του Λεωνίδα Βατικιώτη
Στις 3 Μαρτίου 1972, ημέρα Παρασκευή, Ελλάδα και Κύπρος συγκλονίζονταν από ένα συλλαλητήριο συμπαράστασης στον πρόεδρο Μακάριο στην Λευκωσία, μπροστά από το αρχιεπισκοπικό μέγαρο όπου μίλησε ο ίδιος ο κύπριος ηγέτης.
Το συλλαλητήριο είχε προσλάβει παγκυπριακό χαρακτήρα, ενώ την ίδια μέρα η βουλή των αντιπροσώπων της Κύπρου επιβεβαίωνε δια του προέδρου της, Γλαύκου Κληρίδη, την εμπιστοσύνη της στον αρχιεπίσκοπο. Είναι οι μέρες που κορυφώνονται οι υπονομευτικές ενέργειες της ελληνικής χούντας εναντίον του κύπριου προέδρου. Στις 12 Ιανουαρίου άλλωστε είχε εκδηλωθεί η πρώτη καταδρομική επιχείρηση της ΕΟΚΑ Β’ εναντίον του Μακάριου, με τη βοήθεια στελεχών της Εθνοφρουράς ακόμη και μητροπολιτών (μεταξύ αυτών και της …Κυρήνειας, όπου έγινε η απόβαση των δυνάμεων του Αττίλα δύο χρόνια αργότερα) αξιώνοντας την παραίτηση του Μακάριου…
Την ίδια επίσης ημέρα στις 3 Μαρτίου, κατατίθεται στο αμερικανικό Κογκρέσο αίτημα του προέδρου Νίξον να ενεργοποιηθεί εκ νέου πλήρως η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα, και μάλιστα αυξημένη κατά 50%, λόγω των «απαιτήσεων εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ». Το χέρι βοήθειας του Νίξον προς τον Παπαδόπουλο είναι πιθανότατα η ανταμοιβή των ΗΠΑ προς τη χούντα για την προώθηση μιας νέας συμφωνίας για την παράταση της παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.
Την ίδια ακριβώς ημέρα, Παρασκευή 3 Μαρτίου, στο ξενοδοχείο Χίλτον, ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος συμμετέχει σε γεύμα που του παραθέτει η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) «επ’ ευκαιρία των εγκαινίων του νέου επί της οδού Μητροπόλεως κτιρίου της ενώσεως. Εις το γεύμα παρεκάθησαν επίσης, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως κ. Μακαρέζος, τα πλείστα των μελών του υπουργικού συμβουλίου, γενικοί γραμματείς υπουργείων, άλλοι επίσημοι και πολλοί παράγοντες του εφοπλιστικού κόσμου. Κατά τα επιδόρπια ωμίλησε, προσφωνών τον κ. πρωθυπουργόν, ο πρόεδρος της ενώσεως Ελλήνων εφοπλιστών κ. Στρατής Ανδρεάδης, εκφράσας την ευγνωμοσύνην του εφοπλιστικού κόσμου δια την ναυτιλιακήν πολιτικήν της κυβερνήσεως, χάριν εις την οποία εθεμελιώθη και ενεπτύχθη αξιόλογος ναυτιλιακή υποδομή εις την χώραν. Κατά την ομιλία του ο κ. Ανδρεάδης ανέγνωσε ψήφισμα, δια του οποίου η τακτική συνέλευσις της ενώσεως Ελλήνων εφοπλιστών ανεκήρυξε τον κ. πρωθυπουργόν ισόβιον επίτιμον πρόεδρόν της, εις επίσημον αναγνώρισιν του αδιαλείπτου και θερμουργού ενδιαφέροντος και της αμερίστου ηθικής συμπαραστάσεως αυτού, μεθ’ ων στοργικώς περιβάλλει την ελληνικήν εμπορικήν ναυτιλία».
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί φέρνει στην επιφάνεια πολύ παραστατικά το βάθος των σχέσεων που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της χούντας και της ΕΕΕ, η οποία έκτοτε δεν είχε καν την ευθιξία να αλλάξει το όνομά της για να αποβάλλει από πάνω της το όνειδος που συνόδευε την πρόταση ανακήρυξης του Παπαδόπουλου ισόβιου πρόεδρου της. Χωρίς καμία αιδώ μάλιστα έχει δημόσια παρουσία, νουθετεί τις κυβερνήσεις, κ.λπ., κ.λπ. Στην αντιφώνησή του λοιπόν ο δικτάτορας τονίζει ότι «είναι συμβολική η μέρα», χωρίς να εννοεί μια ακόμη κορύφωση που είχε το κυπριακό δράμα, λόγω των μεθοδεύσεων της χούντας και της ΕΟΚΑ Β’. «Είναι συμβολική, διότι το γεγονός επιτρέψατε μου να διερμηνεύσω εις την συνείδησιν όλων μας, ως τελικήν και οριστικήν αποκατάστασιν δια ριζών επαφής, του εφοπλιστικού κόσμου της χώρας με την εστίαν μητέρα – πατρίδα. Δεν μετράται κύριοι δια την χώραν ότι ενδεχομένως θα επέδιδε η οικονομικοτεχνική μελέτη, εις ό,τι αφορά την απόδοσιν σας, ως ενός κλάδου παραγωγικής της χώρας. Δια την χώραν μετράται, ότι αποδίδεται δια την διατήρησιν της εννοίας Ελλάς επί της υδρογείου, ως υπάρξεως μιας μεγάλης οντότητας, εις τον κόσμο… Δεν χρειάζεται τα χρήματα σας η πατρίς. Χρειάζεται τους ιστούς δια να κυματίζη επ’ αυτών η κυανόλευκος ανά τας θαλάσσας και τα τέρματα των δρομολογίων των μεταφορών σας»!
Αν στους έλληνες εφοπλιστές και δη την ΕΕΕ κι όχι απλώς τον Στρ. Ανδρεάδη αξίζει ο χαρακτηρισμός δεκανίκια της χούντας, στον δικτάτορα Παπαδόπουλο πρέπει να αναγνωρίσουμε τουλάχιστον την …ειλικρίνεια. Γιατί ανέκαθεν τα προνόμια απέναντι σε τμήματα της αστικής τάξης συνοδεύονταν από υποσχέσεις για επενδύσεις, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, κ.α. Ο Παπαδόπουλος τουλάχιστον ήταν ειλικρινής: «Δε χρειάζεται τα χρήματα σας η πατρίς»! Η συγκεκριμένη δήλωση από μια άλλη οπτική γωνία αποτελούσε και μια δημόσια ομολογία για τα αποτελέσματα που είχαν στα κρατικά ταμεία οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές που εφάρμοσε για χάρη της μεγάλης πλοιοκτησίας η χούντα.
Η ιστορία άλλωστε του ελληνικού εφοπλισμού είναι αξεδιάλυτη με την κρατική διαπλοκή. Από την εποχή των ελλήνων καραβοκυραίων που αμείβονταν αδρά για να θέσουν τα πλοία τους στην υπηρεσία της επανάστασης του 1821, μέχρι τη βρόμικη ιστορία των πλοίων Λίμπερτι μετά την απελευθέρωση του 1944 όταν οι δοσίλογοι έγιναν πλοιοκτήτες, οι έλληνες εφοπλιστές δεν έπαυαν να εκβιάζουν το ελληνικό κράτος για φοροαπαλλαγές, μείωση των ελληνικών πληρωμάτων κ.α. την ίδια ώρα που θεωρούσαν αναφαίρετο δικαίωμά τους την (πειρατική) σημαία ευκαιρίας.
Σε ό,τι αφορά τον επίσημο γάμο των εφοπλιστών με τη χούντα δεν πρέπει να αποδοθεί σε ένα προσωπικό καπρίτσιο του προέδρου της Ένωσης, Στρ. Ανδρεάδη. Ο ίδιος στην προσφώνησή του τόνισε ότι η αναγόρευση του Παπαδόπουλου ως ισόβιου προέδρου της ΕΕΕ ήταν απόφαση της συνέλευσης. Οι δεσμοί μάλιστα του ίδιου με τη χούντα δεν ήταν στενά οικονομικοί, ώστε να του αναγνωριζόταν ως ελαφρυντικό ότι όλα αυτά τα έκανε για χάρη των εφοπλιστών. «Μετά το απριλιανό πραξικόπημα, η μεν σύντροφός του, η κ. Ντορέτ, ανέλαβε να εισαγάγει στην καλή κοινωνία τη Δέσποινα, ο ίδιος δε διαφήμιζε στο εσωτερικό και προπαντός στο εξωτερικό τους “καλούς” συνταγματάρχες που απήλλαξαν την Ελλάδα από τους διεφθαρμένους πολιτικούς και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έπαιζε μαζί του τάβλι δύο απογεύματα την εβδομάδα. Είναι ενδεικτικό ότι οι πιο στενοί του συνεργάτες (Κική Τσιτσιλιάνου, Παύλος Χατζηπαύλου, και Ευάγγ. Κατσαρός) τον συμβούλευαν να φύγει στο Παρίσι γιατί είχε εκτεθεί πολύ με τις σχέσεις του με τη χούντα».
Σε αυτές τις σχέσεις πιθανότατα οφείλονται και οι κραυγαλέες παρανομίες που συνέβαιναν επί χρόνια στον όμιλο Ανδρεάδη και αποκαλύφθηκαν από τη έκθεση του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Νίκου Κυριαζίδη το 1974. Είχε προηγηθεί η έκθεση των επιτρόπων της κεντρικής τράπεζας Εμ. Κηπουρίδη και Δ. Καλοδούκα στην οποία αποκάλυπταν πώς ο Στρ. Ανδρεάδης χρηματοδοτούσε με χρήματα των καταθετών και προφανώς εν αγνοία τους τις επιχειρήσεις του στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν: οι τράπεζες Εμπορική, Ιονική, Λαϊκή, Πειραιώς, Επενδύσεων, τα ναυπηγεία Ελευσίνας, η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων στην Καβάλα, οι ασφαλιστικές εταιρείες Φοίνιξ και Γενικαί Αποθήκαι, η Βιομηχανία Χυμών και Κονσερβών και φυσικά το ξενοδοχείο Χίλτον, όπου η ΕΕΕ στη οποία ήταν πρόεδρος παρέθεσε το επίμαχο γεύμα στον δικτάτορα Παπαδόπουλο… Τα όσα προηγήθηκαν της «σοσιαλμανίας» του Κ. Καραμανλή όταν εθνικοποίησε τον όμιλο του Ανδρεάδη έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί δείχνουν ότι τα κίνητρα του δεν ήταν ιδεολογικά. Απέρρεαν από τα πελάγη ασυδοσίας που έπλεαν επί χούντας οι έλληνες εφοπλιστές.
Η ευγνωμοσύνη των ελλήνων εφοπλιστών προς τη χούντα οφείλεται σε αυτό ακριβώς το καθεστώς ασυδοσίας που τους προσέφερε κι έκτοτε παραμένει εν πολλοίς απαράλλαχτο.
Η χούντα άλλωστε από τον πρώτο χρόνο που ανέλαβε αναγνώρισε στους εφοπλιστές έναν αναντικατάστατο κοινωνικό σύμμαχο. Από το 1968 κιόλας, ο Παπαδόπουλος είχε δηλώσει: «Ελθέτε προς ημάς και θέσατε τι θέλετε. Εκ προοιμίου σας βεβαιώ ότι η κυβέρνησις θα σας το δώσει. Συκγροτήσατεν επιτροπήν, προσλάβατε επιστήμονας, ζητήσατε να σας δώσουν αντιπροσώπους του κράτους επεξεργαστείτε τους θεσμούς και παν ό,τι άλλον απαιτείται. Πρέπει εν πάση περιπτώσει η μεγάλη Ελλάς σήμερον να εμφανιστεί εις τον διεθνήν στίβον».
Οι νόμοι με τους οποίους ανταμείφτηκαν οι έλληνες εφοπλιστές για τη στήριξη που προσέφεραν στη χούντα είναι: Πρώτο, ο Αναπτυξιακός Νόμος (ΑΝ) 378/1968 (ΦΕΚ 82,17/4/1968), βάσει του οποίου επεκτάθηκαν στη ναυτιλία τα προνόμια που απολάμβαναν οι ξένοι επενδυτές από τους νόμους 89/1967 και 2687/1953. Βάσει αυτού του νόμου «Πλοία υπό ξένη σημαίαν πάσης κατηγορίας, πρακτορευόμενα ή διαχειριζόμενα καθ’ οποιονδήποτε τρόπον… απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, ως και παντός εν γένει τέλους, φόρου, δασμού, εισφοράς ή κρατήσεως». Δεύτερο, ο ΑΝ 465 (ΦΕΚ 148, 9/7/1968) μαζί με τις τροποποιήσεις του 1970 (ΝΔ 509 και ΒΔ 800) βάσει των οποίων ενσωματώθηκε στην ελληνική φορολογία το σύστημα της Λιβερίας το οποίο αποσυνδέει από τη φορολογία τον κύκλο εργασιών και την εξαρτά από το καθαρό τονάζ και την ηλικία των πλοίων. Με άρθρο του ίδιου νόμου (4.2) «η εκπρόθεσμη υποβολή ή η παράλειψη υποβολής δηλώσεως δεν συνιστά το εν άρθρω 1 του ΑΝ 185/67 αδίκημα»
Παρότι λοιπόν η χούντα επιδιδόταν σε συνεχή ρεσιτάλ πλειοδοσίας προς τους εφοπλιστές, τα αποτελέσματα, με κριτήριο την ελληνική σημαία, ήταν μηδαμινά! Ενώ το 1966 η χωρητικότητα των ελληνικών πλοίων αντιπροσώπευε το 11,52% της παγκόσμιας, το 1973 είχε φτάσει μόλις το …14,7%. Την ίδια περίοδο ωστόσο, συγκεκριμένα από το 1968 ως το 1974, όταν το ελληνικό κράτος δήλωσε δημόσια ότι δεν …καταδέχεται να εισπράττει φόρους από τους εφοπλιστές, τα κέρδη του στόλου της ελληνικής ιδιοκτησίας αυξήθηκαν περισσότερο από έξι φορές.
Η εξαίρεση των ελλήνων εφοπλιστών από τη φορολογία έγινε αντικείμενο σχολιασμού και στον Τύπο της εποχής, που μόνο από αντιχουντικά αισθήματα δεν εμφορούταν. Έγραφε χαρακτηριστικά ο συνεργάτης του περιοδικού «Οικονομικός Ταχυδρόμος» Κ. Κόλμερ, σε άρθρο με τίτλο «Η δυσμενής πλευρά της ευνοϊκής πολιτικής υπέρ των εφοπλιστών», την 1η Φεβρουαρίου 1973, όταν δηλαδή η γενναιοδωρία της χούντας είχε αρχίσει να φαίνεται πλέον στα δημόσια ταμεία: «Οι πλουσιότατοι έλληνες εφοπλιστές συνεισφέρουν στα δημόσια οικονομικά όσον το ειδικό τέλος 3% οικοδομών Θεσσαλονίκης ή το 1/3 του φόρου εισοδήματος των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων».
Στο ίδιο άρθρο μάλιστα φέρνει στην επιφάνεια κι ορισμένες ακόμη πλευρές των προνομίων που είχαν εξασφαλίσει οι εφοπλιστές από τη χούντα: «Η συνολική χρηματοδότηση τη ναυτιλίας φθάνει τα 6,8 δισ. δρχ. και μάλιστα στην περίπτωση των ναυπηγήσεων δεν παρέχεται στα ναυπηγεία, όπως είναι η ορθόδοξη αντίληψη, αλλά στον εφοπλιστή που ναυπηγεί. Ο ρυθμός αυξήσεως της χρηματοδοτήσεως αυτής, η οποία βεβαίως καλύπτει το 4% της συνολικής χρηματοδοτήσεως της ιδιωτικής οικονομίας, παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό ποσοστό γύρω στα 42% κατά την τετραετία 1969-1972, δίχως να λάβουμε υπόψη τη χρηματοδότηση των ναυπηγείων για αγορές πρώτων υλών και πάγιες επενδύσεις».
Πλάι στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η αγαστή συνεργασία της χούντας και των μηχανισμών της στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τα Λιμεναρχεία με την ΕΕΕ, όπως τονίζει ο πρόεδρος της ΠΕΝΕΝ, «προκειμένου να χτυπηθεί και να εξοντωθεί οποιαδήποτε αγωνιστική διεκδίκηση και αντιδικτατορική δράση. Ήταν τότε από κοινού εφοπλιστές, το ΥΕΝ και οι υπηρεσίες του σε επιφυλακή – επαγρύπνηση για να εντοπιστούν στα πλοία όποιοι θύλακες αντίστασης και πάλης και αυτοί να εξολοθρευτούν για να περάσει ο φασιστικός οδοστρωτήρας για να καμφθεί οποιαδήποτε αντίδραση του ναυτεργατικού κινήματος. Για τον σκοπό αυτό είχαν εξασφαλίσει μαζί με τις υπηρεσίες του ΥΕΝ και τη συμπόρευση των χουντοθρεμμένων ηγεσιών της ΠΝΟ και στα ναυτεργατικά σωματεία στα οποία οι διοικήσεις αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα των υπηρεσιών ασφαλείας παρακολούθησης και πληροφόρησης των χουντικών υπηρεσιών. Μέσα από αυτό χαφιέδικο μηχανισμό εκατοντάδες ναυτεργάτες φακελώθηκαν, συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν ενώ πολλοί απολύθηκαν, τους στερήθηκε το ναυτικό φυλλάδιο και αναγκάστηκαν να δουλέψουν σε ευρωπαϊκά και άλλων χωρών πλοία».
Σε αντάλλαγμα όλων των παραπάνω ο ελληνικός εφοπλισμός δεν πρόσφερε στους χουνταίους μόνο οικονομικές διευκολύνσεις, όπως έκανε ο Αριστοτέλης Ωνάσης με τη βίλα του στο Λαγονήσι, όπου ζούσε ο Παπαδόπουλος. Προσέφερε επίσης επίσης διεθνή στήριξη και αναγνώριση, την οποία είχαν μεγάλη ανάγκη οι χουνταίοι, επειδή εκείνη την περίοδο οξύνονταν οι αντιδράσεις των λαών και διανοουμένων εναντίον της δικτατορίας. Ενδεικτικά, δύο μόλις εβδομάδες μετά την αναγόρευση του Παπαδόπουλου σε ισόβιο πρόεδρο της ΕΕΕ, ο γερμανός λογοτέχνης Γκίντερ Γκρας « σε ομιλία του στην Αθήνα αντιτάσσεται εντόνως εις το κρατούν εν Ελλάδι καθεστώς” προκαλώντας την αγανάκτηση της χούντας, η οποία τον καλεί σε δημόσια συζήτηση με τον υφυπουργώ παρά τω πρωθυπουργώ, Β. Σταματόπουλο. Ο Γκρας αρνείται την πρόσκληση».
Πολλοί άλλοι ωστόσο εντός της Ελλάδας, όπως οι εφοπλιστές, και μέσω διθυράμβων μάλιστα για την δόξα της πατρίδας και την τιμή του έθνους συναλλάσσονταν δημόσια και ιδιωτικά με τη χούντα χτίζοντας αυτοκρατορίες που αντέχουν μέχρι σήμερα κι απλώνοντας τα πλοκάμια τους μέχρι τη στεριά. «Η ναυτιλιακή δραστηριότητα επιπλέον, συνδέθηκε στενότερα με την εγχώρια οικονομία. Ενθαρρυμένοι από τις ευνοϊκές περιστάσεις στις θαλάσσιες μεταφορές στην περίοδο 1950-1970 αλλά και στα υπερβολικά προνόμια που τους παρείχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και ιδίως η δικτατορία μετά το 1967, αρκετοί εφοπλιστές μετέφεραν τι δραστηριότητες τους από τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο στον Πειραιά, αναδεικνύοντάς το σε μεγάλο ναυτιλιακό κέντρο. Επίσης συνδύασαν την επιτόπου παρουσία τους με σημαντικές επενδύσεις, τόσο στη βιομηχανία (ναυπηγεία, διυλιστήρια) όσο στον τριτογενή τομέα (τράπεζες, ξενοδοχεία)». Έχοντας τις ρίζες του στη χούντα, μόνο εντύπωση επομένως δεν προκαλεί ο βαθύς πολιτικός συντηρητισμός του εφοπλιστικού κεφαλαίου ακόμη και σήμερα…
e-prologos.gr