Χρήστος Κάτσικας

Κάθε άρθρο του νέου νομοσχεδίου αναφορικά με την «αυτονομία» του σχολείου και την «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών ανοίγει δρόμους για μεγαλύτερη κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών, για ένταση της διαφοροποίησης, για εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη λειτουργία τους.

Με τη φορεσιά του «μοντέρνου» και του «ψηφιακού εκσυγχρονισμού», μέσα από τη λεγόμενη «αυτονομία», προωθούνται μια σειρά από αλλαγές στο σώμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μια βασική στόχευση, στο πλαίσιο αυτό, είναι η διάλυση του ενιαίου αναλυτικού προγράμματος σπουδών με τη θέσπιση του «πολλαπλού βιβλίου», φορτώνοντας την ευθύνη της επιλογής στους Συλλόγους Διδασκόντων.

Τα σχολικά βιβλία έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ, με διπλό τρόπο και ως προς το περιεχόμενο (προγράμματα σπουδών) και ως προς την έκδοση και διανομή τους. Αφορούν σε έναν ακόμα ζωτικό χώρο για την επιχειρηματική διείσδυση ιδιωτών και την αποκόμιση μεγάλων κερδών, καθώς περίπου 1,5 εκατομμύρια μαθητές και εκπαιδευτικοί εμπλέκονται με αυτά.

Είναι φανερό ότι η εισαγωγή του θεσμού του πολλαπλού βιβλίου στην πραγματικότητα έρχεται να χτυπήσει τον ενιαίο χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ την ίδια ώρα έρχεται να ανοίξει πεδίο μεγάλων κερδών για τους ιδιωτικούς φορείς.

Η θεσμοθέτηση του «πολλαπλού βιβλίου» είχε συζητηθεί στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής ξανά στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και ξανά δέκα χρόνια μετά, την περίοδο 2010-2011. Την περίοδο εκείνη η Αννα Διαμαντοπούλου και η τότε κυβέρνηση κατάργησε τον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) και τον αντικατέστησε από τον φορέα ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων (ΙΤΥΕ) – Διόφαντος. Μια από τις κύριες αρμοδιότητές του από την ίδρυσή του ήταν το λεγόμενο «ψηφιακό σχολείο», στο πλαίσιο του οποίου προωθούνται τα ηλεκτρονικά βιβλία. Ο στόχος ήταν η κατάργηση της διανομής βιβλίων και η χρήση του ηλεκτρονικού βιβλίου. Ωστόσο, οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι αντιδράσεις έβαλαν τα σχέδια αυτά στο συρτάρι.

Τώρα, υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως και η κυβέρνηση της Ν.Δ., με όχημα τη «μεταρρύθμιση του “πολλαπλού βιβλίου”» και την «κατάργηση του μονοπωλίου του ενός και μοναδικού σχολικού εγχειριδίου», επιδιώκουν να δώσουν «σάρκα και οστά», με την ευκαιρία της πανδημίας, στο ανεκπλήρωτο σχέδιο της Αννας Διαμαντοπούλου, που, για να είμαστε δίκαιοι, ήταν πιο μπροστά από την εποχή της, στην προώθηση των πιο νεοφιλελεύθερων σχεδίων στην εκπαίδευση.

Η επιλογή των διδακτικών βιβλίων που θα χρησιμοποιούνται στην κάθε σχολική μονάδα θα γίνεται από τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν τα αντίστοιχα μαθήματα σε αυτήν (ή, σε περίπτωση που αδυνατούν να συμφωνήσουν, θα γίνεται από τον Σύλλογο Διδασκόντων ή, αν ούτε ο Σύλλογος μπορεί, από τον διευθυντή).

Παράλληλα, όλα τα εγκεκριμένα βιβλία που θα εγγράφονται στο Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων (ΜΔΒ), θα υπάρχουν διαδικτυακά στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Διδακτικών Βιβλίων (ΨΒΔΒ) και θα έχουν πρόσβαση σε αυτά εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές.

Σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, η εκπόνηση νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΠΣ) «αποτελεί αφετηρία και θεμέλιο λίθο του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού έργου του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την αναβάθμιση του σχολείου», καθώς «τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών δεν έχουν αναμορφωθεί σε πολλές περιπτώσεις εδώ και δύο δεκαετίες, με αποτέλεσμα να είναι επιτακτική η ανάγκη επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού, τόσο του περιεχομένου όσο και της φιλοσοφίας και της προσέγγισής τους».

Τα Προγράμματα Σπουδών Γενικής Εκπαίδευσης, που, όπως σημειώνει το ΥΠΑΙΘ, «έχουν ως αφετηρία τα μαθησιακά αποτελέσματα», αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός του 2021 και θα παραδοθούν στην εκπαιδευτική κοινότητα μέσω διαδραστικού, ψηφιακού συστήματος.

Σύμφωνα με την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, «η κατάργηση του μονοπωλίου τού ενός και μοναδικού σχολικού εγχειριδίου συνάδει πλήρως με τη φιλοσοφία των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, ώστε ο εκπαιδευτικός/μαθητής να μπορεί με κριτική σκέψη να συνδυάσει πληροφορία από πολλές πηγές».

Ολα τα βιβλία θα είναι διαθέσιμα σε ψηφιακή μορφή και προγραμματίζεται να ενισχυθούν από κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την ανάπτυξη επιπλέον ψηφιακού υλικού και εφαρμογών.

Από το σχολικό έτος 2022/23

Προφανώς, ο σχεδιασμός του ΥΠΑΙΘ είναι, την επόμενη σχολική χρονιά 2022/23, να υπάρξει ένα μικτό σύστημα έντυπου και ηλεκτρονικού σχολικού βιβλίου, με έμφαση στο ηλεκτρονικό που θα πριμοδοτείται από τα νέα Προγράμματα Σπουδών (τα οποία έχουν χρηματοδοτηθεί μέσω ΕΣΠΑ με 22 εκατ. ευρώ) και, τα επόμενα χρόνια, το έντυπο να εξαφανιστεί.

Πέρα από τους ποικίλους άλλους κινδύνους, ενεδρεύει ο κίνδυνος της πλήρους εξάρτησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας από ψηφιακό υλικό. Ετσι τα σχολικά βιβλία, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις για το περιεχόμενο και την ποιότητά τους, υποβαθμίζονται. Το χειρότερο είναι ότι διασπάται ο ενιαίος χαρακτήρας των προγραμμάτων σπουδών, που δεν προβλέπουν τη διανομή των σχολικών βιβλίων, ανοίγοντας τον δρόμο για ένα διαφοροποιημένο – κατακερματισμένο σχολείο πολλών ταχυτήτων.

Σύμφωνα με τη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού (στην οποία περιλαμβάνεται η προώθηση της χρήσης ψηφιακών συγγραμμάτων, το Ψηφιακό Εκπαιδευτικό Περιεχόμενο και οι Υπηρεσίες e-Μάθησης), η στρατηγική ενίσχυσης των υπηρεσιών ηλεκτρονικής μάθησης θα υποστηρίζεται από δύο πυλώνες δράσεων. Ο πρώτος εστιάζει στην ανάπτυξη ψηφιακού περιεχομένου, ενώ ο δεύτερος στον εκσυγχρονισμό των οριζόντιων πλατφορμών και υπηρεσιών για την ανάδειξη και αξιοποίηση του περιεχομένου.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το