Δέκα χρόνια μετά το κύμα των αυτοκτονιών στην France Telecom, στο τέλος της δεκαετίας του 2000, η εταιρεία και τα μέλη της τότε διεύθυνσης δικάζονται για «ηθική παρενόχληση», σε μία δίκη πρωτοφανή στα γαλλικά χρονικά. Ανάμεσά τους στο εδώλιο θα καθίσει σήμερα ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στο διάστημα 2005-2010 Ντιντιέ Λομπάρ, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή ένα σκληρό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της εταιρείας και μιλώντας για τις εν σειρά αυτοκτονίες μελών του προσωπικού είχε αναφερθεί σε «μόδα αυτοχειρίας».
Το 2008 και 2009, 35 εργαζόμενοι της France Telecom, η οποία είχε ιδιωτικοποιηθεί το 2004, αυτοκτόνησαν, ορισμένοι στον χώρο εργασίας τους.
Κατά την διάρκεια της έρευνας, οι ανακριτές εξέτασαν τις περιπτώσεις των εργαζομένων που αυτοκτόνησαν, που επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν, που οδηγήθηκαν στην κατάθλιψη ή σταμάτησαν να εργάζονται.
Πέραν όμως των ίδιων των αυτοκτονιών, το δικαστήριο θα εξετάσει, σε μία δίκη που αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τις 12 Ιουλίου, το θέμα «της ηθικής παρενόχλησης, οργανωμένης σε επίπεδο εταιρείας από την διεύθυνσή της», αναφέρουν οι ανακριτικές αρχές.
Η ίδια η εταιρεία, η οποία έχει μετονομασθεί σε Orange από το 2013, περιλαμβάνεται στους κατηγορούμενους ως ηθικό πρόσωπο. Ο Ντιντιέ Λομπάρ θα καθήσει στο εδώλιο μαζί με τον πρώην αναπληρωτή του Λουί-Πιερ Βεν και τον πρώην διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού Ολιβιέ Μπαρμπερό.
Τέσσερα ακόμη πρώην διευθυντικά στελέχη κατηγορούνται για «συνέργεια».
Η διεύθυνση της France Telecom είχε θέσει τότε σε εφαρμογή ένα τεράστιο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης: τα σχέδια NExT και Act που είχαν ως αντικείμενο την μεταμόρφωση της εταιρείας σε διάστημα τριών ετών. Ενας από τους στόχους, η «αποχώρηση» 22.000 από τους 120.000 εργαζόμενους. Περισσότεροι από 10.000 υπάλληλοι επρόκειτο να αλλάξουν πόστο.
«Μία τερατώδης φοβία»
«Ημουν στέλεχος στον τομέα Πληροφορικής στον Βορρά όταν άρχισε η αναδιάρθρωση. Την ώρα που είχα μία ομάδα είκοσι ατόμων υπό τις εντολές μου, έχασα σιγά σιγά το προσωπικό μου», διηγείται ο Ιβ Μενγκί, που μπήκε στην France Telecom το 1973. «Αισθανόμασταν ότι υπήρχαν στόχοι για αποχωρήσεις. Μας πίεζαν για να φύγουμε».
Το 2009, καταλήγει στα αζήτητα: «έξι μήνες χωρίς να κάνω τίποτε». «Τις πρώτες τρεις εβδομάδες κάπως περπατάει. Και μετά, το δράμα». Κάποια στιγμή ξαναβρίσκει πόστο σε μία υπηρεσία, αλλά «ένα πρωί, χωρίς προειδοποίηση μου λένε:”Αφήνεις τις δουλειές σου και πηγαίνεις να σηκώνεις τηλέφωνα”. Ηταν σαν πυροβολισμός». Πέφτει σε κατάθλιψη. «Εάν δεν με είχε στηρίξει η γυναίκα μου, δεν θα ήμουν εδώ».
Στόχος ήταν κατά την γνώμη του η αποσταθεροποίησή του.
Σήμερα, ο Ιβ Μενγκί, 67 ετών, δεν είναι σε θέση να βρεθεί στο κτίριο της France Telecom. «Εχω μία τερατώδη φοβία».
Η δίκη θα είναι «μία δύσκολη στιγμή». «Ο στόχος για μένα δεν είναι οικονομικός. Περιμένω να μας πουν: “ναι, κάναμε λάθος, σας διαλύσαμε”. Αλλά μέχρι σήμερα το αρνούνται τελείως».
Ο Ιβ Μενγκί θα είναι ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας. Μαζί του και πολλοί άλλοι εργαζόμενοι που είδαν τις υπηρεσίες και τα πόστα τους να καταργούνται χωρίς προειδοποίηση, που πιέζονταν ασφυκτικά να κάνουν απολύσεις, που εξαναγκάσθηκαν να αλλάξουν πόλη και αντικείμενο, που βρέθηκαν χωρίς αντικείμενο εργασίας και κατηγορήθηκαν για ανικανότητα και σπρώχτηκαν προς την έξοδο.
«Θα κάνω τις αποχωρήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από το παράθυρο ή από την πόρτα», είχε άλλωστε προειδοποιήσει το 2006 ο Ντιντιέ Λομπάρ, κατά την διάρκεια ομιλίας του ενώπιον των στελεχών της εταιρείας. «Πρέπει να απομακρυνθούμε από την ιδέα της προστατευτικής εταιρείας…θα είναι λίγο πιο κεντρικά κατευθυνόμενο πλέον…», είχε προειδοποιήσει.
Η ανάκριση έφερε στο φως «τις μεθόδους αποσταθεροποιήσης του προσωπικού», τον καταχρηστικό έλεγχο, την περιθωριοποίηση των εργαζομένων, τις συνεχείς αναδιοργανώσεις…
Για την Σιλβί Τοπαλόφ, του συνδικάτου Sud, «κάθε ένας εργαζόμενος που απασχολήθηκε τα χρόνια αυτά στην France Telecom υπέστη ηθική βλάβη». «Ζήσαμε εκείνη την εποχή απίστευτη βία», δήλωσε κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου άλλος εκπρόσωπος του συνδικάτου.
Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr