Ένας απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης, υπήρξε ο Τάσος Λειβαδίτης που χάθηκε πρόωρα και ξαφνικά. Η ιδιότυπη ποιητική ευαισθησία και ανθρωπιά, ο ιδεολογικός πλούσιος χώρος της αριστερής ιδεολογίας καθόρισαν τα σχήματα της ζωής του και στοιχειοθέτησαν την ιδιοτυπία της ποίησής του, μιας ποίησης βαθύτατα μελωδικής, απλής, μα και κοινωνικής· μιας σύνθεσης μικρών και μεγάλων οραμάτων που σαλπίζουν το χρέος του αριστερού ανθρώπου και την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής.

«Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», αποτελούν την τελευταία συνεισφορά του ποιητή στην τέχνη του και την αριστερή διανόηση και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθούμε σ’ αυτήν τη συλλογή, στα ποιήματά της, στο άγρυπνο μάτι με το οποίο ο ποιητής παρακολουθεί μ’ ένα αίσθημα πίκρας και απογοήτευσης την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» των προτύπων της αριστεράς, τη διάβρωση των ηγεσιών της, αλλά και την εμμονή στο όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε.

 Αρχικά στο ποίημα «ΤΟ ΠΟΥΛΙ με ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ» επισημαίνει πως σύγχυση, άγνοια και ημιμάθεια καλλιεργήθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους της αριστεράς, έννοιες και όροι δυσνόητοι στρεβλώθηκαν, η κατάρτιση στη θεωρία σαν εργαλείο σκέψης και δράσης που υπήρξε αυθαίρετο ρητορικό σχήμα, εντολή τυφλής υποταγής:

«Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθησε στο αντικρινό δέντρο
και κάτι σφύριξε
Ω, αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως είχα βρει
το νόημα του κόσμου
»

Το νόημα του κόσμου, το προαιώνιο πρόβλημα, να κατανοήσεις γιατί και πώς και ποιο περιεχόμενο πρέπει να δώσεις στον κόσμο που μέσα του ζεις και κινείσαι. Δύσκολο να καταλάβεις τη δομή και τις ιεραρχήσεις του, δε σ’ αφήνουν να βρεις το νόημά του.

Στη συνέχεια στον «πρώτο στίχο» προσδιορίζει το ρόλο του πνευματικού ανθρώπου – αγωνιστή, κερδίζει την αθανασία, αλλά ναι κι ένα μαρτυρικό σύμβολο του πάσχοντα ανθρώπου.

«Θυμάμαι παιδί που έγραφα τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα
»

  Μνήμες ξυπνούν «στα κιτρινισμένα χαρτιά» όλων εκείνων που χάθηκαν στους αγώνες και προσδοκούν από μας συνεχίζοντας στο δρόμο του χρέους να φτάσουμε στη δικαίωση:

«κι εσύ, αρχαία λυπημένη σελήνη, καμιά φορά
θαρρούμε πως ακούμε τη φωνή σου,
σαν τη φωνή εκείνων που δε θα ξανακούσουμε
ποτέ»

Στο «Ακαθόριστο πρόσωπο» ο ποιητής νοσταλγεί τα τρυφερά σχήματα των παιδικών αισθημάτων, την αγνότητα των νεανικών αγώνων και θρηνεί τη συντριβή των προτύπων της αριστεράς, ενώ προφητεύει μ’ εκείνο το ειδικό ένστικτο των ποιητών το θάνατό του.

«Ω συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισε όλους τους δρόμους
για να μας ανοίξει ένα μονοπάτι στο άγνωστο.
Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία
»

Η συντριβή της ελπίδας μας ανοίγει νέους δρόμους, άγνωστους για πολλούς, όμως το όραμα στέκει ολοζώντανα φωτεινό κι είναι δύσκολο να ζητήσει κανείς μέσα σ’ αυτό το σάλο το μερίδιο του, να καταλογίσει άμεσα τις ευθύνες των άλλων, να απαντήσει στην ερώτηση: «Ποιος μας πρόδωσε;»

«Αξίζει κανείς να κλειδώσει την πόρτα
και να κλάψει την προδομένη ζωή του;
Όχι, ίσως πρέπει όταν χαθείς, να ψάξεις
ξανά να μάθεις ποιος είσαι
»

Η πίκρα του ποιητή διαπιστώνει πως τώρα το σπίτι όσων πιστέψαμε και διαψεύστηκαν είναι ένα σπίτι νεκρών, πρέπει να το κλειδώσουμε και πατώντας πάνω στα ξερά φύλλα να αναζητήσουμε στους ορίζοντες τη νέα προσπάθεια.

ΣΤΙΣ ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΕΙΣ περιγράφει ότι πέθανε για πράγματα μακρινά που τα είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο ζωής.

Συχνά χαρακτηρίζει τους ηγέτες του κινήματος και τους στιγματίζει σαν δυσκίνητους, δύσκαμπτους, αμετακίνητους στο τέλμα μιας ακινησίας στην εφαρμογή των ιδεών, πρόσωπα χωρίς φαντασία, θιασώτες της στατικότητας και τους προσφωνεί:

«ω, εσείς που ναυαγήσατε σε θάλασσες που δεν ταξιδέψατε ποτέ»

Μέσα από τη σίγουρη κόκκινη ασφάλεια της γραφειοκρατίας παρίσταναν οι στατικοί τους ταξιδιώτες και εφάρμοζαν θέσεις και οικοδομούσαν κόσμους, που ποτέ δεν ταξίδεψαν να τους γνωρίσουν, στο βυθό της εμπειρίας, στην άκρη της δοκιμασίας, της δοκιμής και πλάνης, του ανοίγματος σ’ ένα νέο γίγνεσθαι που διαρκώς εξελίσσεται. Και όποιος για τον ποιητή σωπαίνει, συντηρεί τα λάθη, δεν απαντά στα μεγάλα ερωτηματικά της ζωής και της ύπαρξης:

«όμως εσύ σωπαίνεις, γιατί δε μιλάς, πες μου
γιατί ήρθαμε εδώ; από πού ήρθαμε;
»

Τώρα που οι ποιητές θα μετρήσουν τα βάθη της αβύσσου, η ποίηση θα γίνει η αρχή του μεγάλου ονείρου μας και το τέλος του μικρού μας ταξιδιού. Ο κίνδυνος οι νέοι πνευματικοί και καλλιτεχνικοί δημιουργοί να εμπνευστούν και να συγγράψουν έργα ρουτίνας, προσωπικές, ατομικές σκέψεις κι αποτυπώματα ατομικισμού είναι ορατός, γι’ αυτό κι ο ποιητής κυνικά σχεδόν τους συμβουλεύει:

«Μόλις τελειώσετε, συν Θεώ, το πρώτο σας κείμενο,
κατεβείτε κάτω στην αποθήκη και κρεμαστείτε…
»

Διαπιστώνει ότι τα περισσότερα σύγχρονα παράγωγα στην ποίηση και λογοτεχνία, αποτελούν προϊόντα υποκουλτούρας, παραφιλολογίας, υποβάθμισης της πολιτιστικής συνείδησης του λαού, προορισμένα να σκοτεινιάσουν πιο πολύ τη ζωή μας, να διαβρώσουν τη συνείδησή μας.

Με τρόμο ακόμα διαπιστώνει πως το τέλος του εικοστού αιώνα θα μας καλέσει να προσυπογράψουμε το τέλος του πολιτικού ανθρώπου, αν εμείς του άλλου κόσμου δεν κινηθούμε ν’ αντιστρέφουμε αυτήν την πορεία απολιτικοποίησης των νέων, έτσι τονίζει στο ΑΛΛΟΘΙ:

«αυτοί οι νέοι, δεν περιμένουν τίποτα
αβοήθητοι, ολομόναχοι, με μόνη δύναμη,
να μην έχουν καμμιά δύναμη
»

Επιτακτικό χρέος μας να βοηθήσουμε τη νέα γενιά να πιστέψει στη δύναμή της και να την αξιοποιήσει δημιουργικά:

Συχνές είναι οι αναφορές συγκίνησης και σεβασμού στους παλιούς συντρόφους, που ζητάνε επιτακτικά η επαγγελία των αγώνων να γίνει επαναστατική πραγματικότητα. Είναι αθάνατοι για όσα πρόσφεραν και όσα συμβολίζουν.

«Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν
τώρα στο βάθος των δρόμων
όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις…
»

Εδώ ο ποιητής πιστεύει ότι υπάρχουν δυνατότητες επιλογής, μέσα από διαφορετικούς δρόμους ή τρόπους σκέψης θα συναντήσεις τους παλιούς συντρόφους, ποιο νόημα όμως θα έχει αυτή η συνάντηση, το δίνει ο τίτλος του ποιήματος ΑΘΑΝΑΣΙΑ, σίγουρα να διδαχτείς το θετικό κι όχι να επιστρέφεις στα σκουριασμένα τοπία των λαθών του παρελθόντος, αυτοί οι σύντροφοι εξάλλου δεν είναι οι επώνυμοι και απόλυτα υπεύθυνοι για τις τραγωδίες των αγώνων, είναι οι απλοί, οι ανώνυμοι, οι αιώνιοι κι αθάνατοι οραματιστές.

Στα «χειρόγραφα του φθινοπώρου» ο Τάσος Λειβαδίτης ψηλαφεί και ζητήματα ιδεολογίας· ιδεολογίας που γίνεται πίστη και προσφορά στο συνάνθρωπο. Έτσι ο ιδεολόγος Α.

«Φυσικά προσπαθεί να κρύψει το σακατεμένο χέρι του,
έτσι, κρατάει πάντα μια σημαία
»

Το σύμβολο πηγή νέας έμπνευσης ή στειρότητα των εποχών.

Διαπιστώνει ακόμα πως οι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί ηγέτες πέφτουν στην παγίδα της καρεκλολαγνείας, ενσωματώνονται και σκεβρώνουν, γιατί αποκόβονται από την πηγή ζωής και δράσης τους, την πλούσια ιδεολογία του αριστερού χώρου, την ακτινοβολία των διαχρονικών αξιών του, έτσι τονίζει στον ΙΔΕΟΛΟΓΟ Β!

«Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα
έπεφτα στην παγίδα
»

Έτσι στέκομαι χρόνια όρθιος σα ν’ ακούω τη Διεθνή. Εδώ δεν είναι το συναισθηματικό ερέθισμα που μεταδίδει ένας ύμνος, είναι το επιστέγασμα, η αναβάπτιση μέσα σε μια σειρά επαναστατικές θέσεις και εκτιμήσεις, που διορθώνουν την ιδεολογική υπόσταση του αγωνιστή που στέκει ορθός, μακριά από θέσεις και αξιώματα. Αναβάπτιση στην προαιώνια διαλεκτική του κόσμου, στη νομοτέλεια θέσης και αντίθεσης, που οδηγεί σε νέους κόσμους, νέα σχήματα, ενισχύει την ελπίδα και την αισιοδοξία.

Το μικρό αυτό αφιέρωμα δε φιλοδοξεί να αναλύσει ή να εμβαθύνει στα τελευταία ποιήματα της ζωής του ποιητή, απλά θέλει να καταγράψει, να αποδώσει κάποιες κραυγαλέες θέσεις του επίκαιρες και διαχρονικές και να γίνει ένα μικρό οδοιπορικό αφιέρωμα τη μνήμη του. Στη μνήμη αυτού που δεν συμβιβάστηκε, δεν ταλαντεύτηκε, δεν εκπόρνευσε τις ιδέες του, αλλά επέμενε να εφαρμόζει όσα έγραφε στα 1952 στο μοναδικό του ποίημα «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος», ΚΕΔΡΟΣ 1952. Σεμνός και συνεπής, με ήθος και συμφωνία λόγων και έργων έφυγε αθόρυβος, πικραμένος, χωρίς να τιμηθεί όπως του άξιζε γνωρίζοντας πολύ καλά τη Νέα γεωγραφία των πραγμάτων, όπως την καταγράφει.

«Αγαπούσε μια κοπέλα που έμενε στην Ξάνθη.
Δεν τον άφησαν να πάει.
Άπλωσε κι αυτός το αντίσκηνό του σ’ ένα ερημικό  δέντρο
κι έγραψε πάνω με κιμωλία: Ξάνθη.
Τι ματαιότης οι αποστάσεις»

Έτσι, καθώς η δύναμη της φαντασίας και των αισθημάτων γεφυρώνουν τις αποστάσεις, έρχομαι κοντά σου και υποκλίνομαι ποιητή μαζί με τον τυφλό σου που κρατάει λύχνο και το διάβολο με το κηροπήγιο.

 Γιώργος Ηρακλέους

πηγή: Αντιτετράδια, τ.15, καλοκαίρι 1991

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το