Χρήστος Κάτσικας
Στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης που έχει ως στόχο «την επίτευξη ενός συμπεριληπτικού ψηφιακού εκπαιδευτικού μοντέλου» αναφέρεται με κάθε ευκαιρία η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως,
Πρόσφατα σε δηλώσεις της σημείωσε ότι «η πανδημία αποτέλεσε καταλύτη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης. Οικοδομώντας στο κεκτημένο της τηλεκπαίδευσης, εργαζόμαστε καθημερινά για το αναβαθμισμένο σχολείο, το αναβαθμισμένο Πανεπιστήμιο του αύριο, με γνώμονα την ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μας»
Στην εκδήλωση για την παρουσίαση του ελληνικού προγράμματος για το Ταμείο Ανάκαμψης, παρουσία του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλας Φον Ντερ Λάιεν αναφέρθηκε στους τρεις άξονες προτεραιότητας, προϋπολογισμού 1,3 δισ. ευρώ, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης, την αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και στη «στρατηγική για την αριστεία, την καινοτομία και τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων».
Σύμφωνα με την υπουργό Παιδείας, μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού, προϋπολογισμού 450 εκατ. ευρώ, θα αναβαθμιστούν οι ψηφιακές δεξιότητες, όπως η- δημιουργία εκπαιδευτικού περιεχομένου σε διαδραστικό, προσβάσιμο ψηφιακό περιβάλλον, που ενισχύει τα νέα προγράμματα σπουδών και η αναβάθμιση και διαλειτουργικότητα των ψηφιακών υπηρεσιών στα σχολεία.
Μάλιστα η ομάδα πανεπιστημιακών Πρωτοβουλία για την Παιδεία και την Ανάπτυξη (ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α) που ειρήσθω εν παρόδω, στηρίζει όλες τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, σχολιάζοντας τα νέα προγράμματα σπουδών που ανακοίνωσε του υπουργείο Παιδείας από το Νηπιαγωγείο έως και το Λύκειο, σημειώνει πως «για την επιτυχία των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, του «πολλαπλού βιβλίου», της ελληνικής PISA και του διδακτικού μοντέλου που θέλουν να προωθήσουν, η ψηφιακή αναβάθμιση των Σχολείων αποτελεί άμεση προτεραιότητα και βασική προϋπόθεση συντεταγμένη με τις προτεραιότητες του ψηφιακού προγραμματισμού της ΕΕ 2021-2027.
Ψηφιοποίηση, Ψηφιακός μετασχηματισμός, ψηφιακές δεξιότητες: Οι νέες θεότητες!
Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί και στη χώρα μας η συζήτηση για τον ρόλο των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και την ευρεία χρήση που αυτές πρέπει να έχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Σύμφωνα, πάντα, με την κυρίαρχη άποψη «η εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στα μέσα διδασκαλίας αλλά και στη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία» καθώς «συμβάλλει στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης των μαθητών, στην αλλαγή της διδακτικής πρακτικής, της διαδικασίας της μάθησης και επικοινωνίας και εξασφαλίζει την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους μαθητές».
Παράλληλα, ήδη έχει πέσει η πρόταση για τηλε-εκπαίδευση για τα παιδιά των απομακρυσμένων περιοχών (μέχρι να φτάσει ο εκπαιδευτικός), ενώ μια πρώην υπουργός Παιδείας μιλούσε για τη δυνατότητα που έχει το κάθε παιδί να έχει την ύλη του σχολείου «στην ταμπλέτα».
Στην Ελλάδα η όποια εισαγωγή στα σχολεία των υπολογιστών και των διαδραστικών πινάκων έχει γράψει τη δική της ιστορία (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα – Πράξη «Ανάπτυξη Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού – Ψηφιακή Βάση Γνώσεων – Υποδομές για ένα Ψηφιακό Σχολείο – Ψηφιακό Υλικό για τα Σχολεία»).
Είναι χαρακτηριστικό ότι συνδέθηκε σε κάθε περίπτωση με τις «πληρωμένες οδηγίες» των λεγόμενων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), με τα ΕΠΕΑΕΚ και το ΕΣΠΑ, με έναν σχεδιασμό που πριμοδοτούνταν από την ανάγκη να απορροφηθούν κονδύλια τα οποία, με τη μαζική αγορά υπολογιστών και διαδραστικών πινάκων, επέστρεφαν κανονικότατα σε συγκεκριμένες εταιρείες νέων τεχνολογιών.
Αλήθεια και μυθολογία
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών προβάλλεται από το υπουργείο Παιδείας ως φάρμακο που θα γιατρέψει τις ασθένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Και ενώ παρατηρείται, σε επίπεδο διακηρύξεων κυρίως, πρόοδος και σπουδή για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στα σχολεία, σοβαρά χρονίζοντα προβλήματα της εκπαίδευσης παραμένουν άλυτα.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα διάδρασης με ψηφιακό υλικό και πολυμέσα σε ένα περιβάλλον εκπαίδευσης με πολλά άτομα καθώς και τη δυνατότητα ανάπτυξης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στον διαδραστικό πίνακα, δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν διαμόρφωση κειμένου και εικόνων, δημιουργία, εκτύπωση και αποθήκευση σημειώσεων για διαμοιρασμό στους μαθητές, έντυπα ή ηλεκτρονικά σε κοινό αποθηκευτικό χώρο στον υπολογιστή ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα προβολής ιστοσελίδων και βίντεο από το Διαδίκτυο, τη χρήση του για προβολές καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, για να δείξει στους μαθητές πώς θα χρησιμοποιήσουν μια εφαρμογή -επίδειξη ενός εκπαιδευτικού λογισμικού-, για να παρουσιαστεί η δουλειά ενός μαθητή σε όλη την τάξη, να δείξει βίντεο που εξηγούν δύσκολες έννοιες, για να βοηθήσει οπτικούς μαθητές ή μαθητές με ειδικές ανάγκες, για να δημιουργήσει σημειώσεις, σχήματα, χάρτες και να τα αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση.
Ωστόσο γνωρίζουμε καλά πως ο διαδραστικός πίνακας και ο υπολογιστής δεν έχουν τη μαγική ιδιότητα να εξαφανίσουν, προς όφελος εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, τα υπαρκτά προβλήματα της σχολικής εκπαίδευσης, δεν μπορούν από μόνοι τους να γεφυρώσουν τα «χάσματα» στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πέρα από το γεγονός ότι μόνο συμπληρωματικά μπορούν να βοηθήσουν, είναι φανερό ότι στο σημερινό πλαίσιο των περικοπών οι διακηρύξεις για το νέο ψηφιακό σχολείο, με τους διαδραστικούς πίνακες και τους υπολογιστές σε κάθε θρανίο μοιάζουν σαν το παντεσπάνι μιας… πεινασμένης σχολικής εκπαίδευσης.
Είναι σίγουρα εντελώς παραπλανητικό να παρουσιάζονται οι νέες τεχνολογίες σαν πανάκεια του δημόσιου σχολείου, σαν το μαγικό φάρμακο που θα λύσει τα χρόνια προβλήματα. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Επειτα από χρόνια πειραματισμών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη με τους υπολογιστές σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: «Οι υπολογιστές είναι πράγματι αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση;»
Τα στοιχεία από πολυάριθμες μελέτες πάνω στο αν οι υπολογιστές βελτιώνουν την ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία είναι εκκρεμή.
Μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την καθηγήτρια Anne Mangen του νορβηγικού Πανεπιστημίου Στάβανγκερ, σε συνεργασία με τον νευροφυσιολόγο Jean-Luc Velay του Πανεπιστημίου της Μασσαλίας, έδειξε ότι η γραφή με το χέρι ενδυναμώνει τη διαδικασία της μάθησης, σε αντίθεση με τη χρήση του πληκτρολογίου που τη διαταράσσει.
Η ερευνήτρια εξήγησε ότι στη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής εμπλέκονται μια σειρά αισθήσεις. Οταν γράφουμε με το χέρι, ο εγκέφαλός μας ανατροφοδοτείται από τις κινήσεις, αλλά και από την επαφή με το στυλό και το χαρτί. Αυτή η ανατροφοδότηση είναι σημαντικά διαφορετική από εκείνη που γίνεται όταν αγγίζουμε και χρησιμοποιούμε το πληκτρολόγιο.
Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Είναι ξεκάθαρο. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας επιβάλλει πρώτα απ’ όλα να πλουτίσει το περιεχόμενο της μόρφωσης. Η χρήση των τεχνολογιών σήμερα έρχεται να καλύψει το πλαίσιο μιας συνολικής υποβάθμισης.
e-prologos.gr