Καλάβρυτα να καίγονται.” Αργότερα, οι γυναίκες και τα παιδιά ανέβηκαν στον λόφο για να βρουν τους συγγενείς τους.
Όπως είχε αναφέρει ο Αλέξης Μασούλας: ‘”Οι γυναίκες που έφτασαν στον τόπο της σφαγής τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε πτώματα για να βρουν τους δικούς τους. Θυμάμαι γυναίκες να μαζεύουν κομμάτι κομμάτι τα σώματα των αγαπημένων τους προσώπων. Εμένα η θεία μου δεν με άφησε να μπω ανάμεσα στα πτώματα. Οι σκηνές όμως δεν σβήνουν.
Ο θείος μου ήταν κάτω από πολλά άψυχα σώματα με τρεις ή τέσσερις σφαίρες στο πρόσωπό και την καρωτίδα. Είχαμε μαζί μας μια κουβέρτα, τον τυλίξαμε και κατεβήκαμε στο νεκροταφείο. Έκανε φοβερό κρύο και το χώμα ήταν παγωμένο όμως έπρεπε να τον θάψουμε. Όλες οι γυναίκες έσκαβαν με τα χέρια και με κάποιες μυτερές πέτρες. Μείναμε τρία με τέσσερα βράδια στο νεκροταφείο για να μην έρθουν τα τσακάλια και ορμήσουν στα πτώματα. Κάθε γυναίκα έθαβε τους δικούς της, τον άντρα της, τα παιδιά της. Άκουγες έναν συνεχή θρήνο, άναρθρες κραυγές και κατάρες”
Εκείνη την ημέρα βρήκαν τραγικό θάνατο 1.101 κάτοικοι. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής.
Επιμέλεια: Άννα Καρατάσιου – thecaller.gr
e-prologos.gr