Τάσος Λειβαδίτης: Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
Στην ποίηση του Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος και το όραμα για ένα όμορφο μέλλον που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους.
Στους στίχους του μετουσιώνει την κομμουνιστική του ιδεολογία, που προσπαθεί να ξεσηκώσει τα πλήθη.
Βιώνει όμως και την ήττα των οραμάτων του, των ελπίδων του, βλέπει τη γενιά του τσακισμένη, τα όνειρά του, οι ελπίδες του, να πνίγονται από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Υπάρχει όμως ακόμα η ελπίδα, αν μπορέσουμε να τη καταλάβουμε και αν προσπαθήσουμε μαζί με άλλους να κάνουμε το όραμα πράξη.
Πώς να τελειώσω τούτο το μικρό κείμενο;
Ίσως ο καλύτερος τρόπος να είναι με ένα μήνυμα ελπιδοφόρο. Ένα μήνυμα που βγαίνει μέσα από τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη.
Να παλέψουμε όλοι μαζί χέρι – χέρι για να κάνουμε το μέλλον των ανθρώπων πιο όμορφο.
Λέγοντας: Ότι κι αν κάνουν θα νικήσουμε, ο κόσμος μας ανήκει, αυτό το αστέρι είναι για όλους μας !!!
Διαβάστε παρακάτω ένα ποίημα του και ακούστε μία ανάγνωση του ποιήματός του.
Το ποίημα, γράφτηκε από τον ποιητή το 1952 μετά από πολλά χρόνια εξορίας, (1947 – 1951), στο Μούδρο, στη Μακρόνησο, στον Αϊ Στράτη και στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Μιλάει για τη δύσκολη επιβίωση στα κολαστήρια της εξορίας, όπως τα έζησε.
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ’ τα τζάμια να τους δούμε…
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ’ το δρόμο
κι απ’ τον κόσμο την ζεστασιά….
Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό
δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
πόσο χλωμή είσαι αγαπημένη μου!
Σα να χτυπούσε η πόρτα η πόρτα μας τη νύχτα.
Η μητέρα σου σέρνοντας τα χοντρά της τσόκαρα πήγαινε ν’ ανοίξει.
Κανείς. Κανείς, ξανάλεγε. Ο αγέρας θα ‘ναι.
Εμείς σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο.
Γιατί ξέραμε το ξέραμε, αγαπημένη μου, πως δεν ήταν ο άνεμος.
Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίναν έξω από την πόρτα μας.
Κοίταξε πως ρήμαξε η γειτονιά μας, αγαπημένη μου.
Ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες τις χαραμάδες των σπιτιών
οι τοίχοι μουσκεύουνε, φουσκώνουν, ύστερα γκρεμίζονται.
Που πήγαν τόσοι γειτόνοι μας χωρίς να μας χαιρετίσουν
αφήνοντας μισοασβεστωμένο το πεζούλι τους
το χαμόγελό τους μισοτελειωμένο.
Έτσι να στρίψει κανείς τη γωνιά και δεν τον ξαναβλέπουμε.
Λέγαμε καλημέρα κ’ έπεφτε άξαφνα το βράδυ.
Που πάνε τόσα παιδιά;
Κ’ εκείνος ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωινά
ντουφεκίστηκε
κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα χαμογελώντας
ντουφεκίστηκε
και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα – το θυμάσαι αλήθεια ντουφεκίστηκε.
Το καρότσι του αναποδογυρισμένο σε μια γωνιά….
Η αγαπημένη τους θα κοιτάει τώρα κατάματα τη νύχτα
θα χώνει σα σκυλί το πρόσωπο και θα μυρίζει το πουκάμισό τους.
Κι ο ταχυδρόμος που άνοιγε με τη φωνή του τα παράθυρα ντουφεκίστηκε.
Πάρε λοιπόν το κόκκινο στόμα σου από κοντά μου, Μαρία.
Κρυώνω.
Σε όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή…
Αγαπημένη μου
σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ό,τι μπορώ να σου πω με λόγια
θα ‘θελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες
κι όμως αγαπημένη μου
δε μπορούσα
δε μπορούσα να πια να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε.
Κλείναμε πίσω μας την πόρτα και κρυώναμε
κλείναμε τα παράθυρα και κρυώναμε πιο πολύ
και καθώς γύριζα να δω τα μάτια σου
έβλεπα τα μάτια της γειτόνισας που της σκότωσαν τέσσερα παιδιά
και καθώς άπλωνα να βρω το χέρι σου
ήταν σα να ‘κλεβα το ψωμί απ’ τα χέρια των πεινασμένων.
Μ’ αγκάλιαζες
μα εγώ πάνω απ’ τον ώμο σου κοίταζα το δρόμο.
Κι’ όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά.
Αφουγκραζόμαστε από τ’ ανοιχτό παράθυρο μακριά
το βήμα των μελλοθανάτων…
Πως να ζεστάνει η κουβέρτα μας τόση παγωνιά
πως να μας προστατέψει η πόρτα μας απ’ όλη αυτήν την νύχτα.
Ανάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλο ίσκιο τους.
Τι θα απογίνουμε, αγαπημένη;
Αγαπημένη μου, ακούς;
Όχι δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο μακριά
θα ‘λεγες πως χιλιάδες βήματα κατηφορίζουνε στους δρόμους
χιλιάδες αρβύλες που βροντάνε τα καρφιά τους πάνω στην άσφαλτο.
Που πάνε; Πως μπορούν και φεύγουν;
Πως μπορούσα να ζήσω μακριά σου αγαπημένη μου.
Πως θάναβα μια λάμπα αφού δε θάτανε για να σε δω
πως να κοιτάξω έναν τοίχο που δε θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου
πως ν’ ακουμπήσω σ’ ένα τραπέζι που δε θ’ ακουμπάς τα χέρια σου
μια φέτα ψωμί που δε θα την μοιραζόμαστε πως μα την αγγίξω;
Μα όσο πάει μεγαλώνει αυτός ο θόρυβος.
Δεν έχει τόπο να κοιμηθείς. Γωνιά δεν είναι νακαθήσεις.
Όχι δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο βαθιά.
Κόψε λοιπόν αγαπημένη μου το σεντόνι μας
σκίσε τα φορέματά σου και βούλωσε τις χαραμάδες.
Οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά
στο μπόγο τους όλο το σπιτικό τους
γιατί όλο τους το σπιτικό δεν είναι
παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κ’ η αγάπη τους στη ζωή.
Ύστερα φιλιούνται και χάνονται μέσα στη νύχτα…
Ύστερα μένουμε εμείς. Που μένουμε; Γιατί μένουμε;
Πως θάνοιγα μια πόρτα όταν δε θάτανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θάναι για να σε βρω.
Όχι δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου αγαπημένη μου.
Μα απόψε σ’ όλε τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι.
Δώσε μου για μια στιγμή το στόμα σου. Κ’ ετοίμασέ μου το μπόγο μου, Μαρία.
Ήταν σα νάχε πεθάνει κ’ η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Ό άνεμος έπαιρνε τις σκηνές μας
τις στήναμε και τις ξανάπαιρνε.
Η ομίχλη περπατούσε κουτσαίνοντας πάνω στις πέτρες.
Μεγάλα μαύρα συρματοπλέγματα αμπαρώναν τον ουρανό.
Βράδιαζε σε όλο το στρατόπεδο. Θέλαμε να κοιτάξουμε μα όλο και βράδιαζε. Όλο και πιο πολύ μάκραινε ο κόσμος.
Θέλαμε ν’ ακούσουμε μα όλο και φύσαγε.
Όλο και μας πλησίαζε του σκοπού το βήμα.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε
κείνη η φωνή που νάναι για να μη χαθούμε μες τη νύχτα.
Θέλαμε να θυμηθούμε μα είχαμε πολλούς νεκρούς να θάψουμε.
Ύστερα τελείωσε η αγγαρεία και χτυπούσε σιωπητήριο.
Και τότε αρχίζανε τα κλεφτοφάναρα, τα αυτόματα, οι κραυγές
άρχιζε ο φόβος
απ’ τα φυλάκια ακούγαμε στη νύχτα να ψωνάζουν
αλτ
μα όλο και χτύπαγε η καρδιά μας και ξαναφώναζαν
αλτ.
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως νάχες κιόλας πεθανει
τόση ήταν η νύχτα κ’ βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Κ’ ήταν σα νάχε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
Τις μέρες μας τρελαίνει πάντοτε ο νοτιάς.
Οι πάσσαλοι σπάνε στον αγέρα
θάλεγες ξεθαμένα κόκκαλα.
Εμείς κουβαλάμε μεγάλες πέτρες απ’ το βουνό
κουβαλάμε στις πλάτες μας τα μεγάλα αυλάκια απ’ τις κοντακιές
το βράδυ καθόμαστε στη σκηνή και μπαλώνουμε τις φανέλες μας
λέμε κάνα αστείο
σκάβουμε με τα μάτια μας τον πάτο της καραβάνας.
Και ξαφνιαζόμαστε που τα χέρια μας γίναν γερά σα δυο χοντρές αρβύλες.
Έξω στήθηκε για μια στιγμή ο σκοπός και χασμουρήθηκε.
Ο Πέτρος χαμογελάει καθώς σκίζει τη φόδρα του και δένει την πληγή μας
ο γέρο – Μαθιός έχει δυο μάτια ήρεμα και τρία σκοτωμένα αγόρια
κι ο Ηλίας λέει: “εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα”
έτσι λέει ο Ηλίας: “εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα”
κι ας τούχουν κόψει και τα δυο του χέρια.
Ύστερα αλλάζουμε κουβέντα.
Και νιώθεις πως δε θάφτανε ο κόσμος να χωρέσει τούτο το τρύπιο αντίσκηνο
πως θάφτανε όμως η καρδιά σου να χωρέσει όλον τον κόσμο.
Κ’ έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Κ’ έτσι κάθε μέρα η βροχή σβήνει από το χώμα τα βήματά μας.
Κάθε που παίρνουν έναν σύντροφό μας
εμείς του τοιμάζουμε τα ρούχα και του δίνουμε το χέρι μας
ύστερα βάζουμε στην άκρη την καραβάνα του.
Νυχτώνει.
Γρήγορα που πληθαίνουν οι άδειες καραβάνες στη γωνιά.
Κάποιος θάθελε να βήξει, έτσι γιατί δεν ξέρει ντι να πει
ενώ ένας άλλος στέκεται ώρα και κοιτάει τα χνάρια
που άφησαν τα παπούτσια εκείνου
που πια δεν θα ξαναγυρίσει.
Πόσοι σύντροφοι αλήθεια
κοντά στην ίδια λάμπα και στην ίδια ελπίδα
μπροστά στο ίδιο ψωμί και στον ίδιο θάνατο
την ώρα που κρυώναμε μας σκέπασαν με τα μάτια τους
την ώρα που πεινούσαμε μας μοιράσανε την καρδιά τους.
Και όταν ήταν να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Τότε κ’ εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Κείνος ο σύντροφος μας είχε ένα καφετί σκούφο
και μαε τον φέρανε πληγωμένο την ώρα που βράδιαζε
ώρα που η μάνα του θα άναβε τον λύχνο
και θα τραγουδάνε οι γρύλλοι στους φράχτες της πατρίδας του.
Τον είχαν μέρες βασανίσει. Καθώς του βγάλαμε τις αρβύλες ήταν γεμάτες αίμα.
Καθήσαμε κοντά του δίχως να μιλάμε
σέρνανε τα δάκρυα στο χώμα, δίχως να μιλάμε
μονάχα νιώθαμε να μας τρυπάει η καρδιά
σαν ένα πιρούνι ξεχασμένο μες στη τσέπη του αμπέχωνου.
Τότε πήρε να βρέχει και νιώσαμε πως θα πέθαινε.
Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε. Έναν-Έναν. Στο καλό Θωμά.
Και αυτό που μας ζητάν τα μάτια σου, σου τ’ ορκιζόμαστε Θωμά.
Δε θα προδώσουμε ποτέ τα μάτια σου.
Και ξαφνικά στα μάτια του συντρόφου μας που έφευγε τόσο απλά
ξανάβρισκα τα μάτια σου, αγαπημένη.
Ναι αγαπημένη
μπορούσα πια και σ’ εύρισκα παντού.
άναβα τώρα τη λάμπα κ’ έτρεμα, όπως όταν την άναβα για σένα
μοίραζα το ψωμί με τον διπλανό μου σα να το μοιραζόμαστε μαζί
και καθώς άπλωνα να σφίξω ένα χέρι, έβρισκα το χέρι σου
Και καθώς έσκυβα ν’ ακούσω μία φωνή, έβρισκα τη φωνή σου.
Οι άνθρωποι που μας χώριζαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν σε μένα.
Και σ’ έβρισκα μέσα στη σιωπή, σ’ ένα άστρο, στην απόφασή μας
σ’ αυτό το ξεφτισμένο ημερολόγιο που μ’ άφησε ο διπλανό μου πριν πεθάνει
σ’ αυτό το παγούρι που το λιγοστό νερό του κελαηδούνε σαν το γέλιο σου
σ’ έβρισκα στα αναμμένα μας τσιγάρα που φέγγαν στο σκοτάδι σαν τα δάκρια σου
σ’ έβρισκα στην απελπισιά μας, στην ελπίδα μας, σ’ ένα μισό κασκόλ
τ’ άλλο μισό το φόραγε ένας σύντροφος την ώρα που ντουφεκιζόταν.
Σ’ είχα ξαναβρεί όλες τις νύχτες που δεν ήξερα αν θα σε ξαναδώ.
Κι όταν το βράδυ πλάγιαζα στο παγωμένο αντίσκηνο
κι άκουγα τη βροχή
ονειρευόμουνα
και σ’ εύρισκα.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Ναι αγαπημένη μου. πολύ πριν σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε.
Τι έχεις αγόρι;
Δεν μίλαγα.
Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
ένα κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής
ήτανε που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια
ήτανε γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν κτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα
δεν ήτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο
ήτανε η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα.
Πάντοτε.
Και όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;
- μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου…
Θυμάσαι αγάπη μου, “την πρώτη μεγάλη μέρα μας;”
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
εν’ απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή-σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγουδούσε τις λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. δεν μπορεί κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στον σταθμό
που μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρια που δεν άντεξα στο τέλος να κρατήσω – πόσο σου πήγαιναν.
Α, ήταν ζεστό το σπιτικό μας τότε
χαρούμενη η λάμπα μας
μεγάλος ο κόσμος.
Απ’ την κουζίνα μύριζε τηγανισμένο λάδι.
Έσκυβα αγάπη μου και φιλούσα τ’ αλευρωμένα χέρια σου
τα χείλη μου γέμιζαν όλο αλεύρια. Σε φίλαγα ύστερα στο στόμα
και γέμιζαν και τα δικά σου χείλη αλεύρια
Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε.
Από το ανοιχτό παράθυρο μας καλησπέριζε η άνοιξη. Ένα κορίτσι αντίκρυ τραγουδούσε.
Πόσο ήταν όμορφο να ζει κανείς.
Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σε όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομά σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου κ’ έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κ’ εμπιστοσύνη.
Θυμάμαι που γονάτιζα τα βράδια και σούβγαζα τα παπούτσια πόσο με πίκραιναν τα παπούτσια σου, πάντοτε λυπημένα, φαγωμένα στις άκρες ίσως κιόλας να μπάζανε νερά, αγάπη μου μα δεν τόλεγες. Μόνο χαμογελούσες.
Ύστερα έσκυβες σιωπηλή και μπάλωνες το παλιό σακάκι μου.
Έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου.
Όχι λοιπόν, δεν θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς ; Άκούς ;
Ήτανε τότε που οι μέρες δεν ξέρανε την καταχνιά
τότε που άδειαζε η δύση στην αυλή μας μια ποδιά γεμάτη ροδοδάφνες.
Θυμάσαι ένα βράδυ που χτένιζα τα μαλλιά σου
και συ με κοίταζες απ’ τον καθρέπτη και κάτι σιγοτραγουδούσες ;
Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη, στα χέρια σου για πάντοτε ακούμπησα την καρδιά μου.
Τα μάτια σου
α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου
όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου τα τραγούδια
όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα.
Τα μάτια σου.
Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στη βραδιασμένη κάμαρα
ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες.
Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνούσα το τρύπιο πάτωμα
έλεγα κιόλας, να, μες απ’ τις τρύπες
όπου και νάναι θα φυτρώσουν μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Θυμάμαι εκείνη την νύχτα που κοιτούσαμε ώρες τον ουρανό
σ’ ένοιωθα μέσα στα χέρια μου να τρέμεις.
“Αστέρια, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή
κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη.
Αστέρια, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ κ’ εκείνη να πεθάνουμε μαζί”.
Κ’ έτσι αυτήν τη νύχτα
είχαμε στη μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα γόνατα που σε γέννησε για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμά σου
να κρύψω σα φυλακτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ’ έχει δει γυμνή πριν από μένα
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόσο ατελείωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη μου, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ από τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρια και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερα δοθεί.
Και γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού
ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.
Σαν μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια τα εσώρουχά σου επάνω στην καρέκλα.
Κ’ ύστερα τίποτε άλλο παρά η αγάπη μας
τίποτ’ άλλο παρά εγώ κι’ εσύ
τίποτ’ άλλο παρά οι δυο μας
κι ούτε χτες
ούτε αύριο
τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα
τίποτ’ άλλο παρά εγώ κι’ εσύ
τώρα, τώρα
μαζί
τώρα μαζί
πάντα μαζί
οι δυο μαζί…
Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι.
Το παιδί μας θάθελα να σου μοιάζει, έλεγα.
Όχι, έκανες εσύ. Το παιδί μας θάθελα να μοιάζει εσένα.
Τότε σπάσαν την πόρτα μας,
Έπρεπε να χωριστούμε, Μαρία,
να χωριστούμε για να μην ξαναχωρίζουν πια οι άνθρωποι.
Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά σου ν’ αποχαιρετήσω το παιδί μας.
Αντίο. Αντίο.
Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.
Τώρα θα πέφτει απότομα το βράδυ.
Θα βιάζονται οι άνθρωποι στους δρόμους. Οι γυναίκες θα κλείνουν τρομαγμένες την πόρτα και θ’ αγκαλιάζουν τα παιδιά τους.
Μα τα πεινασμένα πρόσωπα των παιδιών ρίχνουν στον τοίχο έναν ίσκιο μαύρο
σαν τον ίσκιο ενός ψωμιού.
Εσύ θα κάθεσαι στο ίδιο εκείνο χαμηλό σκαμνί μας
η στέγη ολοένα θα στάζει
από ένα παλιό σεντόνι θα ράβεις τα ρουχαλάκια του παιδιού μας
θα μπαλώνεις με την πίκρα σου το κενό του χωρισμού.
Άραγε φέγγει ακόμα ο ουρανός που βλέπαμε απ’ το παράθυρο
ανθίζει πάντα στην αυλή η μικρή ροδακινιά ;
Ένας – ένας θα χάνονται οι εργάτες απ’ τ’ αντικρινό μηχανουργείο.
Μα όταν χτυπάει η πόρτα μας τη νύχτα
η μητέρα σου δε θα φοβάται πια.
Θ’ ανάβει μονάχα τη λάμπα για να μη χάνουνε τον δρόμο οι μελλοθάνατοι
ύστερα θα φυσάει τη φωτιά για νάχουν ζεστασιά οι σκοτωμένοι
κ’ εσύ θ’ ανοίγεις με χέρια σίγουρα και θ’ αφουγκράζεσαι στη νύχτα
εκείνον τον μεγάλο θόρυβο
εκείνο το ασίγαστο και μακρινό ποδοβολητό.
Γιατί τώρα αγαπημένη, ξέρεις
γιατί ξέρουμε.
Χιλιάδες άνθρωποι υπερασπίζονται τον κόσμο
και την αγάπη μας.
Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι’ απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα χαρούμενο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες
πατάνε πάνω στον έρωτά μας.
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας
και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου
που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια
που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια
που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται,
αγάπη μου,
και όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ…
Σ’ αγαπώ όσο δεν μπορώ να σου πω με λόγια.
Όλη η χαρά είναι στα μάτια σου, ολάκερη η ζωή στα χέρια σου
όλος ο κόσμος σ’ ένα τοίχο που πεφτει ο ίσκιοε σου το βράδυ.
Όχι, δε θα μπορούσα να ζούσα μακριά σου, αγαπημένη μου.
Όμως εμείς μπορούμε να αγαπάμε και να χωρίζουμε
αυτό θα μείνει πάντοτε δικό μας
αυτό δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Αυτήν την αγάπη, αυτόν τον πόλεμο, αυτήν την πίστη μας στη ζωή.
Αντίο, λοιπόν, αντίο.
Για νάναι πάντοτε τα μάτια σου γελαστά
αντίο
για να μη χαθούν οι όμορφες στιγμές που ζήσαμε
αντίο
για να να μη μας τρομάζει η νύχτα, να μη μας κλέβουνε τον ουρανό
αντίο.
Για να πάρει τέλος πια η αδικία στον κόσμο
αντίο.
Μπορεί κιόλας να σκοτωθούμε, αγάπη μου. Μα ποιός το λογαριάζει.
Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα
δίχως όνομα
χιλιάδες γυναίκες ξύπνησαν ξαφνικά το πρωί
και βρέθηκαν για πάντοτε μοναχές.
Τα παιδιά δεν έχουν ούτε χάδι, ούτε ψωμί. Αντίο.
Ίσως να μη ξαναγυρίσω.
Ένας άλλος θα κλειδώσει τα χέρια του γύρο απ’ το ζεστό κορμί σου.
Μη με ξεχάσεις.
Μα όχι, όχι, αγάπη μου, πρέπει να με ξεχάσεις.
Θα πρέπει ολάκερη να του δοθείς
όπως κάποτε δόθηκες σε μένα.
Μονάχα όταν κάποτε ακούσετε ζητωκραυγές και σταθείτε στη μέση του δρόμου
κοιτάζοντας τις σημαίες μας να ξεδιπλώνονται στον ήλιο τότε
ώ, τότε, θυμήσου με – θυμήσου με μια στιγμή – μια στιγμή μόνο.
Κ’ ύστερα σφίξε το χέρι του κι ανοίξτε το βήμα σας βαδίζοντας προς το μέλλον.
Έλα, λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θε μου τι όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμασταν στο παράθυρο
Μακριά ένα γραμμόφωνο κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτήν την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το βράδυ είναι δικό μας.
Κ’ εκείνο τ’ άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρο απ’ τον λαιμό μου και φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα λοιπόν, μην κλαις.
Έτσι μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις – να χαμογελάς.
Εμείς θα ζήσουμε, αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό,τι κι αν κάνουν
θα νικήσουμε.
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.
Θα αγοράσουμε τότε κι εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο και θα το βάζουμε να παίζει όλη την ώρα.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ᾿ όνομά σου,
αγάπη, μ᾿ όλη μου την δύναμη.
Να τ᾿ ακούσουν οι χτίστες απ᾿ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν᾿ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ᾿ ακούσει η άνοιξη
και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες
να τ᾿ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου
και να το ξαναπούνε μ όλες τις καμπάνες τους
να το κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες
χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους.
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ.
Και να,
που πια δεν ήμαστε εμείς οι δυο μες την αγάπη μας.
Μες στην αγάπη μας η πεθαμένη μητέρα μου ανεβαίνει έναν άσπρο λόφο
και μαζεύει στην ποδιά της τις αχτίδες του πρωινού
μες στην αγάπη μας διαβαίνουν με καντάδες όλα τα όλα τα σκοτωμένα παιδιά της γειτονιά μας
μες στην αγάπη μας όλα τα μαραμένα κορίτσια δεν αναστενάζουν πια
μα έχουν κι αυτά ένα χαμόγελο, ένα λουλούδι κι ένα παλικάρι που θα του δοθούνε
κ’ εκείνο το άλαλο παιδάκι της γειτόνισσας μες την αγάπη μας μπορεί και τραγουδάει
μες στην αγάπη μας μια λάμπα φέγγει στους ταπεινούς
μες στην αγάπη μας αχνίζει ένα ψωμί για τους πεινασμένους
μες στην αγάπη μας είναι ένα κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα
μες στην αγάπη μας όλοι οι νεκροί δεν είναι άγνωστοι πια
μα τους φωνάζουμε όπως η μητέρα τους με τα μικρά ονόματά τους
μες στην αγάπη μας χιλιάδες άνθρωποι βαδίζουν με σημαίες
άλλος πέφτει, άλλοι τρέχουν και αμέσως και σηκώνουν την σημαία του
κι όλο βαδίζουν κι όλο προχωράνε κι όλο πηγαίνουν με ζητωκραυγές
μες στην αγάπη μας.
Και ξαφνικά, αγαπημένη μου,
είναι σάμπως να μη χωρίσαμε ποτέ.
Ποιος θα μπορούσε εμάς τους δυο να μας χωρίσει!
Εμείς και μ’ όλη τούτη τη μεγάλη θάλασσα ανάμεσά μας
είμαστε κοντά
έτσι λίγο να κάνω και πάνω απ’ όλη αυτή τη θάλασσα
θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου. Θα βρω το στόμα σου.
Εμείς είναι σα νάμαστε μπροστά σ’ εν’ ανοιχτό παράθυρο
στο σπιτικό μας, ένα φεγγερό πρωινό του Μάη.
Κοίταξε, κοίταξε, αγαπημένη μου
οι γυναίκες της γειτονιάς μας βρήκαν κι ασβεστώνουν τα πεζούλια τους.
Τι περιμένουν άραγε και τ’ ασβεστώνουν. Κάτι περιμένουν.
Κι εμείς περιμένουμε.
Κ’ ίσως η Ισπανία περιμένει.
Καλημέρα γειτόνισσες.
Να, κ’ εκεί, η αγάπη μου, εκεί στη γωνιά, κοίταξε την άνοιξη πούρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που μας γνέφουν με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις αχτίνες του ήλιου
κοίταξε, μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. καλημέρα.
Κι αυτοί εκεί κάτου στον ορίζοντα ανεβασμένοι σ’ ένα μεγάλο γιαπί
ίσως φτιάχνουν έναν καινούργιο νεροφράχτη ή ίσως ένα μνημείο για τους νεκρούς μας.
Μπορεί κιόλας να θέλουν να μαζέψουν μια αγκαλιά αστέρια
για την αγαπημένη τους.
Καλημέρα.
Κ’ εκεί, στο βάθος, πολύ μακριά
κοίταξε αυτήν τη γριούλα που πλέκει καθισμένη σ’ ένα κατώφλι της Ασίας.
Ξέρεις τι πλέκει αγάπη μου ; Πλέκει στην κόρη μας τις αυριανές καλτσούλες της.
Καλημέρα όλα εσείς μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου. Πέστε μου δεν είναι όμορφη ;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω. Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.
Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου,
εμείς δε θα πεθάνουμε.
Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν
το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε
Αφού θα τραγουδάνε
το τραγούδι που αγαπήσαμε
Αφού θ΄ ανασαίνουν σ΄ έναν κόσμο,
που εγώ κ΄ εσύ τον ονειρευτήκαμε
ε, τότε, αγαπημένη,
θάμαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά.
Αφού σε κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
Στο ήρεμο ψωμί,
Στα δίκαια χέρια,
Στην αιώνια ελπίδα,
πως θα μπορούσαμε,
αγαπημένη μου,
να χουμε πεθάνει…
πηγή: loukassagias.blogspot.com
e-prologos.gr