επιμέλεια: Αναστασία Λεοντή
Προσφυγιά, Αντίσταση, Δεκέμβρης. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι…
Μια συζήτηση, που μαγνητοφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2018. Δύο γυναίκες δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισες, με καταγωγή των πατέρων τους από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, συγγενείς εξ αγχιστείας και αγαπημένες φίλες, θυμούνται τους γονείς τους και τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση, στην προσφυγογειτονιά του Βύρωνα. Το Μπλόκο του Βύρωνα στις 7 Αυγούστου του 1944, η ομηρεία, η Αντίσταση, η Καισαριανή, η Απελευθέρωση, ο Δεκέμβρης. Συγκίνηση, περηφάνεια, ανθρώπινες ιστορίες, ιστορικές πληροφορίες και σκέψεις. Είναι η Αναστασία Λεοντή και η Μαίρη Παριανόγλου-Γιανουσάκη. Οι γονείς της Αναστασίας ήρθαν στην Ελλάδα έφηβοι, της Μαίρης νέοι. Η συζήτηση έγινε στο σπίτι της Μαίρης, στο Βύρωνα.
Μαίρη Π. -Στους συνοικισμούς στην Καισαριανή και στον Βύρωνα, όπως τους θυμάμαι παιδί, αυτή η περιοχή, ιδίως στην οδό Λυδίας, που έβγαινε το ρέμα, ήτανε της νονάς μου το σπίτι. Το σπίτι της ήτανε από τα προσφυγικά, δεν είχε ταβάνι, ήταν κατευθείαν με τον ουρανό, φαντάσου, με κρύο, με ζέστη και οτιδήποτε, και ήτανε πάντα μπουμπουλωμένη με σάλι, παλτά και ιστορίες μέσα στο σπίτι, που πήγαινα να τη δω. Και η γειτονιά ήτανε όλο ζωή. Οι γυναίκες, η μία με την άλλη, να βοηθήσουνε, να μιλήσουνε στα παιδάκια, μεσ’ στα ρείθρα, βέβαια, έτρεχαν τα νερά, από τις μπουγάδες κλπ, αυτό όμως για μένα ήτανε ένα πανηγύρι…
Αναστασία Λ. -Ένας κόσμος άλλος, μαγικός…
Μ.Π. -Αυλή των θαυμάτων, που λένε. Ήτανε η αυλή των θαυμάτων. Και αυτά μου είχανε μείνει και πήρα το διαμέρισμα στην Καισαριανή (όταν συνταξιοδοτήθηκε). Και οι συνάδελφοι μου λέγανε «Στην Καισαριανή;!».
Α.Λ. -Για πες, λοιπόν. Εσείς στον Βύρωνα πότε ήρθατε; Οικογενειακώς, με τον μπαμπά. Εδώ γεννήθηκες. Μετά πήγες στην Καισαριανή.
Μ.Π. -Η μαμά μου είχανε προσφυγικό σπίτι, στην οδό Μικράς Ασίας, στο Βύρωνα. Μετά, όταν δώσανε την (προσφυγική) αποζημίωση, επειδή είχανε περιουσία πολλή, και πήρανε πολλές ομολογίες, η γιαγιά μου αγόρασε εδώ ένα οικόπεδο, που είχανε κάνει οι Αλατσατιανοί σαν συνεταιρισμό, και το είπανε «Νέα Αλάτσατα». Και έχτισε αυτό το σπίτι. Ήτανε ωραίο, σαν νεοκλασικό, σ’ αυτό το στυλ. Και τα ταβάνια πλουμισμένα, με τα γύψινα, πολύ ωραία γύψινα, πολλή δουλειά απάνω.
Α.Λ. -Τι έγινε αυτό το σπίτι;
Μ.Π. -Ε, το γκρεμίσαμε και κάναμε την πολυκατοικία. Αρχίσανε τα δοκάρια της στέγης να πιτσικάρουνε, βγήκανε κατσαρίδες από κάτω απ’ το υπόγειο, ήτανε χώμα κάτω. Υγρασία, ξεκόλλαγαν τα πλακάκια από τους τοίχους. Τι να επιδιορθώσεις;
Α.Λ. -Ο μπαμπάς σου ήρθε παλληκάρι από τη Μικρά Ασία. Με τη μαμά σου ήταν παντρεμένοι από κει;
Μ.Π. -Όχι. Η μητέρα μου είχε παντρευτεί εκεί, αλλά χάθηκε ο άντρας της στον πόλεμο το ’22. Ήτανε χήρα.
Α.Λ. -Στον Διωγμό του ’22 χάθηκε ή στο μέτωπο;
Μ.Π. -Στο μέτωπο. Και ο αδελφός της. Ο οποίος ήρθε από την Αμερική, γιατί είχε φύγει για να μην πάει στα «αμελέ ταμπουρού», που τους πηγαίνανε. Και όταν έγινε η (Μικρασιατική) εκστρατεία αυτός σκέφτηκε «εγώ έχω τόση περιουσία. Θα πάω να πολεμήσω, να ζήσω στην πατρίδα μου, στο χωριό μου, με τη μάνα μου» . Αλλιώς του βγήκανε… Υπάρχει ακόμα ο μύλος του ΧατζηΦουστάνα, του παπού μου. Αυτοί που πάνε (τώρα) εκεί, οι Αλατσατιανοί, λένε: «Αυτός είναι ο μύλος του ΧατζηΦουστάνα».
Α.Λ. -Εγώ πήγα στα Αλάτσατα, το 199… Δεν ήξερα πού να ψάξω για να βρω, αν υπήρχε, το σπίτι του παππού μου. Η θεία μου η Ζωή μού είχε πει ότι ήταν σε μια τοποθεσία τα «Τρία Πηγαδάκια». Τους τρείς μύλους τους είδα. Για τους μύλους μου έλεγε και η θεία Ζωή. Η εξαδέλφη μου η Γιασεμή, από την Αμερική πήγε στα Αλάτσατα όσο ζούσε ο πατέρας της, βρήκανε το σπίτι του παππού σου και πήρε και φωτογραφίες. (Ο πατέρας της Γιασεμής, σύζυγος της αδελφής του πατέρα μου Μαριάνθης, ήταν αδελφός του πατέρα της Μαίρης, Κώστα Παριανόγλου).
Μ.Π. -Το σπίτι του παππού του Παριανόγλου, ήτανε στο δρόμο Αϊσέκαντίν (σύζυγος Αϊσέ στα Τουρκικά). Αυτή η Αϊσέ, ήταν μία Τουρκάλα, όταν πηγαίνανε οι γυναίκες για νερό, ήτανε το «πρακτορείο Ρώυτερ». Και έμεινε και ο δρόμος «Αϊσέκαντίν».
Α.Λ. -Λέγεται και σήμερα έτσι ο δρόμος;
Μ.Π. -Όχι. Τα Αλάτσατα έμειναν, όπως λέμε, διατηρητέος οικισμός.
Α.Λ. -Επομένως, ο μπαμπάς σου και η μαμά σου εδώ γνωριστήκανε και παντρευτήκανε.
Μ.Π. -Γνωριζόντουσαν και από εκεί. Αλλά έγινε εδώ ο συνοικισμός και ήρθε και ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου ήξερε δύο γλώσσες, ήτανε και απόφοιτος της Σχολής της Εμπορικής της Σάμου. Επρόκειτο τον Αύγουστο του ’22 να πάει στην Εcole Normale, για να συνεχίσει τα Οικονομικά. Ο παππούς είχε καλή σοδειά εκείνη την εποχή, γινότανε το εμπόριο απευθείας με τον καπετάνιο, πληρωμή επί τόπου σε λίρες χρυσές ή Τούρκικες χρυσές ή άλλο, αλλά αντί για Ecole Normale πιάστηκε αιχμάλωτος, γιατί πήρε όπλο και πήγε να πολεμήσει. Και ξεσήκωσε κι έναν ξάδελφό του και το ’χε ύστερα το βάρος γιατί σκοτώθηκε εκείνος, χάθηκε. Και πήγανε να πολεμήσουνε. Και τους πιάσανε οι Τούρκοι με τα όπλα και τρεις φορές γλύτωσε το εκτελεστικό. Τα έχει γράψει όλα η Γιασεμή στο βιβλίο της.
Α.Λ. -Πώς ήρθε στην Ελλάδα;
Μ.Π. -Μετά τον πήρε ένας Τούρκος, όταν ηρέμησαν πια τα πράγματα κι άρχισαν να γίνονται και ανταλλαγές, τον πήρε ένας Τούρκος σαν υπηρέτη.
Α.Λ. -Αυτά γίνονται μετά το ’22, μάλλον, όταν πέρασε η μπόρα…
Μ.Π. -Και τον είχε στο κτήμα του, αλλά του ανέθεσε να φροντίζει τον γιό του, ένα παιδάκι 6-7 χρονών περίπου, και ήτανε ενθουσιασμένοι οι γονείς, που είχε πολύ καλή επαφή με το παιδί, και τελικά τον βοήθησε η Τουρκάλα, του ’δωσε ρούχα και δραπέτευσε και πήρε ένα τραίνο και ευτυχώς του ’ρθανε βολικά τα πράγματα…
Α.Λ. -Σε ποιο μέρος ήτανε η οικογένεια αυτή;
Μ.Π. -Στη Φιλαδέλφεια.
Α.Λ. -Τον πήρανε από τους αιχμαλώτους;
Μ.Π. -Ναι, τους τον δώσανε για υπηρέτη.
Α.Λ. -Και από κει ήρθε στην Ελλάδα κατευθείαν;
Μ.Π. -Από κει βγήκε στη Χίο που ήτανε ο πατέρας του και η μητέρα του.
Α.Λ. -Και η γιαγιά μου με τα παιδιά έφθασε στη Χίο. Ο παππούς χάθηκε εκεί, δεν ξέρουμε πώς. Τον πήραν οι τσέτες από το σπίτι του.
Μ.Π. -Και όταν συνήλθε πια, γιατί είχε ελονοσία, ήτανε σε κακό χάλι, ήρθε στην Αθήνα, που ήτανε ο αδελφός της μητέρας του, ο θείος ο παπάς, ο παπα-Γιάννης, Κακογιάννης, ήτανε στους Αμπελοκήπους παπάς και έβγαζε αρκετά χρήματα τότε. Έμενε με τις ξαδέρφες του εκεί. Αυτές όλες πήγανε στην Αμερική, τις γνώρισα όταν πήγα.
Α.Λ. -Όπως και οι τρεις αδελφές και ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου. Ο Αλέξανδρος, η Μαριάνθη, η Φιλία, η Ευτυχία, με τα ωραία ονόματα. Εκτός από την Μαριάνθη, που ήρθε δύο φορές στην Ελλάδα, με τον θείο σου, τον Τζίμη, ο πατέρας μου τον Αλέξανδρο, την Φιλία και την Ευτυχία, που την υπεραγαπούσε, δεν τους ξαναείδε. Μόνο από φωτογραφίες και γράμματα. Προσφυγιά, μετανάστευση. Η καημένη η γιαγιά μου, η Γιασεμή. Έχω κι εγώ δεύτερο όνομα Γιασεμή, αλλά έμεινε το Στάσα από τη μαμά της μαμάς μου, τη Σμυρνιά. Με τα ξαδέρφια μου στην Αμερική έχω επαφή. Μερικούς τους έχω γνωρίσει. Τέσσερις έχουν πεθάνει. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ο πατέρας μου ήταν ο μικρότερος. «Ο Βενιαμίν της οικογένειας», έλεγε.
Μ.Π. -Ήτανε πολύ δεμένοι. Ζούσε μαζί τους. Τον είχανε σαν παιδί τους, ο θείος, ο παπάς. Και εκεί έμαθε για την Τράπεζα Αθηνών, τότε, ότι ζητάει υπαλλήλους και πήγε και τον πήραν αμέσως, γιατί και τις γλώσσες που ήξερε, Εμπορική Σχολή είχε τελειώσει και βρήκε εκεί καλή δουλειά, μια χαρά. Με τις παρέες εδώ, τους Αλατσατιανούς, γνωριστήκανε με τη μαμά μου και έγινε το συμπεθεριό…
Α.Λ. -Τη μαμά σου πώς τη λέγανε;
Μ.Π. -Γιασεμή. Με την Κατοχή, ο μπαμπάς οργανώθηκε, βέβαια κι αυτός στο ΕΑΜ. Δεν έμενε στο σπίτι. Έμενε κάτω στην θεία μου, μια ξαδέλφη του, στου Βοεβόδα το κτήριο. Ερμού και Ευαγγελιστρίας, κάπου εκεί. Και η λαχτάρα μας ήτανε το βράδυ, όταν ακούγαμε να ανεβαίνει αυτοκίνητο. Έτσι και άκουγες το βράδυ να ανεβαίνει αυτοκίνητο, σταματούσε η αναπνοή σου, σταματούσε η καρδιά σου και έλεγες: «πού θα σταματήσει τώρα;»
Α.Λ. -Ήταν Γερμανοί μέσα στο αυτοκίνητο…
Μ.Π. -Και όπου σταματούσε, φωτιά και τσεκούρι έπεφτε… και όλοι αυτοί οι άνθρωποι… (χαθήκανε). Στο μπλόκο…
Α.Λ. -Έγιναν δύο μπλόκα στην περιοχή. Το μεγάλο μπλόκο του Βύρωνα, 7 Αυγούστου (1944). Είχε ξαναγίνει μπλόκο, πιο περιορισμένο, είχαν γίνει συλλήψεις ΕΑΜιτών, από προδοσία. Κλείσανε τη γειτονιά και τους έπιασαν στο σπίτι που είχανε συνεδρίαση. Ο πατέρας μου πήγε καθυστερημένος, γιατί νόμιζε πως κάποιος τον παρακολουθούσε και έκανε άλλο δρομολόγιο και του ξέφυγε. Όταν πλησίαζε στο σπίτι της συνάντησης, μου έλεγε, άνοιξε ένα παράθυρο και του είπε μια γυναίκα «Μην προχωρείς παραπάνω, τους πιάσανε όλους». Οι Γερμανοί, όταν φεύγανε, όταν χάνανε πλέον τον πόλεμο, εκεί λυσσάξανε. Ο Ράλλης είχε υποσχεθεί στους Γερμανούς 100.000 Έλληνες εργάτες, γιατί η Γερμανία δεν είχε εργατικά χέρια, και γι’ αυτό κάνανε τα μπλόκα, και παίρνανε τον κοσμάκη να δουλεύει εκεί. Τα μπλόκα επίσης είχανε κι άλλο σκοπό. Να συλλάβουνε και να εξοντώσουνε όσους ήτανε στην Αντίσταση, στο ΕΑΜ… Δεν κατάφερε να στείλει (ο Ράλλης) αυτό το νούμερο, αλλά από τις Ανατολικές συνοικίες, 6,5 χιλιάδες μαζέψανε, απ’ αυτούς γυρίσανε 200 άτομα. Δεν το ήξερα ότι ήτανε τόσοι πολλοί, αυτοί που δεν γύρισαν, γιατί δεν τους πήγαιναν σαν τους Εβραίους σε στρατόπεδα εξόντωσης, πχ στο Άουσβιτς, τους πήγαιναν σε στρατόπεδα εργασίας, όμως οι συνθήκες ήταν τέτοιες που οι άνθρωποι δεν επιβίωναν. Όταν γύρισαν εδώ έκαναν ένα Σύλλογο ομήρων… Υπήρχε και Ομοσπονδία αυτών των Συλλόγων.
Μ.Π. -Ναι. Υπήρχε Σύλλογος.
Α.Λ. -Ο πατέρας μου ήτανε Πρόεδρος του Συλλόγου των ομήρων από το μπλόκο του Βύρωνα. Έχω φωτογραφία, που κάνουν τα εγκαίνια αυτού του μνημείου που γράφει «Έπεσαν στο πέρασμα των Ούννων» με τα ονόματα των παιδιών που σκοτώσανε εκείνη την ημέρα του μπλόκου. Υπάρχουνε Ελληνικές σημαίες και ο πατέρας μου κρατάει ένα χαρτί και προφανώς εκφώνησε τον λόγο. Εσύ το μπλόκο το θυμάσαι! [Το μνημείο αυτό δεν υπάρχει σήμερα.Το καινούργιο μνημείο έγινε επί δημαρχίας του Νικόλαου Ρογγάκου, που διετέλεσε Δήμαρχος Βύρωνα 1994-2002.]
Μ.Π. -Το θυμάμαι γιατί ήτανε εδώ ο μπαμπάς μου. Ήτανε στο σπίτι.
Α.Λ. -Το μπλόκο πώς γινότανε; Κλείνανε την περιοχή;
Μ.Π. -Κοίτα. Από κάτω, που ήτανε όλοι οι Γερμανοί εκεί μαζεμένοι, στον κεντρικό δρόμο, έβγαινε το αυτοκίνητο, γύριζε τις γειτονιές, έμπαιναν στα σπίτια…
Α.Λ. -Αυτοί Γερμανοί ήτανε;
Μ.Π. -Ήτανε ένας Γερμανός, δύο Γερμανοί…
Α.Λ. -Και οι υπόλοιποι;
Μ.Π. -Προδότες. Τσολιάδες. Γερμανοτσολιάδες.
Α.Λ. -Με την χακί φουστανέλα.
Μ.Π. -Προσβάλανε την φουστανέλα, την τιμημένη.
Α.Λ. -Ο υπόκοσμος…
Μ.Π. -Βέβαια, υπόκοσμος.
Α.Λ. -Μαζεύανε τους άνδρες.
Μ.Π. -Ναι. Έφτασε, λοιπόν, το αυτοκίνητο στην (οδό) Παναγίας Εισοδίων. Έφτασε, δηλαδή, στην επόμενη παράλληλο από δω. Και του λέγαμε: «Πήγαινε». «Εγώ, δεύτερη φορά αιχμάλωτος, λέει, δεν πάω. Να ’ρθουν και να με σκοτώσουνε εδώ». Παναγία μου, κλάματα. «Μπαμπά, πήγαινε. Σκέψου εμένα»…
Α.Λ. -Το παιδάκι… Δεν πήγε.
Μ.Π. -Δεν πήγε. Κρύφτηκε εδώ, μέσα στο σπίτι.
Α.Λ. -Πού να φύγει;
Μ.Π. -Στον κήπο καθότανε, κάτω από τη συκιά. Άρχισε να σουρουπώνει, άρχισε να βασιλεύει ο ήλιος, οπότε αυτοί δεν καθόντουσαν.
Α.Λ. -Δεν καθόντανε βράδυ, το έχω διαβάσει αυτό. Γιατί τους έκανε επίθεση ο ΕΛΑΣ.
Μ.Π. -Ναι, ναι! Ο ΕΛΑΣ! Λοιπόν, σταματήσανε να μαζεύουνε τον κόσμο και έτσι ηρέμησαν τα πράγματα. Άλλοι δυο γείτονες φύγανε, πήγανε προς τον Υμηττό και από κει Καλλιθέα, βγήκανε στην Αθήνα και έτσι γλύτωσαν.
Α.Λ. -Τους υπόλοιπους που μαζέψανε;
Μ.Π. -Τους υπόλοιπους που μαζέψανε, διαλέξανε 17, νομίζω, και τους στήσανε στον τοίχο, και μέσα σ’ αυτούς και ένα παιδί 17 χρονών.
Α.Λ. -Ο Μερκουριάδης…
Μ.Π. -Ο Μερκουριάδης, το πουλάκι μου…
Α.Λ. -Αυτούς, πώς τους διαλέγανε; Υπήρχε καταδότης;
Μ.Π. -Δεν ξέρω αν υπήρχε καταδότης ή απλά, έτσι. Πάντως, πάντα υπήρχε ένας καταδότης.
Α.Λ. -Ο πατέρας μου, μου ’λεγε, ο Παπαγεωργίου ότι ήτανε.
Μ.Π. -Πιθανόν.
Α.Λ. -Αυτός, που τον γράφουνε και Παπαγιώργη, ο οποίος έμενε δίπλα τους [στην οικογένεια του πατέρα μου], στην Επικτήτου, στο Παγκράτι.
Μ.Π. -Το ξέρω.
Α.Λ. -Δίπλα έμενε αυτός ο αλήτης, και η αδελφή του και η μητέρα του, βασανίζανε ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες που τους φέρνανε οι τσολιάδες και ακούγανε τις φωνές δίπλα, η γιαγιά μου, η Γιασεμή, χαροκαμένη, και η θεία μου η Ζωή, κοπέλα.
Μ.Π. -Τους βγάζανε τα νύχια, βάζανε, λέει βραστά αυγά στις μασχάλες, άκου! Διεστραμμένοι άνθρωποι! Άκου κάτι πράγματα! Γιατί; Και να είσαι και Έλληνας και να τα κάνεις στους Έλληνες! Και γιατί σ’ αυτόν τον Έλληνα; Γιατί δεν ήτανε με τους Γερμανούς. Γιατί ήτανε αντιστασιακός.
Α.Λ. -Ο πατέρας μου, ήταν παράνομος, κρυβότανε. Ποιος τον έκρυβε δεν ξέρω. Νομίζω για ένα διάστημα τον έκρυβε ο παπάς, ο εξάδελφός του.
Μ.Π. -Ο Μακρυγιάννης; Στον Υμηττό;
Α.Λ. -Πού ήτανε το σπίτι του παπά; Εγώ νομίζω τον είχα επισκεφθεί κάποτε σ’αυτό το σπίτι. Ήταν ηγούμενος τότε σε κάποιο μοναστήρι. Διετέλεσε και ηγούμενος στην Σίμωνος Πέτρα, στο Άγιο Όρος, και μετά στην Μονή Πεντέλης. Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος και δημοκρατικός. Το σπίτι του ήταν κάπου κοντά στον προφήτη Ηλία, νομίζω υπάρχει ακόμα.
Μ.Π. -Ο μπαμπάς σου κρυβότανε κάποτε εδώ, στον Υμηττό.
Α.Λ. -Στον Υμηττό τον έκρυβε η Θοδώρα.
Μ.Π. -Α, η Θοδώρα.
Α.Λ. -Υπήρχε μία γνωριμία; Συνοικέσιο; Με τον Θρασύβουλο. Και βέβαια… Ο Θρασύβουλος χάθηκε, δεν γύρισε από την Γερμανία. Μετά τον Πόλεμο παντρεύτηκε ένα πολύ συμπαθητικό άνθρωπο, τον Πάρη, ήτανε ράφτης.Ψηλός, αδύνατος, σαν να τον βλέπω. Είχανε ένα κοριτσάκι. Η Θοδώρα, με το χαμόγελο, σεμνός άνθρωπος. Παίξανε το κεφάλι τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κρύβανε τους παράνομους. Ούτε το συζητήσανε ποτέ. Το πιστεύανε αυτονόητο, ήτανε και η αλληλεγγύη της προσφυγιάς… Θυμάμαι ο πατέρας μου, κάτι Κυριακές, με έπαιρνε μαζί του, πηγαίναμε σε σπίτια στον Βύρωνα, στη Νέα Ελβετία, στον Υμηττό, επισκεπτόμαστε κάποιες οικογένειες, με μεγάλη αγάπη, με συγκίνηση. Ορισμένοι πρέπει να ήταν και συγγενείς, από την μητέρα του. Ήταν δεμένος, τους αγαπούσε. Τώρα σκέφτομαι και την ευγνωμοσύνη του, πόσες φορές του σώσανε τη ζωή. Θυμάμαι την νονά του. Τι γλυκιά, με τα άσπρα της μαλλάκια, την πεντακάθαρη ρόμπα του σπιτιού, το σπιτάκι της, την κόρη της, την Δέσποινα, τον άντρα της Δέσποινας, νομίζω Αντώνης. Είχανε ένα αγοράκι, τον Γιωργάκη. Ο άνδρας της νονάς δεν θυμάμαι αν υπήρχε. Νομίζω, όχι. Μου είχε κάνει εντύπωση το όνομα του, Αριστοφάνης. Δεν έχω ξανακούσει άλλον Αριστοφάνη. Οι Μικρασιάτες είχανε πολλά αρχαία ονόματα.
[Ο αδελφός του πατέρα μου, Θρασύβουλος Λεοντής ήταν μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Η αδελφή του Ζωή είχε φυλάξει γράμματα, κάρτες, φωτογραφίες που τους έστελνε από υπερπόντια ταξίδια, καθώς και κάτι περίεργα κοχύλια που βρίσκονται σε ένα ράφι στην βιβλιοθήκη μου. Ήταν ωραίος άνδρας, λεβέντης, γλεντζές, λίγο αψύς, άρεσε στις κοπέλες. Στην Κατοχή βρέθηκε «ξέμπαρκος» και έμενε με την μητέρα τους, την Ζωή και τον πατέρα μου Ιπποκράτη στην Επικτήτου. Ο πατέρας μου παράνομος, δεν έμενε στο σπίτι. Ήρθαν να τον συλλάβουν Γερμανοί, αντί για εκείνον συνέλαβαν τον Θρασύβουλο. Χαϊδάρι, Γερμανία, αργότερα μαζί με άλλους κρατούμενους στο στρατόπεδο του Μπρονζβάινγκ. Ο πατέρας μου θέλησε, όπως μου είπε, να πάει να παραδοθεί για να αφήσουν τον αδελφό του. Τον απέτρεψε, σωστά, η Οργάνωση. Εκείνος θα συλλαμβάνετο και θα πιθανότατα θα εκτελείτο. Καμμιά εγγύηση δεν υπήρχε ότι θα απελευθέρωναν τον Θρασύβουλο. «Μπορεί να γυρίσει, σκέψου την μητέρα σου». Δύσκολες, τραγικές αποφάσεις. Με την απελευθέρωση τα δύο αδέλφια επικοινωνούσαν μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Ο πατέρας μου, με τον ίδιο τρόπο, επικοινωνούσε με το σπίτι του στην Ελλάδα. Η Ζωή είχε φυλάξει τα σημειώματα, τα βρήκα σε ένα κουτάκι όταν ήταν ετοιμοθάνατη στο Νοσοκομείο και σκεφθήκαμε, με τον αδελφό μου, να πάμε στο σπίτι της και να σώσουμε ενθύμια. Σωστή σκέψη γιατί με τον θάνατο της πετάχτηκαν τα πάντα από τους κληρονόμους. Ο πατέρας μου βασανίστηκε σε όλη του τη ζωή με την σκέψη ότι εξ αιτίας του χάθηκε ο αδελφός του. Στα σημειώματά του είδα «Μανούλα μου, σε πίκρανα πολύ» και «Ανησυχώ γιατί δεν έχω νέα από τον Θρασύβουλο». Ο Θρασύβουλος δεν γύρισε με την απελευθέρωση. Δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα. Η γιαγιά μου τον περίμενε, μέχρι τον θάνατο της, το 1954.
Μετά 40 χρόνια, το 1985, δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» η μαρτυρία ενός συγκρατούμενου του Θρασύβουλου, που την αφιέρωνε στους συγκρατούμενους που χάθηκαν, και ανέφερε και τον Θρασύβουλο. Ο πατέρας μου είχε φύγει από κοντά μας το 1980. Επικοινωνήσαμε με αυτόν τον ευγενικό άνθρωπο που ζούσε στα Σκόπια, μέσω της εφημερίδας. Μας έστειλε ένα πολυσέλιδο γράμμα, με το ιστορικό της κράτησής του στο στρατόπεδο. Εκεί αναφέρεται στον Θρασύβουλο, πώς έδινε κουράγιο σε όλους. Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τα Αμερικανικά στρατεύματα. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξεκίνησε η διαδικασία επαναπατρισμού των κρατουμένων-ομήρων. Πορείες εκατοντάδων χιλιομέτρων των εξαντλημένων αυτών ανθρώπων μέχρι να επιβιβαστούν σε κάποιο τραίνο, η Γερμανία κατεστραμμένη, συγκοινωνία ανύπαρκτη. Ο Θρασύβουλος, πολύ αδύναμος πια, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την πορεία, όπως και πολλοί άλλοι που πέθαναν, αβοήθητοι, στο δρόμο.]
Μ.Π. -Έφερνε η μαμά σου φαγητό, και το πήγαινε η μαμά μου στο σπίτι που κρυβότανε, στον Υμηττό… Και όταν φύγανε, πήρανε τους ανθρώπους, σκότωσαν τους άλλους…
Α.Λ. -Και τα πτώματα; Μείνανε εκεί, μέσα στο δρόμο;
Μ.Π. -Μεσ’ στο δρόμο… Άνοιξε ο κόσμος τις πόρτες του, βγήκε έξω, πού είναι οι δικοί τους, τι κάνουνε. Ένας θρήνος, ένας γοερός θρήνος σ’ όλο το Βύρωνα, ακουγότανε από δω. Από την Χρυσοστόμου Σμύρνης. Και αγωνία μήπως στους σκοτωμένους ήτανε και ο δικός τους άνθρωπος.
Α.Λ. -Οι εκτελέσεις έγιναν στο σημείο που είναι τώρα μια μικρή πλατεία με ένα ημικυκλικό μαρμάρινο κάθισμα που γράφει στη βάση του τα ονόματα των σκοτωμένων; Και «έπεσαν στο πέρασμα των Ούννων», όπως στο παλιό μνημείο, που έστησαν οι όμηροι του μπλόκου.
Μ.Π. -Ναι, ναι. Η εκτέλεση έγινε απέναντι που ήτανε κάποια σπίτια προσφυγικά, διώροφα. Εκεί τους στήσανε. Απέναντι ακριβώς από του δεσπότη το σπίτι τούς στήσανε και τους εκτελέσανε, σε μια μάντρα. Τον λέγανε Χρυσόστομο; Πώς τον λέγανε, δεν θυμάμαι. Ήτανε αυτός που του στήσανε και το άγαλμα στην πλατεία Σμύρνης(;).
Α.Λ. -Ήτανε Μικρασιάτης; Διάβασα ότι όταν χτίστηκε ο Βύρωνας, τα σπιτάκια ήτανε μονώροφα ή διώροφα και δύο πολύ καλύτερες κατασκευές δόθηκαν στους δύο μητροπολίτες που ήρθανε από τη Μικρασία το ’22, ο Αμασείας και άλλος ένας…(;). Γιατί από το ’23 που έγιναν οι ανταλλαγές μέχρι το ’44, δεν είναι πολλά χρόνια. Αυτοί πιθανώς ήταν τα ίδια άτομα. Δεν μπορώ να το διασταυρώσω αυτό. Σε αρχεία της Εκκλησίας, πιθανώς. Και αυτός δεν μίλησε;
Μ.Π. -Δεν μίλησε. Όλοι λέγανε «τώρα θα βγει ο παπάς». Αλλά, μπορεί να μην ήτανε εκεί, στο σπίτι του. Αλλά για δες, αυτές οι ευκαιρίες, οι στιγμές, παρουσιάζονται μια φορά στη ζωή σου. Έτσι δεν είναι; Εκεί είναι τώρα που ή θα γίνεις ήρωας, έτσι; Ή θα πέσεις στην αφάνεια.
Α.Λ. -Ή του ύψους ή του βάθους, μάλιστα… Και ακουγότανε αυτός ο θρήνος!
Μ.Π. -Ο θρήνος, ο θρήνος, ο θρήνος. Και γι’ αυτούς που βρέθηκαν εκεί και για τους άλλους που δεν ήξεραν πού τους πάνε. Να μένουν οικογένειες, τώρα, χωρίς τον άντρα, τέτοια εποχή, με πείνα, Κατοχή, όλα αυτά τα δύσκολα και τα φοβερά, τον τρόμο…
Α.Λ. -Αυτούς που σκότωσαν, πού τους θάψανε; Ξέρουμε;
Μ.Π. -Μετά τους πήραν οι γονείς, οι συγγενείς. Η μάνα του Μερκουριάδη κρεμάστηκε. Και ένα παιδί είχε. Χωρίς λόγο (τον σκότωσαν), 17 χρονών παιδί. Δεν είχε φύγει από το σπίτι. Αργότερα μάθαμε ότι τον Μερκουριάδη δεν τον σκότωσαν επί τόπου, τον χτύπησαν πολύ άσχημα και τάχα τον πήγαν στο Νοσοκομείο. Μετά 48 ώρες μάθαμε ότι πέθανε.
Α.Λ. -Θα ήταν ΕΠΟΝΙτάκι … Θυμάμαι ο πατέρας μου έλεγε ότι αυτός ο παλιάνθρωπος, ο Παπαγεωργίου, όταν στάθηκε μπροστά του μάλλον τον αναγνώρισε, σαν γείτονα. Αν ήξερε ότι ήταν στην Αντίσταση θα τον είχαν εκτελέσει. Και κοντοστάθηκε μπροστά του αλλά δεν τον έδειξε. Ο πατέρας μου τον αναγνώρισε, ότι ήταν δηλαδή ο γερμανοτσολιάς, ο Παπαγεωργίου από ένα δαχτυλίδι που φορούσε. Φορούσε μαύρη κουκούλα άραγε; Αφού στάθηκε μπροστά του, έδειξε μετά ένα πολύ νεαρό παιδί, το οποίο το πήρανε και το στήσανε στον τοίχο. Σκέψου να τα βλέπεις όλα αυτά… Μετά τους πήγανε στο Χαϊδάρι και από κει στη Γερμανία, σε στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου πήγε στο Μανχάϊμ.
Πες μου για την Καισαριανή, ακουγόντουσαν μέχρι εδώ οι μάχες;
Μ.Π. -Οι τουφεκιές. Ήτανε ελεύθερος ο χώρος, η Ανάληψη, το Σκοπευτήριο, η Καισαριανή.
Α.Λ. -Ελεύθερος εννοείς, δεν είχε οικοδομές.
Μ.Π. -Ήτανε ο χώρος ανοιχτός, ελεύθερος. Βλέπαμε τις κορυφές από τα κυπαρίσσια του Σκοπευτηρίου. Λοιπόν, ακουγότανε το παν, οτιδήποτε.
Α.Λ. -Κι εκείνη την Πρωτομαγιά, του ’44, δεν θα ξέρατε βέβαια τι έγινε, αλλά θα καταλάβατε…
Μ.Π. -Δεν ξέραμε. Ακούγαμε συνέχεια το πολυβόλο και μετά μάθαμε. Διακόσιοι. Και όλη αυτή την εικόνα που παρουσίαζαν. Περνούσαν τα παιδιά με τα φορτηγά και τραγουδούσανε, πετούσανε σημειώματα. Και είχανε όλοι… Μεγάλες αξίες αυτά τα παιδιά! Αν ζούσαν, όσοι εκτελέστηκαν, η Ελλάδα θα ήταν πολύ διαφορετική.
Α.Λ. -Μα δεν ήταν τυχαίο που σκότωσαν αυτούς.
Μ.Π. -Πολύ διαφορετική θα ήταν η Ελλάδα.
Α.Λ. -Πολλοί ήταν και στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή άνθρωποι με ιδεολογική κατάρτιση, με αγωνιστική ιστορία, δεν ήτανε τυχαίοι.
Μ.Π. -Και πολύ μορφωμένοι άνθρωποι, σκεπτόμενοι, άνθρωποι πνευματικοί.
Α.Λ. -Το σημαντικότερο, ότι ήταν στην πρωτοπορία της κοινωνίας. Επήγε κόσμος μετά στο σημείο που σκότωσαν τα παιδιά αυτά, τους διακόσιους; Έχω ακούσει πως στο δρόμο που ήτανε το αίμα που έτρεχε από τα καμιόνια που τους κουβαλούσανε νεκρούς, ρίξανε, ο κόσμος λουλούδια, και μετά στείλανε τα παιδάκια, τάχα να παίξουνε, γιατί καταλάβανε πως μάλλον θα πετάγανε αυτοί σημειώματα. Και στείλανε τα παιδάκια και τα μαζεύανε για να τα στείλουνε στους δικούς τους, στις οικογένειες τους. Τραγικό! Όπως και στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Τα σημειώματα.
Μ.Π. -Εμείς πήγαμε μετά, από ’δω σαν ομάδα και θυμάμαι ότι ήτανε κατηφόρα, ήτανε ο τοίχος του Σκοπευτηρίου, ήτανε κατηφορικό το χώμα, το έδαφος, και εκεί ήτανε το χαντάκι κάτω που πέφτανε τα πτώματα. Κατρακυλούσαν, δηλαδή, από το ύψωμα.
Α.Λ. -Το χαντάκι τούς είχανε βάλει να το ανοίξουνε οι ίδιοι, και μάλλον βάζανε τους επόμενους να κουβαλήσουνε τα πτώματα των προηγουμένων. Έχω ακούσει επίσης ότι οι επόμενοι κουβαλούσαν τα πτώματα των προηγουμένων στα φορτηγά. Έτσι τα οργανώνανε οι Γερμανοί.
Μ.Π. -Και ήτανε κόκκινο το χώμα. Σκάλισα λίγο το χώμα και ήτανε μαυροκόκκινο από το αίμα…
Α.Λ. -Τόσο αίμα… Διακόσιοι άνθρωποι… Κι εσείς πήγατε εκεί να δείτε…
Μ.Π. -Όχι αμέσως. Είχαν περάσει κάποιες μέρες, δεν θυμάμαι…
Α.Λ. -Είχανε γίνει κι άλλες εκτελέσεις, εκτός από τους διακόσιους.
Μ.Π. -Πολλές. Τόπος εκτελέσεων ήταν το Σκοπευτήριο.
Α.Λ. -Εξακόσιους και πλέον έχει υπολογιστεί, από όσα είναι γνωστά.
Μ.Π. -Όσοι ήτανε καταδικασμένοι, εκεί γινότανε η εκτέλεση.
Α.Λ. -Έχουμε γράψει γι’ αυτά. Θα τα δεις να μου πεις τη γνώμη σου [βλ. «Οι Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας στον αγώνα για τη Λευτεριά», Μορφωτικές Εκδόσεις, 2018.] Η προσφυγιά έδειξε πολύ ηρωική στάση.
Μ.Π. -Κυρίως στην Καισαριανή, βέβαια.
Α.Λ. -Και η Ελεύθερη Ελλάδα, ήτανε νομίζω μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Υπήρχε επιγραφή «Εδώ αρχίζει η Ελεύθερη Ελλάδα», πολύ πριν να φύγουν οι Γερμανοί, νομίζω ότι αρχές Σεπτεμβρίου-τέλη Αυγούστου είχε απελευθερώσει ο ΕΛΑΣ όλες αυτές τις Ανατολικές Συνοικίες.
Μ.Π. -Επίσης όταν άρχισε η Αντίσταση, εδώ στις συνοικίες, έβγαινε το βράδυ το «χωνί» και μας έλεγε τα νέα, τι μαθαίνανε από τα ραδιόφωνα…
Α.Λ. -Και τι έλεγε; «Σας μιλά το ΕΑΜ, σας μιλά η ΕΠΟΝ»;
Μ.Π. -Ναι, ο ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ και μας έδινε πληροφορίες, τι γίνεται. Και βγαίνανε και κολλάγανε αφίσες, και γράφανε στους τοίχους. Και εκεί ήτανε το «Ακορντεόν», [το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου] εδώ κάπου. Ναι, αυτό που έγραψε ο Λοΐζος. Ήτανε ένα παιδί που έμενε κάπου εδώ και έπαιζε το ακορντεόν. Πάντα υπήρχαν παιδιά που φύλαγαν τσίλιες και ειδοποιούσανε. Για τα συνθήματα που γράφανε στους τοίχους, για τα χωνιά. Το περιστατικό με το ακορντεόν έγινε στην οδό Αλατσάτων, ο Γκ., συγγενής της, [επίσης Βυρωνιώτης] μου είπε στην Κοραή.
Α.Λ. -Νομίζω αυτό το αναφέρει και ο συγγραφέας που έγραψε τους «Σαλταδόρους του Βύρωνα», ένα ωραίο βιβλιαράκι, Ξενοφών Φίλερης. Έγραψε αυτό το περιστατικό. Ήτανε κάποιος που έπαιζε, κράταγε τσίλιες δηλαδή. Ο συγγραφέας γράφει και γι’ αυτό το παιδί, τον Μαρτάκη, μου έλεγε και ο πατέρας μου για τον Μαρτάκη. Ήτανε μια πολύ ηρωική μορφή, ο «Μαύρος» τον λέγανε, ήτανε πολύ μελαχρινός, κι αυτός προσφυγόπουλο, που το όπλο του, λέει, το ’χανε κλέψει αυτά τα σαλταδοράκια και χέρι-χέρι έφτασε στον Μαρτάκη. Ήτανε ένα Γερμανικό όπλο, σύγχρονης τεχνολογίας και «υψηλών προδιαγραφών».
Μ.Π. -Εν τω μεταξύ οι ΕΠΟΝίτες κάνανε κατά καιρούς μια παρέλαση, εδώ στους δρόμους. Τα παιδιά πια είχανε μεγαλώσει και τους είχανε δώσει και όπλα.
Α.Λ. -Κανονικά όπλα; Η μαμά μου θυμότανε σε μια παρέλαση στην Απελευθέρωση, και περνούσανε μικρά παιδιά, τα Αετόπουλα, που είχανε ξύλινα τουφεκάκια.
Μ.Π. -Όχι, μεγάλα παιδιά, δηλαδή ο Σταύρος που θυμάμαι εγώ, ο γείτονας, ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα, 13-14 ετών. Αλλά τα όπλα αυτά ήτανε δεμένα με σπάγγους περασμένα στον ώμο και περνούσανε καμαρωτοί από δω.
Α.Λ. -Αυτό γινότανε επί Γερμανικής Κατοχής ή με την Απελευθέρωση;
Μ.Π. -Όχι, επί Κατοχής. Βεβαίως. Την ημέρα δεν πάταγε κανείς Γερμανός. Ερχόντουσαν μετά το μεσημέρι, και κάνανε μια έφοδο, μπαίνανε σε σπίτια, κλέβανε ό,τι βρίσκανε, ανοίγανε μπαούλα. Είδα να επιστρέφουν, με τον Γερμανό μπροστά, οι τσολιάδες, στην οδό Διλβόη, και να κρατάνε διάφορα πράγματα -εγώ μέσα απ’τις γρίλιες- που είχανε κλέψει, μέχρι φωτογραφίες οικογενειακές. Τις βλέπανε, γελούσανε, τις σκίζανε και τις πετάγανε. Τις κλέψανε, όμως, αυτές τις φωτογραφίες, τις αρπάξανε.
Α.Λ. -Που τους ήτανε και τελείως άχρηστες…
Μ.Π. -Ναι. Σκέψου, σκέψου τι άνθρωποι!
Α.Λ. -Τι γίνανε αυτοί [οι τσολιάδες], ξέρουμε; Αυτοί ήτανε από δω, από τη γειτονιά ή ήτανε από άλλες περιοχές;
Μ.Π. -Όχι, από δω δεν ήτανε. Από δω τσολιάς δεν υπήρξε, αυτό το είδος… Απ’ όλη την Ελλάδα, μαζευόντουσαν εδώ και γινόντουσαν τσολιάδες, και κάνανε ό,τι κάνανε στις διαταγές των Γερμανών. Λοιπόν, εκτός από τους τσολιάδες εδώ, ήτανε και οι μπουραντάδες, οι οποίοι ήταν ντυμένοι αστυνομικοί.
Α.Λ. -Αυτοί ανήκαν στα μηχανοκίνητα. Ήταν ο Μπουραντάς διοικητής, εξ ου και τους έλεγε «Μπουραντάδες» ο κόσμος. Αυτά ήτανε σαν να λέμε οι κλούβες της Αστυνομίας;
Μ.Π. -Ήτανε ντυμένοι αστυφύλακες. Μια μέρα τους είχανε στριμώξει εδώ οι ΕΛΑΣίτες, και είχανε ταμπουρωθεί στα σκαλιά μας, στην πόρτα της εισόδου που είχε πέντε σκαλιά που ανέβαινες. Και ήτανε ταμπουρωμένοι εκεί και οι άλλοι ήτανε παρακάτω και χτυπούσανε αυτοί, βαράγανε οι άλλοι, τι έγινε ύστερα δεν θυμάμαι. Εγώ μέσα εδώ, μ’ έπιασε λιγούρα (γέλια).
Α.Λ. -Απ’ το φόβο;
Μ.Π. -Απ’ το φόβο. Έξω απ’ το σπίτι να πυροβολάνε. Και είμαστε όλοι μακριά από παράθυρα, κάτω, όσο μπορούσαμε, γιατί πέφτανε αδέσποτες. Πόσος κόσμος είχε φύγει από αδέσποτες. Στην βεράντα, μια μέρα, έρχεται ζζζιν και χτυπάει τον τοίχο, αλλά είχε πια εξασθενήσει η φόρα της και ίσα λίγο που έκανε ένα σημάδι στον τοίχο.
Α.Λ. -Την έχεις τη σφαίρα, την κράτησες;
Μ.Π. -Όχι, ποιος ξέρει τι σκέφτηκα τότε. Γιατί, σου λέω, ήταν ελεύθερο το μέρος, άχτιστο.Τώρα δεν βλέπεις, παρά μόνο τον απέναντι.
Α.Λ. -Οι ΕΛΑΣίτες φορούσανε στολή ή ήτανε με τα πολιτικά τους;
Μ.Π. -Στολή φορέσανε τον Δεκέμβρη, «κίνημα» το είπανε.
Α.Λ. -Τον Δεκέμβρη του ‘ 44. Στην επέμβαση των Άγγλων.
Μ.Π. -Πριν ήτανε τα παιδιά ντυμένα κανονικά με τα ρούχα τους.
Α.Λ. -Έχω δει φωτογραφίες και είχανε κράνη Γερμανικά. Τα παίρνανε από τους Γερμανούς. Και όπλα γερμανικά και ιταλικά.
Μ.Π. -Έτσι, παίρνανε απ’ αυτούς, απ’ τους Ιταλούς κυρίως.
Α.Λ. -Πολλοί Ιταλοί τους τα παραδίνανε, αντιφασίστες, αλλά κυρίως το ’43, που βγήκε η Ιταλία από τον Άξονα.
Μ.Π. -Οι Ιταλοί ήτανε πιο καλοί. Δεν ήτανε όλοι φασίστες, εκτός από εκείνους τους φανατισμένους, που αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια τους. Ήτανε κι εκεί μια φρίκη. Εν πάση περιπτώσει τον Δεκέμβρη είδα με στολές, γιατί πλέον είχαν οργανωθεί και ήτανε ένας στρατός κανονικός. Στην είσοδο που κάνανε οι Εγγλέζοι στην Αθήνα, τον Οχτώβρη (στην Απελευθέρωση), με πήρε ο μπαμπάς μου και κατεβήκαμε στο άγαλμα του Βύρωνος, και ήτανε παραταγμένοι όλοι οι ΕΛΑΣίτες, ντυμένοι, έτοιμοι με τα όπλα τους.
Α.Λ. -Και γυναίκες;
Μ.Π. -Δεν θυμάμαι, εκείνη τη στιγμή. Στη θέση που ήμουνα εγώ, απέναντι ήτανε όλο άνδρες. Και κατεβαίνανε τα τζιπ με τους Εγγλέζους και χειροκροτούσε ο κόσμος τους απελευθερωτές. Και πού να ξέρεις ύστερα τι θα γινότανε. Και τον Δεκέμβρη, στις μάχες, ερχόντουσαν αυτοί που πολεμούσανε στη μάχη στο Στάδιο και ξεκουραζόντουσαν στα σπίτια. Είχε ένα υπόγειο εδώ, η κυρία Σεβασμία και σε άλλα υπόγεια, είχανε υπόγεια τότε σε ωραία σπίτια, περιποιημένα. Και τους στρώνανε κουβέρτες να ξεκουραστούνε, να κοιμηθούνε λίγο, να φάνε κάτι και να ξαναπάνε στη μάχη.
Πριν τον Δεκέμβρη, όμως, στο κέντρο που είχανε σαν στέκι η οργάνωση, μαζεύανε εκεί και φαγητό για να τραφεί όλη η ομάδα, οι αγωνιστές. Ήτανε δυο κοπέλες, λεβέντισσες, μα τι να σου πω! Κρατούσανε από ένα γκαζοτενεκέ και ερχόντουσαν εδώ και τους βάζαμε μια κουτάλα τραχανά, και πήγαιναν δίπλα και τους βάζανε μια κουτάλα φασόλια, ότι είχε ο καθένας, και τρώγανε τα παιδιά.
Α.Λ. -Πως τις λέγανε τις κοπέλες; Θυμάσαι;
Μ.Π. -Δυο όμορφες κοπέλες!
Α.Λ. -Ήταν Καισαριανιώτισες;
Μ.Π. -Όχι, Βυρωνιώτισες. Το στέκι αυτό ήτανε κάπου εκεί στη Νεαπόλεως.
Α.Λ. -Ήταν σαν αρχηγείο;
Μ.Π. -Όχι ακριβώς. Κάθε γειτονιά είχε και το στέκι της. Και υπήρχε και το κεντρικό Αρχηγείο, και υπήρχε και της ΟΠΛΑ.
Α.Λ. -Είχε δράση η ΟΠΛΑ εδώ στην περιοχή;
Μ.Π. -Ναι.
Α.Λ. -Ο πατέρας μου, μου είχε πει ότι είχε ΟΠΛΑ εδώ η περιοχή.
Μ.Π. -Και πήρε και ανθρώπους αθώους…
Α.Λ. -Αυτά είναι τα δύσκολα…
Μ.Π. -Γιατί ήτανε αστυνόμος, για παράδειγμα… Δυστυχώς είναι αναπόφευκτο σε τέτοιες καταστάσεις να συμβούν τέτοια πράγματα.
Α.Λ. -Και λάθη, και υπερβολές και προσωπικές εχθρότητες…
Μ.Π.– Κυρίως…
Α.Λ. – Κατόπιν κατασυκοφάντησαν το ΕΑΜ, ότι έκανε εγκλήματα, πτωματολογία κλπ.
Κυκλοφόρησε τότε το ΕΑΜ μια πολύ ωραία, εμπεριστατωμένη απάντηση.
-Βλέπεις όμως τη συνέχεια. Προσφυγιά, η Αντίσταση, ο Δεκέμβρης… Στον αγώνα αυτές οι γειτονιές!
Μ.Π. -Μετά το «κίνημα» που το είπανε, εννοώ τον Δεκέμβρη, στις πρώτες εκλογές, ξέρανε ότι θα γίνει νοθεία, αλλά έπρεπε να λάβουν μέρος, γιατί θα φαινότανε η δύναμή τους, βρε παιδί μου.
Α.Λ. -Την αποχή εννοείς. (Δεν νομίζω ότι θα επιτρέπανε οι Εγγλέζοι ομαλότητα. Η ανώμαλη κατάσταση εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους).
Μ.Π. -Θα φαινότανε. Εκείνη η αποχή… Δηλαδή χαντακώθηκε ο κόσμος. Ο πατέρας μου δεν ψήφισε.
Α.Λ. -Πολλοί δεν ψήφισαν και μετά έπρεπε να δείχνουν το εκλογικό βιβλιάριο…
Μ.Π. -Την εποχή των προαγωγών τού ζήτησαν το εκλογικό βιβλιάριο, οπότε ήτανε λόγος απόλυσης (η αποχή).
Α.Λ. -Απολύθηκε;
Μ.Π. -Όχι, γιατί ήτανε πολύ καλός στη δουλειά του και ήτανε αγαπητός.
Α.Λ. -Του ζητήσανε δήλωση μετανοίας για τη δουλειά;
Μ.Π. -Δεν έκανε δήλωση. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι ποτέ δεν πήρε άδεια, όλα τα χρόνια, δεν έφευγε από την Τράπεζα παρά μόνο μετά τη δύση του ήλιου, ήτανε πια σε μια ομηρεία. Δεν προήχθη όπως θα έπρεπε, για εκείνο το βιβλιάριο. Η Τράπεζα ήτανε η Τράπεζα Αθηνών. Είχε πολύ ξεφύγει με υψηλούς μισθούς, golden boys, έφθασε στο σημείο να την αγοράσει ο Ηλιάσκος και έγινε συγχώνευση επί Μαρκεζίνη και έγινε Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και Αθηνών. Μετά έφυγε το «Αθηνών», πέθανε και ο Ηλιάσκος, αλλάξανε τα πράγματα και έμεινε «Εθνική Τράπεζα». Εγώ διορίστηκα στην Τράπεζα Αθηνών και ο πατέρας μου στην Τράπεζα Αθηνών του Ηλιάσκου, ο οποίος είχε προσλάβει όλους τους Μικρασιάτες.
Α.Λ. -Ήτανε Μικρασιάτης ο ίδιος;
Μ.Π. -Ήτανε οικογένεια Κωνσταντινουπολίτες, τραπεζίτες από κει. Τέλος, αυτό το πλήρωσε, την αποχή (ο πατέρας μου). Το λιγότερο… Χαλάλι!
Α.Λ. -Αν θυμηθείς κάτι άλλο, να το γράψουμε.
Μ.Π. -Βέβαια!
[Θυμήθηκα όμως εγώ ότι βρήκα στα χαρτιά του πατέρα μου, πολύ μετά τον θάνατό του, μια πρόσκληση για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα, όπου είχε δώσει εξετάσεις -είχε τελειώσει Εμπορική Σχολή στη Χίο και είχε γνώσεις Αγγλικής και Γαλλικής γλώσσας. Μαζί υπήρχε και αντίγραφο της απάντησής του. Δεν θα αναλάμβανε υπηρεσία γιατί στο μεταξύ είχε «άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις». Ρώτησα σχετικά τη μητέρα μου, γιατί ήταν μεγάλη ευκαιρία ο διορισμός σε Τράπεζα. «Θα του ζητούσανε δήλωση, δεν καταλαβαίνεις;» μου είπε. Δούλεψε μέχρι την σύνταξή του σε μια ιδιωτική εταιρεία, λογιστής. Καμμιά φορά έλεγε «Τώρα θα είχα διευθυντική θέση στην Αγροτική. Δεν βαριέσαι…». Μετά από τόσα χρόνια συμπληρώθηκε όλη η ιστορία].
Μ.Π. – Να κάνουμε τώρα μια έξοδο, να παραγγείλουμε και κάτι, να πιούμε κάτι, στη μνήμη τους…
Γλέντι για την επιστροφή από τα στρατόπεδα Έλληνες όμηροι από το στρατόπεδο του Manheim γιορτάζουν την Αντιφασιστική Νίκη
Στη μνήμη των γονιών μας και των παιδιών της Αντίστασης και του Δεκέμβρη των Ανατολικών Προσφυγικών Συνοικιών της Αθήνας.
–
e-prologos.gr